Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Wall art: Δειτε πως θα κανετε υπεροχες τεχνοτροπιες στους τοιχους σας.Τεχνικές βαψίματος – ΙΔΕΕΣ!

texnotropia

Η άνοιξη μπήκε και είναι καιρός για ανανέωση σπιτιού, κάτι που θα αλλάξει την διάθεση σας…
Για όσους θέλετε να ανανεώσετε κάποια σημεία στους τοίχους τους σπιτιού σας,υπάρχουν τεχνοτροπίες που μπορείτε να κάνετε εύκολα και οικονομικά μόνοι σας.
-Τεχνοτροπία ξυσίματος πανεύκολα με μια ψάθινη σκούπα.
-Πρώτα περνάμε το ανοικτό χρώμα (λευκό) το αφήνουμε να στεγνώσει πολύ καλά και την επόμενη μέρα περνάμε το σκούρο (μωβ).
Πριν στεγνώσει με την βοήθεια της σκούπας ,αφαιρούμε χρώμα από το μωβ ώστε να φανούν τα ξυσίματα. Σκουπίζουμε καλά την σκούπα και συνεχίζουμε.
Οι «γραμμές» που θα τραβήξετε φυσικά και είναι αδύνατον να είναι ολόισιες, αλλά επιβάλλεται να κινούνται σε μια στοιχειώδη ευθεία, ενώ το πιο σημαντικό για την επιτυχία της συγκεκριμένης τεχνικής είναι ότι σε κάθε «γραμμή» που θα τραβήξετε με τη βούρτσα ή την σπάτουλα η κίνηση θα πρέπει να φαίνεται συνεχόμενη, από την αρχή έως το τέλος κάθε οριζόντιας ή κάθετης γράμμωσης, χωρίς να διακρίνονται ξεκάθαρα τα σημεία που η βούρτσα σηκώθηκε από τον τοίχο για να ξανακουμπήσει, δημιουργώντας κενά στο συνολικό σχέδιο.
texnotropia1
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε με ένα πινέλο αρκεί να έχει σκληρή τρίχα.
texnotropia2
Mε τον ίδιο τρόπο μπορείτε να κάνετε με ένα πανί σχέδια στον τοίχο…
texnotropia3
texnotropia2
Tip:Υπέροχο αποτέλεσμα, σε κάθε μορφής παρόμοια τεχνική, θα έχετε χρησιμοποιώντας ένα μαλακό δερμάτινο πανί (πετσί) σαν αυτά που χρησιμοποιούμε για τζάμια, για το αυτοκίνητο κλπ. ενώ ότι είδους ύφασμα κι αν χρησιμοποιήσετε το σχέδιο στον τοίχο θα είναι τόσο πιο έντονο όσο περισσότερο παχύρευστη είναι η νωπή μπογιά, δηλαδή όχι ιδιαίτερα αραιωμένη με νερό.
Αλλά και με ένα σφουγγάρι…..
texnotropia5
Τεχνοτροπία με ζελατίνες περιτυλίγματος
Βάψτε τον τοίχο στο βασικό χρώμα (πιο σκούρο),αφήστε να στεγνώσει εντελώς και ξεκινήστε να περνάτε τμηματικά ένα δεύτερο χρώμα με κανονικό ρολό ή πινέλο.
Πριν στεγνώσει τσαλακώστε γερά στα χέρια σας ένα φύλλο νάϋλον – ζελατίνα, ανοίξτε το χωρίς να το ισιώσετε ιδιαίτερα, ακουμπήστε το πάνω στο νωπό ακόμη χρώμα, κουνήστε 1-2 φορές με σταθερές κινήσεις και τραβήξτε το με προσοχή.
texnotropia6
Η τεχνική αυτή δημιουργεί κατά τόπους πάνω στον τοίχο, τόσο χρωματικές ανομοιομορφίες-διχρωμίες, όσο και μια «υποψία» ανάγλυφου η οποία γίνεται τόσο πιο έντονη, όσο πιο «παχύ» είναι το δεύτερο στρώμα της νωπής μπογιάς. Για την απόλυτα πετυχημένη εφαρμογή της θα πρέπει να δουλέψετε στην επιφάνεια του τοίχου, ειδικά αν είναι μεγάλος, τμηματικά.

texnotropia7
Βάφετε με την 2η απόχρωση ένα μέρος του τοίχου ξεκινώντας από το πάνω μέρος, ολοκληρώνετε την τεχνοτροπία με την ζελατίνα στο σημείο αυτό και συνεχίζετε με την ίδια σειρά: μπογιά-ζελατίνα.
Και αυτήν την «παραλλαγή» με το νάϋλον αντί για σφουγγάρι, φυσικά μπορείτε να την εφαρμόσετε χρησιμοποιώντας και μόνο ένα χρώμα δημιουργώντας έτσι εντονότερα και ελαφρά ανάγλυφης υφή σημεία, ίδιας απόχρωσης με εκείνη που είναι ήδη βαμμένος ο τοίχος.
Tip:Πριν ξεκινήσετε φροντίστε να έχετε αρκετά τέτοια φύλλα ζελατίνας αφού το καθένα χρησιμοποιείται μία μόνο φορά. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε κόλλες περιτυλίγματος σαν αυτές π.χ που αμπαλάρουμε καλάθια για ποτά ή και απλές ανοιγμένες πλαστικές σακούλες super market.
texnotropia8
Στα χρωματοπωλεία θα βρείτε ρολά τεχνοτροπίας που θα σας βοηθήσουν να πετύχετε το αποτέλεσμα που θέλετε με τον πιο ακίνδυνο τρόπο. Είναι ιδανικά για αρχάριους
texnotropia9
texnotropia10
Δουλεύοντας με ρολό τεχνοτροπίας πρώτα ,βάφετε τον τοίχο μ΄ένα απλό ρολό, σε όποιο χρώμα έχετε επιλέξει και με όσα χέρια απαιτούνται ώστε να έχετε ένα ομοιόμορφο αποτέλεσμα.
Αφού ο τοίχος στεγνώσει εντελώς, περνάτε μια δεύτερη απόχρωση μπογιάς με το ειδικό ρολό και με κινήσεις κάθετες, οριζόντιες ή διαγώνιες, ανάλογα τι απαιτεί το σχέδιο του ρολό που έχετε επιλέξει.
texnotropia11
texnotropia12
texnotropia13
texnotropia14
Προσοχή: Ακόμα και αν σας εντυπωσιάζει η επιλογή σας, οι τεχνοτροπίες προσφέρονται ορισμένες για μικρές, και ορισμένες για λίγο μεγαλύτερες επιφάνειες. Κύριος και βασικός κανόνας είναι ότι όποια τελικά και αν επιλέξετε, ΜΗ την εφαρμόσετε σε όλο το δωμάτιο, γιατί έτσι δε θα μπορέσει να αναδειχθεί όλος ο χώρος, και ο κόπος σας θα πάει στράφι. Δοκιμάστε το σε έναν τοίχο, η σε ένα ωραίο μέρος του τοίχου, έτσι ώστε να «χτυπάει» στο μάτι και να φανεί ένα πιο όμορφο και εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
texnotropia15
texnotropia16
texnotropia17

Γιατί μυρίζει το στοματάκι του μωρού;

Γιατί μυρίζει το στοματάκι του μωρού;

Η κακοσμία της αναπνοής είναι ένα σχετικά συχνό φαινόμενο σταπαιδιά, μια που περίπου το 15-20% των παιδιών το αντιμετωπίζει. Που οφείλεται όμως και πόσο αθώα είναι αυτή η δυσοσμία; 


Τις περισσότερες φορές η δυσοσμία στο στόμα των μωρών, οφείλεται κυρίως στο ότι τρέφονται αποκλειστικά με γάλα, βιομηχανοποιημένο ή μητρικό. Στα μεγαλύτερα παιδιά πάντως, η αιτία της δυσοσμίας του στόματος έχει να κάνει με τον τρόπο που αναπνέει το παιδί!

Αν το παιδί για οποιοδήποτε λόγο, όπως διογκωμένα κρεατάκια, υπερτροφικές αμυγδαλές, αλλεργική ρινίτιδα, ίωση, ύπαρξη ξένου σώματος στη μύτη κλπ, δεν μπορεί να αναπνεύσει από την μύτη και αναπνέει από το στόμα, τότε η στοματική του κοιλότητα ξηραίνεται, επιτρέποντας την ανάπτυξη διαφόρων βακτηριδίων που προκαλούν την δυσοσμία.

Σε γενικές πάντως γραμμές η κακοσμία μπορεί να οφείλεται σε: 

Κάποια μόλυνση στο στόμα, όπως τερηδόνα, ή χαλασμένα δόντια, που αναπτύσσονται μικρόβια και προκαλούν την κακοσμία.

Κάποια απλά κρυολογήματα με συνάχι, που εξελίσσονται σε πυώδη ρινίτιδα (πράσινες πηχτές μύξες). Μόλυνση στα ιγμόρεια (ιγμορίτιδα). Η ιγμορίτιδα είναι τις πιο πολλές φορές αποτέλεσμα μόλυνσης στην μύτη που δεν αντιμετωπίστηκε με φάρμακα (αντιβιοτικά).

Αμυγδαλίτιδα.

Αφθώδης στοματίτιδα.

Μια ακόμα πιθανή αιτία της κακοσμίας είναι οι συχνές αναγωγές ή οι εμετοί που μπορεί να κάνει ένα παιδί, όταν υποφέρει από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.

Επίσης, τα παιδιά που χρησιμοποιούν πιπίλα ή που συνηθίζουν να βάζουν αντικείμενα στο στόμα τους, όπως πανάκια, κουβερτούλες, κάποιο παιχνίδι κλπ, είναι πιθανόν να εμφανίζουν αυτήν την άσχημη μυρωδιά.

Πώς αντιμετωπίζουμε την κακοσμία

Συνήθως η κακοσμία αντιμετωπίζεται ανάλογα με την αιτία. Αν πρόκειται για χαλασμένα δόντια, απευθυνόμαστε στον οδοντίατρο, αν η αιτία είναι μια μόλυνση στη μύτη απευθυνόμαστε στον ωτορινολαρυγγολόγο.

Για κάποιες περιπτώσεις πολύ χρήσιμο είναι το συχνό βούρτσισμα της γλώσσας και η χρήση στα μεγαλύτερα παιδιά αντισηπτικών διαλυμάτων.

Συχνά βοήθεια προσφέρει το μάσημα της μαστίχας, διότι οι μασητικές κινήσεις αυξάνουν τη ροή του σάλιου και βοηθούν στην απομάκρυνση υπολειμμάτων τροφών.

Εννοείται πως το πλύσιμο των δοντιών καθημερινά, τουλάχιστον πρωί και βράδυ ή μετά τα γεύματα, είναι απαραίτητο.

Η κατανάλωση άφθονου νερού, για αποφυγή της ξηροστομίας, βοηθάει επίσης πολύ Καθημερινός καθαρισμός της μύτης με χρήση φυσιολογικού ορού, προσφέρει  καλύτερη αναπνοή.

Τέλος, προσέχουμε την διατροφή του παιδιού. Χορηγούμε πολλά υγρά, όσο το δυνατόν περισσότερα φρούτα και λαχανικά και το σπουδαιότερο μειώνουμε σημαντικά τα λίπη των τροφών.

Τα 9 πιο περίεργα έθιμα γύρω από το σεξ!

Η κάθε χώρα έχει και τα έθιμα της που έχουν διατηρηθεί από τα παλαιά χρόνια και συνηθίζουν να τηρούνται ανά γενεές. Ωστόσο κάποια από αυτά δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά από ανθρώπους άλλων χωρών με διαφορετική κουλτούρα και ξενίζουν.
Πέρα από το παραδοσιακά έθιμα λοιπόν γάμου, βαφτίσια κτλ κτλ, υπάρχουν τα έθιμα που καλλιεργούνται γύρω από το σεξ. Έκπληξη προκαλούν οι διαφορετικοί τρόποι έκφρασης της σεξουαλικότητας των ανθρώπων ανά τον κόσμο.
Διαβάστε τα 9 πιο περίεργα έθιμα γύρω από το σεξ!
1) Στο Λίβανο είναι νόμιμο οι άντρες να έχουν σεξουαλικές επαφές με ζώα, με την προϋπόθεση, όμως, πως πρόκειται για θηλυκά ζώα. Το σεξ με αρσενικά ζώα τιμωρείται με θάνατο!
2) Στο Μπαχρέιν ένας γιατρός επιτρέπεται να εξετάζει τα γεννητικά όργανα μιας γυναίκας αλλά απαγορεύεται να κοιτάει απ’ ευθείας την εξεταζόμενη περιοχή. Μπορεί να κοιτάζει την αντανάκλαση στον καθρέφτη και έτσι να εξετάζει!
3) Οι Μουσουλμάνοι νεκροθάφτες υποχρεούνται να καλύπτουν την επίμαχη περιοχή με ένα τούβλο ή ένα κομμάτι ξύλο!
4) Στην Ινδονησία η ποινή για τον αυνανισμό είναι ο αποκεφαλισμός.
5) Άνδρες στη Γκουάμ έχουν ως εργασία πλήρους απασχόλησης να ταξιδεύουν από χωριό σε χωριό και να κάνουν σεξ με νεαρές παρθένες, οι οποίες τους πληρώνουν για να έρθουν σε επαφή μαζί τους για πρώτη φορά. Σύμφωνα με το νόμο αυτό είναι παράνομο να παντρεύονται οι παρθένες.
6) Στο Χονγκ Κονγκ μια προδομένη σύζυγος έχει το νομικό δικαίωμα να σκοτώσει τον άπιστο άνδρα της, αλλά μόνο εάν το κάνει με τα ίδια της τα χέρια. Η ερωμένη του, από την άλλη, επιτρέπεται να θανατωθεί με οποιοδήποτε τρόπο.
7) Οι γυμνόστηθες πωλήτριες είναι νόμιμες στο Λίβερπουλ, αλλά μόνο σε μαγαζιά με τροπικά ψάρια!
8) Στο Κάλι, στην Κολομβία, μπορεί να γίνει η σεξουαλική πράξη με έναν άντρα και μία γυναίκα εφόσον είναι και η μητέρα της μπροστά!!!
9) Στη Σάντα Κρουζ, στη Βολιβία, είναι παράνομο για έναν άνδρα να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα και την κόρη της ταυτόχρονα (Φαντάσου τι έχουν δει τα ματάκια τους!).

Αν δεν υπάρχει έρωτας, δεν υπάρχει εκπαίδευση, Καστοριάδης

Πολύ μικρό, πολύ ουσιαστικό.

"Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και, για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει εκπαίδευση!

Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά, έναν καθηγητή σε κάποια τάξη - και στο πανεπιστήμιο ακόμη - τον ερωτεύεται και τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει.

Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το παιδί ένα ‘χαρτί’ και τα παιδιά ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εκπαίδευση."

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 – Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».

Πηγή: enfo.gr

Thessaloniki Arts and Culture,   http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το διαζύγιο. Τι λέμε στα παιδιά.

Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν τα σημερινά ζευγάρια στη λύση του διαζυγίου ;
Έλλειψη χρόνου και επικοινωνίας, άγχος, δυσκολίες στη καθημερινότητα, αποφυγή ευθυνών, παιδικά βιώματα.
Πως πρέπει να ανακοινώνεται μια τέτοια απόφαση στα παιδιά; Πως θα μιλήσουν οι γονείς στα παιδιά τους για την νέα πραγματικότητα; Πως μπορούν να το προετοιμάσουν για να τη δεχθεί πιο εύκολα;
Πρέπει οι γονείς να λένε την αλήθεια, να μη ρίχνουν την ευθύνη ο ένας στον άλλον, και να θυμούνται ότι το βασικό που πρέπει όχι μόνο να λέγεται αλλά και να τηρείται είναι συνέπεια. Πρέπει να επιτρέψουν στο παιδί τους να στενοχωρηθεί, να εκφραστεί και να υπομείνουν το κλάμα τους. Τα παιδιά χρειάζεται να τα ακούμε, όχι απαραίτητα να τα συμβουλεύουμε.
Ποια είναι τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά σε αυτές τις περιπτώσεις ; (α) σχόλια φίλων (πως μπορούν να απαντούν; σχόλια μεγάλων, συγγενών κ.λ.π.)
Συνήθως ο περίγυρος είναι προστατευτικός, οι γιαγιάδες, φίλοι και οι γονείς είναι περισσότερο ελαστικοί και κάνουν τα χατίρια τους. Οι φίλοι σε μικρή ηλικία δεν εμπιστεύονται πολύ τα παιδιά των {χωρισμένων}, και αυτό συμβαίνει αργότερα και στην εφηβεία. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα, υπάρχει η προκατάληψη για τα παιδιά που προέρχονται από χωρισμένες οικογένειες. Η αλήθεια είναι σε όλες τις περιπτώσεις η καλύτερη απάντηση.
Τι επιπτώσεις έχει ένα διαζύγιο στα παιδιά; Πως αντιδρούν; Τι μπορούμε να κάνουμε για να το ξεπεράσουν;
Εάν ο γάμος ήταν δυσάρεστος μπορεί τα παιδιά να αισθανθούν προς μεγάλη μας έκπληξη ανακούφιση. Εάν είναι μικρότερα και δε το περίμεναν (συνήθως το ξέρουν και το περιμένουν γιατί δυστυχώς ακούνε τους καυγάδες) πρέπει να τα καθησυχάσουμε λέγοντας τους ότι και οι δύο γονείς θα συνεχίσουν να έχουν σχέση μαζί τους (φυσικά μόνο εάν αυτό πρόκειται να συμβεί). Αυτό είναι αυτό που ενδιαφέρει τα παιδιά βασικά.
Τι θα πρέπει να μας ανησυχήσει στις αντιδράσεις των παιδιών μετά από μια τέτοια ανακοίνωση; Ποιες πρέπει να θεωρήσουμε ως αναμενόμενες;
Δεν υπάρχουν αναμενόμενες αντιδράσεις και συνταγές γιατί τα παιδιά είναι διαφορετικά και μια αντίδραση που σε ένα παιδί μπορεί να μας τρομάξει σε μια άλλη περίπτωση μπορεί να είναι φυσιολογική. Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι μια μεγάλη αλλαγή στο παιδί μας, δηλ. να μη κοιμάται, να μη τρώει, να ντύνεται και να εκφράζεται πολύ διαφορετικά, να φέρεται {παράξενα}, με ένα τρόπο που είναι αντιδιαμετρικά αντίθετος από ότι γνωρίζαμε ως τώρα. Τα νεύρα, η προκλητική συμπεριφορά, περισσότερα παράπονα του τύπου δεν ενδιαφέρεστε για μένα είναι αναμενόμενες αντιδράσεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν σωστά και σοβαρά από τους γονείς των παιδιών.
Τι επιπτώσεις έχει ένα διαζύγιο στους συντρόφους; (π.χ. κατάθλιψη γονέων, μειωμένες ανοχές στην αντιμετώπιση των παιδιών, κ.λπ). Πότε πρέπει να μας ανησυχήσουν;
΄
Τι επιπτώσεις έχει το διαζύγιο στην σχέση των συντρόφων μεταξύ τους και στη σχέση τους με τα παιδιά;
Μετά από πόσον καιρό επανέρχεται η ψυχική και ψυχολογική ισορροπία στα μέλη της οικογένειας; Υπάρχουν τρόποι – συμβουλές – που μπορούμε να ακολουθήσουμε για να επισπευσθεί η διαδικασία;
Τα παιδιά ακολουθούν διαφορετική διαδικασία στην εξισορρόπηση τους από ότι οι γονείς τους. Και οι γονείς οι ίδιοι ακολουθούν διαφορετική πορεία στην εξισορρόπηση τους. Βασικός παράγοντας είναι ποιος γονέας ζήτησε το διαζύγιο, οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό και η ψυχική ισορροπία της οικογένειας πριν το διαζύγιο. Η σταθερότητα στη συμπεριφορά των γονέων και η ωριμότητα τους είναι οι βασικοί παράγοντες που θα βοηθήσει ένα διαζύγιο να μην είναι μια δυσάρεστη και αρνητική εμπειρία για τα παιδιά.
Πως αντιδρούν τα παιδιά στην παρουσία του νέου συντρόφου; Πότε είναι συνετό να τους παρουσιάσουμε τον νέο μπαμπά –μαμά- αδέλφια (αν υπάρχουν). Ποιες είναι οι αντιδράσεις που πρέπει να αναμένουμε ;
Αυτό εξετάζεται ανά περίπτωση. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι τα παιδιά δεν πρέπει να εκτίθενται σε όλες τις ερωτικές περιπέτειες των γονέων τους και θα πρέπει να γνωρίζουν το νέο σύντροφο του γονιού τους όταν οι δύο σύντροφοι πάρουν την απόφαση ότι έχουν μία σοβαρή σχέση. Ο κανόνας για το τι λέμε στα παιδιά είναι η αλήθεια με απλά λόγια. Λίγα λόγια και αληθινά. Δε λέμε πολλά γιατί πραγματικά δε γνωρίζουμε τι ισχύει και για πόσο διάστημα. Πρέπει να είμαστε σύντομοι και σαφείς. Προσπαθούμε να κάνουμε το παιδί να κάνει ερωτήσεις και απαντάμε. Με άλλα λόγια κάνουμε διάλογο, όχι μονόλογο. Ακούμε τις απορίες και προσπαθούμε να τις λύσουμε. Δε {φορτώνουμε} το παιδί με λόγια που δεν είναι προετοιμασμένο να ακούσει. Καλύτερα η συζήτηση αυτή να γίνει σιγά σιγά. Και πάλι η ηλικία και η ωριμότητα του παιδιού είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες.
Υπάρχουν κάποιες απαγορευμένες λέξεις – φράσεις – συμπεριφορές που θα πρέπει να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια που το παιδί βιώνει αυτή την νέα πραγματικότητα; Ποιες είναι αυτές;
Να μειώνει ο ένας τον άλλον, κατηγορίες. Το παιδί χρειάζεται να νοιώθει καλά και με τους 2 του γονείς.
Υπάρχουν κάποιες λέξεις – φράσεις – συμπεριφορές που θα πρέπει να ακούγονται συχνά κατά τη διάρκεια που το παιδί βιώνει αυτή την νέα πραγματικότητα, ώστε να το βοηθήσουν να αντιμετωπίσει και να αποδεχθεί ευκολότερα τις νέες συνθήκες που καλείται να ζήσει; Ποιες είναι αυτές;
Να επιβεβαιώνεται η αγάπη των γονέων όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις, οι γονείς να περνάνε ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους (χρόνος αφιερωμένος στα παιδιά, όχι απλή συνύπαρξη), αποδοχή και να μη τα κακομαθαίνουν για να καλύψουν ενοχές.

Κρίσεις Πανικού: Μην πανικοβάλλεστε αντιμετωπίζονται!

Η κρίση πανικού παρουσιάζεται ξαφνικά και εκδηλώνεται με επεισόδια έντονου φόβου, τρόμου και ανεξέλεγκτου άγχους. Προσωπικές μαρτυρίες το παρομοιάζουν με ‘ηφαίστειο που ξερνάει και τη λάβα του και ξεχύνεται σε όλο το σώμα κάνοντάς το να τρέμει’.


Κρίσεις Πανικού: Μην πανικοβάλλεστε αντιμετωπίζονται!

Τι είναι η Κρίση Πανικού;

Ο κάθε άνθρωπος βιώνει άγχος σε κάποια φάση της ζωής του ή και συχνά μέσα στη μέρα του με όσα έχει ν’ αντιμετωπίσει. Οι σωματικές αλλαγές που νιώθουμε από το άγχος είναι μια φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού όταν βρίσκεται σε κίνδυνο ή αγχώδη κατάσταση για να μας βάλει σε κατάσταση δράσης και ν’ αντιδράσουμε στο επικείμενο πρόβλημα γρήγορα και αποτελεσματικά.
Η Κρίση Πανικού διαφέρει από το έντονο άγχος που μπορεί να μας καταβάλλει, και δεν είναι απαραίτητο ότι το συχνό και καθημερινό άγχος εξελίσσεται σε κρίσεις πανικού.
Η κρίση πανικού παρουσιάζεται ξαφνικά και εκδηλώνεται με επεισόδια έντονου φόβου, τρόμου και ανεξέλεγκτου άγχους. Προσωπικές μαρτυρίες το παρομοιάζουν με ‘ηφαίστειο που ξερνάει και τη λάβα του και ξεχύνεται σε όλο το σώμα κάνοντάς το να τρέμει’, ‘με φελλούς συναισθημάτων που πετάγονται με δύναμη στο άνοιγμα του μπουκαλιού’, ‘με κινητή άμμο που κάθε κρίση σε βάζει και πιο βαθειά στο φόβο.’ Το άτομο που παθαίνει κρίση πανικού αισθάνεται ανήμπορο διότι η κρίση έρχεται ξαφνικά σε κάποια στιγμή της μέρας, σε οποιοδήποτε μέρος χωρίς προειδοποίηση και χωρίς φαινομενικά κάποιο λόγο.
Τη στιγμή πριν την κρίση μπορεί το άτομο να νιώθει ότι όλα ήταν επιφανειακά ήρεμα και το αίσθημα του φόβου με τα έντονα σωματικά συμπτώματα να μπήκαν αιφνίδια σαν διαρρήκτες στο σώμα του χωρίς να προλάβει να τ’ αντιληφθεί.
Έντονη ταχυπαλμία σαν να νιώθει ότι από στιγμή σε στιγμή θα πάθει καρδιακή προσβολή, αίσθηση πνιγμού ότι δεν φτάνει ο αέρας να πάρεις μια ανάσα, εφίδρωση, ζάλη σαν όλα να γυρίζουν και τρέμουλο στα πόδια σαν να νιώθει πως χάνει τις αισθήσεις του για μερικά λεπτά.
Οι σκέψεις καλπάζουν ασταμάτητα, νιώθει ότι δεν μπορεί να τις ελέγχει, νιώθει ότι τα χάνει οτι δεν σκέφτεται λογικά, ότι θα τρελαθεί. Μέσα σ’ αυτό το στρόβιλο συναισθημάτων αναδύεται μια επίμονη σκέψη που κάνει το άτομο να νιώθει με σιγουριά ότι θα πάθει κάτι η υγεία του εκείνη την στιγμή, ότι το σώμα δεν θ’ αντέξει την πίεση, και ότι θα πάθε καρδιακή προσβολή, ή λιποθυμία, ή ασφυξία με πιθανότητα να απειλήσει τη ζωή του.
Κατά τις κρίσεις πανικού, τα σωματικά συμπτώματα που περιγράφηκαν παράγουν ψυχικά συμπτώματα όπως έντονο φόβο, άγχος, πανικό, αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενου θανάτου.

Το γνωσιακό Μοντέλο που εξηγεί τη Διαταραχή Πανικού

Αυτή η εμπειρία που βιώνει το άτομο είναι τόσο τρομακτική που μπαίνει σε μια διαδικασία που μοιάζει με γρανάζια μηχανής που τραβούν μέσα τον άνθρωπο και τον κατακερματίζουν, στην εμπειρία του πανικού, νιώθει κανείς σαν φυλακισμένος που δεν μπορεί ν’ αποδράσει.
Το αίσθημα του επερχόμενου άγχους, ο φόβος να μην ξανά ρθει ο πανικός, γεννά φόβο, παγιδεύεται σ’ ενα φαύλο κύκλο της σκέψης του και των συναισθημάτων που έχει για τα σωματικά συμπτώματα. Αυτό λειτουργεί σαν γρανάζι που μεταφέρει το φόβο στη συμπεριφορά του μ’ αποτέλεσμα να αρχίσει να εξαπλώνεται στις καθημερινές του συνήθειες.
Αυτό οδηγεί στο να συνδυάζει τα συμπτώματα από τις κρίσεις με όλο και περισσότερα μέρη, πράγματα που έκανε, αγαπημένες του συνήθειες, μ’ ανθρώπους που ίσως τον φορτίζουν, διάφορες κοινωνικές επαφές ή υποχρεώσεις και φτάνει στο σημείο ν’ αρχίζει να τα αποφεύγει συστηματικά.
Στην καλύτερη περίπτωση αν δεν τ’ αποφεύγει αρχίζει και αναπτύσσει συμπεριφορές προσκόλλησης, δηλαδή κάνει τις συνήθειές του μ’ άλλους τρόπους (Π.χ έχει πάντα νερό μαζί του, φάρμακα στην τσάντα του, κάποιον για συνοδεία σε ότι κάνει) για να νιώθει ένα ουτοπικό αίσθημα ασφαλείας που τον βοηθάει να αντεπεξέλθει στα πράγματα που έχει να κάνει μέσα στην μέρα του.
Πράγματα απλά, που όμως ο φόβος τα κάνει να φαίνονται Γολγοθάς για να τα φέρει εις πέρας.
Και όπως έτσι ξαφνικά ήρθε η πρώτη κρίση πανικού, έτσι ξαφνικά κάποια στιγμή χωρίς ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ανακαλύπτει πως έχει εξαπλωθεί σταδιακά σε πολλά κομμάτια της ζωής του διαταράσσοντας την ποιότητα ζωής του και δημιουργώντας πολύ συχνά άλλα ψυχολογικά προβλήματα, όπως αγοραφοβία και κατάθλιψη που είναι τα πιο συνήθη.
Ποια είναι τα συμπτώματα στη διαταραχή πανικού;
Διακριτή περίοδος έντονου φόβου ή δυσφορίας, κατά την οποία εμφανίσθηκαν αιφνίδια και κορυφώθηκαν μέσα σε 10 λεπτά της ώρας τέσσερα (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα συμπτώματα:
  • αίσθημα παλμών, καρδιά που «σφυροκοπά», ή επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού
  • εφίδρωση
  • τρεμούλα ή έντονος τρόμος
  • αίσθημα λαχανιάσματος ή ασφυξίας
  • αίσθημα πνιγμονής
  • πόνος ή δυσφορία στο θώρακα
  • ναυτία ή κοιλιακή ενόχληση
  • αίσθημα ζάλης, αστάθειας, ή τάση για λιποθυμία
  • αποπραγματοποίηση (αίσθημα μη πραγματικού) ή αποπροσωποποίηση ( ότι αποσπάται από τον ίδιο τον εαυτό του)
  • φόβος απώλειας του ελέγχου ή επερχόμενης τρέλας
  • Φόβος θανάτου
  • παραισθησίες ( μούδιασμα ή μυρμηγκιάσματα)
  • ρίγη ή αίσθημα ζέστης

Ποιους αφορά η Διαταραχή Πανικού ;

Εκτιμάται από επιστημονικές έρευνες ότι το 80% του πληθυσμού έχει πάθει έστω για μια φορά στην ζωή του κάποια κρίση πανικού και πιθανά να μην επαναλήφθηκε ξανά.
Υπολογίζεται ότι μέχρι 4% του πληθυσμού υποφέρει από σοβαρές και συχνές κρίσεις πανικού. Σ’ αυτήν την περίπτωση η κρίση πανικού αποκτά ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα και ονομάζεται διαταραχή πανικού. Οι κρίσεις πανικού σ’ αυτήν την κατάσταση μπορεί να εμφανίζονται σπανιότερα ή να επαναλαμβάνονται συχνά.
Οι κρίσεις πανικού μπορούν να εκδηλώνονται σε όλες τις ηλικίες και είναι μια διαταραχή που αφορά άνδρες και γυναίκες. Η συχνότητα εκδήλωσης της πρώτης κρίσης πανικού είναι μεγαλύτερη μεταξύ 20 και 40 ετών και είναι πιο συχνή στις γυναίκες από ότι στους άνδρες.



Πώς θα καταλάβω ότι έχω διαταραχή πανικού;

Τα σύνηθη συμπτώματα της κρίσης πανικού που μπορεί κάποιος ν’ αναγνωρίσει στον εαυτό του είναι:
  •  ‘Έντονος φόβος, άγχος, πανικός, αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενου θανάτου.
  •  Άγχος για απροσδόκητο, ξαφνικό γεγονός που μπορεί να του προκαλέσει πανικό.
  • üΑποφυγή δραστηριοτήτων λόγω φόβου μην πάθει κρίση πανικού (σαν αποτέλεσμα έχει να αποφεύγει την καθημερινή ρουτίνα).
  • üΑπομονώνεται όλο και περισσότερο από φίλους λόγω του φόβου ή ένα ασφαλές περιβάλλον όπως είναι το σπίτι του.
  • Αποφεύγει δημόσιους χώρους και πολλά άτομα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο

Πώς αντιμετωπίζεται θεραπευτικά η Διαταραχή Πανικού;

Ο σκοπός της θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι να μειωθούν σταδιακά τα συμπτώματα της διαταραχής πανικού. Με την γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία ο ασθενής θα ανακαλύψει πως ο πανικός δεν έρχεται ξαφνικά αλλά τον προκαλούν συγκεκριμένες σκέψεις του ή συναισθήματα, και η συμπεριφορά του συνδέεται με γεγονότα.
και μέσω της ψυχοθεραπείας θα μάθει πώς μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και νιώθει, ώστε να αλλάξει την ερμηνεία που δίνει στον εαυτό του για τις κρίσεις πανικού. Θα βοηθηθεί να καταλάβει ότι,
  • Η συχνότητα, η ένταση και η διάρκεια των κρίσεων πανικού θα μειωθούν
  • θα μειωθεί ο φόβος, και ότι το επεισόδιο του πανικού αν επαναληφθεί θα έχει τη δυνατότητα να τον διαχειριστεί
  • Ο πάσχοντας θα αποβάλει τη σκέψη που του προκαλεί πανικό και θα μπορεί να διαχειριστεί μια επερχόμενη κατάσταση
  • θα καταφέρει να βγει από το σπίτι και να πάει σε ένα δημόσιο χώρο με κόσμο, να κάνει μόνος του τις δουλειές του, ν’ απομακρυνθεί από τα σημεία ασφαλείας του
  • Να επιστρέψει κανονικά στην καθημερινότητα του.

Κρίσεις πανικού: Αιτίες και θεραπεία

Οι κρίσεις πανικού είναι ένας Φαύλος κύκλος φόβου και αποφυγής. Πώς τις αναγνωρίζουμε και τι πρέπει να κάνουμε.


Κρίσεις πανικού: Αιτίες και θεραπεία
Η κρίση πανικού αποτελεί μια τρομακτική και επώδυνη εμπειρία κυρίως όταν το άτομο δεν έχει αντιληφθεί τα βαθύτερα αίτια και τη δυναμική της. Άνθρωποι περιγράφουν την εμπειρία τους «…να τους πιάνει ξαφνικά και απροειδοποίητα…», «…να νιώθουν ένα συναγερμό τρόμου σε όλο τους το σώμα…», «…ότι θα πεθάνουν…», «…ότι διαλύονται…». Η κρίση πανικού μπορεί πράγματι να αποτελέσει μια τραυματική εμπειρία για το άτομο το οποίο δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή που περνάει την κρίση πανικού τι ακριβώς του συμβαίνει, για ποιο λόγο του συμβαίνει, πώς θα εξελιχθεί αυτό που νιώθει και, κυρίως, πώς να το αντιμετωπίσει.
Το κύριο χαρακτηριστικό των κρίσεων πανικού είναι έντονος φόβος και άγχος που καταβάλλει το άτομο ξαφνικά και απροειδοποίητα και κλιμακώνεται πολύ γρήγορα. Η κρίση πανικού «χτυπά» ξαφνικά, σε μια οποιαδήποτε στιγμή, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στον κινηματογράφο, ακόμη και στις διακοπές, και συνοδεύεται από πληθώρα σωματικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων.
Συνήθη σωματικά συμπτώματα μπορεί να είναι τα ακόλουθα: ταχυκαρδία, εξάψεις και εφίδρωση, δύσπνοια, ζάλη, αίσθημα αστάθειας και έλλειψης ισορροπίας, αίσθημα βάρους στο στέρνο, μούδιασμα σε όλο το σώμα, ναυτία και στομαχική διαταραχή, τρέμουλο, μυϊκή τάση και σφίξιμο, τάση λιποθυμίας.
Συνήθη ψυχολογικά συμπτώματα μπορεί να είναι: αποπροσωποποίηση, αίσθημα τρόμου, αδυναμία συγκέντρωσης και προσοχής, φόβος ότι συντρέχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, π.χ. έμφραγμα ή εγκεφαλικό, ότι θα χαθεί ο έλεγχος ή ότι το άτομο «θα τρελαθεί» ή θα πεθάνει. Η κατάσταση βιώνεται ως εξαιρετικά επείγουσα, γι’ αυτό και πολλοί πάσχοντες απευθύνονται έντρομοι στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου θεωρώντας ότι πάσχουν από κάτι εξαιρετικά σοβαρό. Όταν εκεί διαπιστώνεται η πραγματική φύση του προβλήματος, οι ίδιοι, παρ’ όλα αυτά, δεν εφησυχάζουν εύκολα. Συχνά υποβάλλονται σε σωρεία ιατρικών εξετάσεων προκειμένου να εντοπίσουν την πραγματική αιτία του προβλήματός τους.
Η εμπειρία αυτή καθεαυτή είναι εξαιρετικά δυσάρεστη αλλά δεν σταματά εκεί. Άπαξ και συμβεί μια φορά, το άτομο αρχίζει και βιώνει άγχος προσμονής για την επόμενη κρίση και για το τι, πώς και πού μπορεί να του ξανασυμβεί μια νέα κρίση. Νιώθει διαρκώς ανησυχία, παρατηρεί έντονα τις αντιδράσεις του και είναι σε διαρκή επιφυλακή για σωματικά συμπτώματα ή ενοχλήσεις που θα σηματοδοτήσουν μια επόμενη κρίση. Και η παραμικρή δυσφορία, ζάλη ή αδιαθεσία ερμηνεύεται με αρνητικό έως και καταστροφικό τρόπο. Έτσι εκκινεί η διαδικασία της «φοβικής αποφυγής», της αποφυγής δηλαδή των χώρων ή των καταστάσεων που «θεωρεί» ότι προκάλεσαν ένα επεισόδιο. Η καθημερινότητα καθίσταται βασανιστική και εξαιρετικά περιοριστική τόσο για τον ίδιο όσο και για τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν.
Σε αυτό το φαύλο κύκλο προσμονής και αποφυγής, τα αίτια που προκαλούν την κρίση συχνά παρερμηνεύονται. Έτσι, από μια αντίδραση άγχους που οφείλεται σε αμιγώς εσωτερικά, ψυχικά αίτια μπορεί να αρχίσει να περιορίζεται και να «φτωχαίνει» η καθημερινή ζωή του ατόμου, συρρικνώνοντας σημαντικούς τομείς της ζωής του. Εάν, για παράδειγμα, μια κρίση πανικού συνέβη όταν το άτομο οδηγούσε, τότε μπορεί να αρχίσει να αποφεύγει την οδήγηση μέχρι ουσιαστικά να αποκτήσει μια φοβία για την οδήγηση. Υπό αυτή τη δυναμική μπορεί να δημιουργηθεί και η αγοραφοβία –η φοβία για τα ανοικτά μέρη από τα οποία δεν μπορεί κανείς να έχει διαφυγή. Πράγματι, ο φόβος εγκλωβισμού σε χώρους και καταστάσεις από τις οποίες δεν μπορεί να διαφύγει εάν προκύψει μια νέα κρίση είναι έντονος. Έτσι αποφεύγονται σταδιακά διάφορες δραστηριότητες και το άτομο αρχίζει και προτιμά να μένει μέσα στο σπίτι γιατί πιστεύει ότι, αν μείνει μέσα, μπορεί να αποφύγει τις καταστάσεις που θα προκαλέσουν μια νέα κρίση πανικού και να βρεθεί και πάλι σε μια κατάσταση εγκλωβισμού που δεν μπορεί να λάβει καμία βοήθεια. Πράγματι, πολλά άτομα που πάσχουν από κρίσεις πανικού δεν μπορούν πια να ασκήσουν κανονικά το επάγγελμά τους, να οδηγήσουν το αυτοκίνητό τους, να βγουν από το σπίτι τους αν δεν έχουν μαζί τους κάποιον συνοδό.
Οι κρίσεις πανικού δεν οφείλονται, όπως λανθασμένα πιστεύεται, σε αδυναμία του ατόμου να ελέγξει τον εαυτό του ή σε έλλειψη θέλησης. Αντιθέτως, πρόκειται συνήθως για άτομα αρκετά δυνατά αφού καταφέρνουν και λειτουργούν υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες. Οι κρίσεις πανικού οφείλονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε βαθύτερες ενδοψυχικές συγκρούσεις οι οποίες δημιουργούν στο άτομο έντονη ψυχολογική πίεση, αμφιταλάντευση, ανασφάλεια αλλά και αρκετό θυμό για τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει επέλθει. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, κατά την ψυχοθεραπεία, το άτομο ανακαλύπτει σταδιακά ότι ήταν ιδιαίτερα πιεσμένο όταν συνέβη η κρίση και ότι ήταν «διχασμένο» ανάμεσα σε αντικρουόμενες επιλογές, ανάμεσα σε αυτό που «θέλει» και σε αυτό που «πρέπει» να κάνει, σε αρχές και αξίες που συγκρούονται μέσα του.
Βάσει αυτών είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι όταν συμβεί μια κρίση πανικού είναι σημαντικό το άτομο να αναζητήσει άμεσα βοήθεια για να μην αρχίσει, καταρχάς, η σύνδεση με εξωτερικά ερεθίσματα άρα και η σταδιακή φοβική αποφυγή καταστάσεων κλπ. Επιπλέον, για να υπάρξει άμεσα μια εξωτερίκευση και λεκτικοποίηση της έντασης και της πίεσης που βιώνεται και να μην συνδεθεί και πάλι με άσχετα εξωτερικά ερεθίσματα και καταστάσεις.
Επίσης, είναι σημαντικό να αρχίσει να κατανοεί κανείς και να πιστεύει ότι μπορεί να παραμείνει περισσότερο ψύχραιμος όταν νιώσει κάποια γνώριμα σημάδια των κρίσεων να έρχονται, πιστεύοντας μέσα του ότι δεν θα πάθει κάτι καταστροφικό και διαλυτικό για τον ίδιο. Είναι διαφορετικό απλά να φοβόμαστε κάτι από το να πιστεύουμε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή απειλείται η ζωή μας με κάποιο τρόπο. Στην ψυχοθεραπεία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις ψυχικές συγκρούσεις και την αμφιθυμία που βιώνει το άτομο, τις αντιφατικές επιθυμίες που δημιουργούν αίσθημα ενοχής και θυμού και αποτελούν ουσιαστικά τη βασική αιτία εκδήλωσης των συμπτωμάτων.
Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι οι κρίσεις πανικού προκύπτουν σε σημαντικά μεταβατικά στάδια της ζωής, όπως είναι για παράδειγμα η αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο, η απόφαση του γάμου ή της απόκτησης του πρώτου παιδιού κ.ά. Το άτομο μπορεί να χρειάζεται βοήθεια για να συζητήσει τα δεδομένα των αποφάσεών του, την πραγματική του επιθυμία γι’ αυτές τις αποφάσεις και τους λόγους για τους οποίους μπορεί ασυνείδητα να μην θέλει, αλλά και να θέλει ταυτόχρονα και, πιθανόν, να αντιστέκεται, να σαμποτάρει ή να αναζητά βοήθεια μέσω των κρίσεων πανικού. Τέλος, να τονιστεί ότι το κίνητρο για θεραπεία παίζει πάντοτε καθοριστικό ρόλο γιατί οι κρίσεις πανικού αντιμετωπίζονται επιτυχώς, χρειάζεται όμως και ο ίδιος ο πάσχων να το θέλει πραγματικά και να προσπαθήσει γι’ αυτό.

Οδηγίες για τους γονείς που χωρίζουν

Οδηγίες για τους γονείς που χωρίζουν
Τι να κάνετε:
  • Μην κρύψετε την αλήθεια από το παιδί. Ανακοινώστε την και οι δύο μαζί
  • Ενθαρρύνετε τα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους
  • Μην κρύψετε τα δικά σας αισθήματα
  • Ενημερώστε το σχολείο του
  • Μην κατηγορείτε τον άλλο γονέα
  • Μην καταφεύγετε σε υλικά ανταλλάγματα
  • Απευθυνθείτε στον ειδικό όταν αυτό είναι χρήσιμο για την καλύτερη ένταξη του παιδιού και του εαυτού σας
  • Θυμηθείτε ότι τα παιδιά χρειάζονται να αγαπάνε και τους δύο γονείς τους
  • Ενθαρρύνετέ τα παιδιά να ρωτάνε και δώστε τους ξεκάθαρες απαντήσεις
  • Έχετε υπομονή μαζί τους
  • Πείτε τους την αλήθεια σχετικά με το διαζύγιο όσο αυτό είναι δυνατόν
  • Επιτρέψτε τους να εκφράζουν τα αισθήματα τους, όποια και αν είναι αυτά
  • Δώστε τους παρηγοριά στοργή και υποστήριξη
  • Διαβεβαιώστε τα παιδιά ότι το διαζύγιο είναι πρόβλημα των μεγάλων και ότι δεν το προκάλεσαν αυτά
  • Διαβεβαιώστε τα παιδιά ότι θα είστε οι γονείς τους για πάντα
  • Προσέξτε τον εαυτό σας
  • Κρατήστε τις καθημερινές ρουτίνες και κάνετε όσο πιο λίγες αλλαγές γίνεται
  • Προσπαθήστε να διατηρείτε παρόμοιους κανόνες και ρουτίνες και στα δύο νέα σπίτια
  • Χρησιμοποιείστε την υποστήριξη που μπορεί να πάρετε από φίλους, συγγενείς, άλλους χωρισμένους γονείς
  • Έχετε κατά νου τις φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών σε σχέση με το διαζύγιο
  • Ενημερώστε τους σημαντικούς άλλους (δάσκαλοι, γιατροί, οικιακές βοηθοί, φίλοι, συγγενείς κλπ) για το διαζύγιο. Κάποιες ερωτήσεις τους μπορεί να βάλουν τα παιδιά σας σε πολύ δύσκολη θέση.
Τι να μην κάνετε:
  • Μην στέλνετε μηνύματα στην/στον πρώην σας διαμέσου των παιδιών
  • Μη ζητάτε από τα παιδιά να κρατάνε μυστικά από τον/την πρώην σύντροφο / σύζυγο
  • Μη χρησιμοποιείτε τα παιδιά ως 'μοχλούς' σε 'παιχνίδια δύναμης' με την/τον πρώην
  • Μην υποτιμάτε τον/την άλλο/η γονέα μπροστά στα παιδιά
  • Μην λέτε στα παιδιά τι να αισθάνονται ή τι να σκέφτονται
  • Μη ζητάτε από τα παιδιά να παίρνουνε το μέρος σας (ή αν σας αγαπάνε περισσότερο από τον/την πρώην σας
  • Μην χρησιμοποιείτε τα παιδιά ως έμπιστους ενήλικες ή ως υποκατάστατα της/του πρώην ή φίλων
  • Μην συγκρίνετε τα συναισθήματά σας με αυτά των παιδιών σας
  • Μην μπλοκάρετε την επιθυμία των παιδιών σας να μιλάνε και να ρωτάνε για το διαζύγιο και τις αλλαγές που φέρνει
  • Μη βάζετε τα παιδιά εν μέσω συγκρούσεων που μπορεί να έχετε με την/τον πρώην σας.

Πώς αντιλαμβάνεται το διαζύγιο ένα παιδί;

Σίγουρα ένα μικρό παιδί βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και έχει άλλες ανάγκες σε σχέση με έναν έφηβο.

Πώς αντιλαμβάνεται το διαζύγιο ένα παιδί και ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά των γονέων;
Σίγουρα ένα μικρό παιδί βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και έχει άλλες ανάγκες σε σχέση με έναν έφηβο. Ένα παιδί μέχρι 10- 11 χρονών που ξεκινάει η εφηβεία έχει μεγαλύτερη ανάγκη τους γονείς του με τους οποίους αισθάνεται ασφάλεια.
Δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι οι γονείς του δεν είναι αγαπημένοι και χωρίζουν.
Είναι ρίσκο να γνωρίζει ότι η μητέρα ή ο πατέρας χωρίζουν για τρίτο πρόσωπο, γιατί μπορεί να πιστέψει ότι φταίει το ίδιο και να αισθάνεται ενοχές. Υπάρχουν πιθανότητες είτε να μισήσει το πρόσωπο που του στερεί τον πατέρα ή την μητέρα είτε να νομίσει ότι επειδή ήταν κακό παιδί φταίει το ίδιο που φεύγει ένας από τους δύο γονείς.
Είναι συνηθισμένο το γεγονός σε περιπτώσεις διαζυγίου να λέει το παιδί στους γονείς ότι δεν θα ξανακάνει αταξίες και θα κάθεται φρόνιμα. Εδώ πρέπει οι γονείς να το πείσουν ότι το αγαπάνε, ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα μεταξύ τους και οπωσδήποτε να το απαλλάξουν από ενοχές, γιατί υπάρχει κίνδυνος να το ακολουθούν μέχρι την ενηλικίωση του.
Είναι κάτι που πρέπει να γίνεται συνέχεια και δεν πρέπει οι γονείς να επαναπαύονται ότι το παιδί κατάλαβε, γιατί στην ηλικία αυτή τα παιδιά κλείνουν τα προβλήματα μέσα τους και δεν ανοίγονται εύκολα. Πρέπει να επιδιώκουν συνεχή επικοινωνία.
Πώς αντιλαμβάνεται το διαζύγιο ένας έφηβος και πώς πρέπει να φέρονται οι γονείς;
Ένας έφηβος, σίγουρα έχει άλλες ανάγκες και στην ηλικία αυτή είναι πολύ απορροφημένος με τον εαυτό του, καθώς ψάχνεται να ανακαλύψει τον κόσμο του και τον κόσμο των γύρω του.
Προφανώς, είχε αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους γονείς του και καθώς είναι κατά του συμβιβασμού δεν θεωρεί παράλογο το διαζύγιο. Η εφηβεία είναι περίοδος αντίδρασης στο ψέμα, στην υποκρισία και στο συμβιβασμό.
Όχι ότι ο έφηβος δεν πληγώνεται, απλά αντιμετωπίζει την κατάσταση πιο ώριμα.
Φυσικά και πρέπει να φερόμαστε και στον έφηβο με τρυφερότητα και να του τονίζουμε ότι και οι δύο γονείς τον αγαπάνε και αυτό δεν αλλάζει. Χρειάζεται επιπλέον προσοχή, γιατί ο έφηβος είναι αντιδραστικός και είναι επιρρεπής σε περίεργες εμπειρίες και χρήση ουσιών, όπως τα ναρκωτικά.

Οι επιπτώσεις του διαζυγίου στα παιδιά

Το διαζύγιο είναι ένα γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα κλονίζει τον ψυχικό κόσμο του παιδιού. Αν θα μετατραπεί σε τραυματικό εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες. Ποιοι είναι αυτοί;

Δημοσίευση: 20 Μαρτίου 2009
Ντέκοβα ΑποστολίαΓράφει: Ντέκοβα Αποστολία
Κλινική ψυχολόγος

ο διαζύγιο είναι ένα γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα κλονίζει τον ψυχικό κόσμο του παιδιού. Αν θα μετατραπεί σε τραυματικό εξαρτάται από τις συνθήκες διαβίωσης πριν από το χωρισμό, από τον τρόπο χειρισμού του διαζυγίου και φυσικά από την προσωπικότητα του παιδιού.
Το διαζύγιο έχει επιβλαβείς επιδράσεις στην ψυχή ενός παιδιού όταν πριν από το χωρισμό βίωνε διάφορες εντάσεις μεταξύ των γονιών του, όταν ο ένας γονιός συμπεριφέρονταν με επιθετικότητα και περιφρόνηση προς τον άλλον.
Επίσης, ψυχολογικά προβλήματα εμφανίζονται στο παιδί όταν χρησιμοποιείται ως ‘ενδιάμεσος’ή ‘σύμμαχος’ ή όταν γίνεται αντικείμενο διαμάχης προκείμενου οι γονείς του να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές. Η αντιπαλότητα αυτή που υπάρχει μεταξύ των δυο πρώην συζύγων βιώνεται από το παιδί με συναισθήμάτα άγχους, ανασφάλειας, θλίψης, θυμού και ενοχών.
Τα παιδιά περνάνε από κάποια στάδια για να μπορέσουν να αποδεχθούν το διαζύγιο τα οποία είναι τα εξής:
  • αρνούνται να αποδεχθούν το χωρισμό. Θεωρούν ότι ο απών γονέας θα ξαναγυρίσει και συνήθως εμμένουν σε φαντασιώσεις για συμφιλίωση. Καταναλώνουν μεγάλη ψυχική ενέργεια ώστε να βρουν διάφορους τρόπους οι οποίοι θα είναι ικανοί να επανασυνδέσουν τους γονείς τους.
  • τα παιδιά συχνά βιώνουν αμφιθυμικά συναισθήματα προς τους δύο γονείς. Το παιδί μπορεί να ενοχοποιήσει τον γονιό με τον οποίο μένει με την αιτιολογία ότι αυτός είναι υπεύθυνος για το χωρισμό και να εξιδανικεύσει τον απόντα γονιό ή να αισθανθεί εγκατάλειψη και απόρριψη από το γονιό ο οποίος έχει φύγει και ασφάλεια και τρυφερότητα από το γονιό με τον οποίο μένει.
  • Τα παιδιά μπορεί να μην εκφράσουν λεκτικά τη λύπη τους και την απογοήτευσή τους, όμως την παρουσιάζουν με μη λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας όπως με ψυχοσωματικά συμπτώματα, ενούρηση, φοβίες κ.α είδους συμπτώματα.
Οι ψυχολογικές αντιδράσεις των παιδιών διαφέρουν ανάλογα με την αναπτυξιακή τους ηλικία. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας νιώθουν ότι ο κόσμος τους περιστρέφεται γύρω από αυτά και την οικογένειά τους και θεωρούν ότι αυτή είναι πηγή ασφάλειας.
Δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι οι γονείς τους δεν ζουν μαζί και αδυνατούν ακόμα περισσότερο να κατανοήσουν τους λόγους του διαζυγίου. Σε αυτή την ηλικία βιώνουν το διαζύγιο ως απόρριψη, εγκατάλειψη, ή ενοχοποιούν τον εαυτό τους ότι ‘ήταν κακά παιδιά’.
Λόγω αυτής της αντίληψης είναι συχνό φαινόμενο να λένε στους γονείς ότι ‘θα πάψουν να κάνουν αταξίες και θα κάθονται φρόνιμα’αρκεί να γυρίσει πίσω ο γονιός. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές στον ύπνο (να κοιμούνται λίγες ή πολλές ώρες, ο ύπνος του να είναι ανήσυχος ή να βλέπουν συχνούς εφιάλτες), διαταραχές στο φαγητό (απώλεια όρεξης ή αυξημένη λήψη τροφής), επιθετικότητα, ενούρηση, τραυλισμό, παλινδρόμηση σε προηγούμενες συμπεριφορές είτε αυξημένη προσκόλληση στον ένα γονέα λόγω φόβου ότι μπορεί και αυτός να το εγκαταλείψει.
Τα παιδιά σχολικής ηλικίας έχουν ακούσει για το διαζύγιο από το κοινωνικό τους περιβάλλον, όμως δεν μπορούν να αποδεχτούν το γεγονός ότι οι γονείς τους δεν είναι αγαπημένοι και γι’ αυτό το λόγο θα χρειαστεί να χωρίσουν. Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν κρίσεις θυμού (να γίνουν αντιδραστικά, απείθαρχα), να γίνουν αντικοινωνικά, να παρουσιάσουν αδυναμία συγκέντρωσης το οποίο συνεπάγεται πτώση στη σχολική επίδοση, να λένε ψέματα, είτε να είναι υπερβολικά υπάκουα και κλεισμένα στον εαυτό τους.
Αυτές οι περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές, διότι το παιδί δεν εξωτερικεύει τα συναισθήματά του αντιθέτως τα καταπιέζει μέσα του και αυτό κάποια στιγμή θα αποβεί καταστρεπτικό για την ψυχική του ισορροπία.
Η έλλειψη ενός γονιού -και ιδίως του πατέρα- δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη του παιδιού. Η απουσία του πατέρα από τη ζωή του αγοριού παρεμποδίζει την ταυτοποίηση μαζί του, διαδικασία η οποία είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της ταυτότητάς του.
Τα αγόρια συχνά για να μπορέσουν να διαχειριστούν τα συναισθήματα της απώλειάς τους μπορεί να στρέψουν την επιθετικότητά τους προς τους άλλους, να αναπτύξουν αντικοινωνική και παραπτωματική συμπεριφορά είτε να χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και ανωριμότητα.
Ενώ αντιθέτως στα κορίτσια η έλλειψη του πατέρα δημιουργεί διαστρεβλωμένη εικόνα για το αντρικό πρότυπο με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο. Επίσης, τα κορίτσια στρέφουν την επιθετικότητά τους προς τον εαυτό τους, παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, νιώθουν φόβο εγκατάλειψης και απόρριψης από το αντίθετο φύλο και αισθάνονται ενοχές όταν η σχέση τους δεν εξελίσσεται σωστά, παρόλο που μπορεί να μην ευθύνονται εκείνες.
Αυτές οι επιβλαβείς επιδράσεις συμβαίνουν όταν η απουσία του πατέρα είναι είτε φυσική είτε συναισθηματική. Αντιθέτως, εάν η παρουσία του είναι αισθητή, το παιδί μπορεί να αναπτύξει μια υγιή προσωπικότητα.

Η απόφαση για ένα ακόμα παιδί δεν είναι ποτέ εύκολη»

Πόσο καιρό σας πήρε να αποφασίσετε αν θα κάνετε παιδί; Και αφού το κάνατε, πόσο καιρό σας πήρε να αποφασίσετε αν θα κάνετε και δεύτερο; Ή μήπως ακόμα το σκέφτεστε; Γιατί -οι περισσότεροι γονείς θα συμφωνείτε- όταν ξέρεις πώς είναι να έχεις ήδη ένα παιδί και πόσο αλλάζει την ζωή σου από κάθε άποψη, η σκέψη για ένα ακόμα δεν έρχεται αβίαστα. Η μαμά-blogger Valerie Williams μοιράζεται μαζί μας τους προβληματισμούς που κάθε γονιός έχει πριν αποφασίσει για περισσότερα παιδιά και καταλήγει σε συμπεράσματα με τα οποία είμαστε βέβαιοι ότι πολλοί θα συμφωνήσετε.
«Η απόφαση να αποκτήσεις παιδί είναι προφανώς μεγάλη υπόθεση (δεδομένου ότι το προγραμματίζεις). Σημαίνει να είσαι έτοιμος να αλλάξεις για πάντα την ζωή σου και να δώσεις έναν εντελώς διαφορετικό ρυθμό στην οικογένεια και στο σπίτι σου. Αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ είναι το πόσο πιο δύσκολο είναι να πάρεις την απόφαση να αποκτήσεις περισσότερα παιδιά. Είναι τόσες πολλές οι παράμετροι -διαφορά ηλικίας ανάμεσα στα αδέρφια, ποιος θα τα κρατάει όταν δουλεύεις, οικονομικά, αν χρειάζεσαι μεγαλύτερο αυτοκίνητο, πόσο μεγάλο είναι το σπίτι- και η λίστα δεν έχει τέλος. Γι'αυτό, το να πάρεις απόφαση για ένα δεύτερο παιδί δεν είναι εύκολο.
Διάβαζα πρόσφατα σε ένα κείμενο μιας μαμάς για το θέμα αυτό, η οποία έλεγε ότι το οικονομικό είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας που πρέπει κανείς να σκεφτεί πριν αποκτήσει δεύτερο παιδί:
Το πρώτο μας παιδί πριν λίγο καιρό έκλεισε τα 2, και έχουμε συζητήσει το ενδεχόμενο να κάνουμε δεύτερο. Έχουμε αρχίσει να «προσπαθούμε χωρίς να προσπαθούμε» (χωρίς προφυλακτικό, αλλά και χωρίς να σκέφτομαι πότε έχω ωορρηξία και τα σχετικά).
Το είχαμε συζητήσει και στο παρελθόν και ο άνδρας μου το ήθελε πολύ, όμως η κουβέντα επιστρέφει πάντα στο οικονομικό όταν πρόκειται για παιδί, είτε είναι το πρώτο είτε το πέμπτο. Ανησυχεί γιατί, όντας απλά παντρεμένοι με το ζόρι καταφέρνουμε να βγάζουμε τον μήνα, και θα θέλαμε να μπορούμε να βάζουμε και κάποια χρήματα στην άκρη για μια ώρα ανάγκης. Πριν του γίνει αύξηση στην δουλειά, ήμασταν στην κλίμακα του αφορολόγητου, ενώ τώρα έχουμε να πληρώνουμε και του φόρους. Μαζί βγάζουμε 40.000 ευρώ τον χρόνο, και το καλό είναι ότι επειδή είμαι δημόσιος υπάλληλος έχω εξαιρετική ασφάλιση (σ.σ. Η γράφουσα ζει στην Αμερική).
Εσείς πώς αποφασίσατε να κάνετε δεύτερο παιδί; Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να σας έχει πει κάποιος πριν κάνετε κι άλλα παιδιά;
Το οικονομικό είναι, φυσικά, βασικός -αν όχι ο πρώτος- παράγοντας που θα επηρεάσει την απόφαση της απόκτησης παιδιού ενός ζευγαριού, αλλά η πίεση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη εν όψει ενός δεύτερου. Όταν έχεις ήδη παιδί, έχεις εικόνα για τα έξοδα που περιλαμβάνει και ξέρεις ότι μπορεί να είναι ακόμα και απαγορευτικό. Αν δουλεύεις, ένα ακόμα παιδί μπορεί π.χ. να σημαίνει επιπλέον δίδακτρα στον παιδικό σταθμό, αν δεν έχεις κάποιον να στο κρατάει.
Εξάλλου, ένα ακόμα παιδί σημαίνει έξοδα για πάνες, γάλατα, ρούχα και πολλά ακόμα πράγματα, ανάλογα και με το αν το πρώτο παιδί έχει μεγαλώσει αρκετά ώστε να μην χρειάζεται τα δικά του. Οπωσδήποτε, δεν πρόκειται για απόφαση που μπορεί κανείς να πάρει ελαφρά τη καρδία. Ως γονιός, συνειδητοποιεί κανείς καλά τι σημαίνει να έχεις μωρό –περισσότερο από ό,τι υπολόγιζε πριν αποκτήσει παιδιά.
 
Ξέρω ότι στη δική μας περίπτωση, το να αποφασίσουμε να κάνουμε δεύτερο παιδί ήταν σχετικά εύκολο, δεδομένου ότι πάντα ξέραμε ότι θέλουμε να έχουμε δύο και εγώ έμενα έτσι κι αλλιώς στο σπίτι για να μεγαλώνω την κόρη μας. Ήταν η απόφαση για το τρίτο παιδί που μας πήρε χρόνια να «ράβουμε και να ξηλώνουμε», μέχρι τελικά να μείνω έγκυος κάπως απρόσμενα πριν μερικούς μήνες. Και μετά... απέβαλα. Θα ήμασταν ευτυχείς να έχουμε ένα ακόμα μωρό, αλλά τώρα που περάσαμε αυτό το δυσάρεστο γεγονός, ξέρω περισσότερο από ποτέ ότι θα πρέπει να σταματήσουμε στα δύο.
Κάποιες φορές η απόφαση δεν είναι εντελώς δική σου και αυτό ίσως τελικά να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα, από το να διερωτάσαι διαρκώς ποιο είναι το σωστό. Σε κάθε περίπτωση, ειδικά έπειτα από ό,τι περάσαμε, βλέπω πλέον ξεκάθαρα ότι η απόφαση ενός ακόμα παιδιού είναι πολύ προσωπική, για την κάθε οικογένεια, και σίγουρα δεν είναι κάτι που το ζευγάρι αποφασίζει χωρίς σκέψη. Υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που μεσολαβούν ώστε να το «παίζει» κανείς ήρωας με τέτοιες αποφάσεις.»

Προβλήματα ψυχικής έντασης παιδιών

Επιμέλεια: Αγνή Βίκη και Ευστράτιος Παπάνης

Το άγχος δεν είναι σαφώς εστιασμένο σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Μπορεί να είναι γενικευμένος, αόριστος, αιωρούμενος φόβος να δια¬περνά τα πάντα, να απλώνεται ελεύθερα, να εκφράζεται σαν ένα αό¬ριστο και γενικευμένο συναίσθημα εσωτερικής έντασης.
Ενώ οι ενήλικοι μπορούν να αποκρύπτουν, να καμουφλάρουν, τα συναισθήματά τους, και μάλιστα τόσο καλά, ώστε να είναι αδύνα¬τον ο άλλος να καταλάβει πώς ακριβώς νιώθουν, τα παιδιά, αντίθετα, συμπεριφέρονται με τρόπο περισσότερο άμεσο, περισσότερο δια¬φανή. Ένας ψυχολόγος λέει ότι, αν και τα παιδιά δεν εκφράζουν άμεσα στην έκδηλη συμπεριφορά τους τα συναισθήματά τους, εύκο¬λα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα άγχη τους στην υπερένταση, στην αδιάκοπη ανησυχία, στην υπερκινητικότητα, στην ονειροπόληση, στο στερεοτυπικό λίκνισμα του σώματος μπρος-πίσω, στη συχνου¬ρία, στις διαταραχές της ομιλίας, στην απώλεια της όρεξης, στην πα¬λινδρόμηση σε μορφές συμπεριφοράς της βρεφικής ηλικίας, στα συ¬χνά κλάματα, στο πείσμα, στα υστερικά ξεσπάσματα και στους ιδιόρ¬ρυθμους νευρικούς μανιερισμούς, όπως η ονυχοφαγία, το πιπίλισμα του δακτύλου, το ανοιγο-κλείσιμο των ματιών, το ξύσιμο των γεννη¬τικών οργάνων κ.λπ.
Αν παρατηρήσει κανείς παιδιά την ώρα που παρακολουθούν σκη¬νές τρόμου και έντασης στην τηλεόραση, θα δει να τρώνε τα νύχια τους, να πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους, να τσιμπούν το δέρμα τους, να τραβούν τα μαλλιά τους κ.λπ. Αυτές οι μορφές συμπεριφο¬ράς είναι αρκετά λειτουργικές-φυσιολογικές: μειώνουν την εσωτερι¬κή ένταση που δοκιμάζει το παιδί. Το κακό όμως με τις εκδηλώσεις αυτές είναι ότι εμφανίζονται και όταν δεν υπάρχει κάποια σαφής ¬προφανής πρόκληση-αιτία και ότι μπορούν να είναι τόσο επίμονες, ώστε να θεωρηθούν ως πρόβλημα εσωτερικής ψυχικής έντασης. Επειδή είναι άκομψες και ενοχλητικές, οι γονείς τις χαρακτηρίζουν «κακές» συνήθειες. Οι ψυχολόγοι τις ονομάζουν συνήθειες εκτόνω¬σης της εσωτερικής έντασης ή συνήθειες «εσωτερικής χαλάρωσης». Τα παιδιά εκδηλώνουν τις συνήθειες χαλάρωσης - και τις «απολαμ¬βάνουν» φανερά, ενώ οι ενήλικοι έχουν μάθει να τις αποκρύπτουν ή να βρίσκουν κάποιες άλλες κοινωνικά αποδεκτές: καπνίζουν ή μα¬σουλούν γλυκά ή μασούν τσίκλα, ως υποκατάστατο αυτών των συνη¬θειών.
Όταν οι συνήθειες της εκτόνωσης της εσωτερικής έντασης εί¬ναι μέρος άλλου σοβαρού προβλήματος, τότε υπάρχουν και άλλα σημάδια ψυχικής διαταραχής. Ο Arthur Jersild μας δίνει ένα χρήσιμο στοιχείο για το άγχος: «Ένα από τα χαρακτηριστικά του αγχώδους ατόμου είναι ότι, στις αντιδράσεις του, υπερβαίνει τα όρια, το παρα¬κάνει. Ένα απλό επιτιμητικό σχόλιο ή κριτική μπορεί να το εξοργίσει και να το κάνει «εκτός εαυτού» ή, όταν πραγματικά συγκινηθεί για κάτι, μπορεί να γίνει υπερβολικά ήρεμος, όπως θα ήταν αν τον εξα¬νάγκαζαν να αποκρύψει τα συναισθήματά του». Το αγχώδες παιδί αντιδρά συχνά με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό από αυτόν που θα περίμενε κανείς.
Όταν οι συνήθειες εκτόνωσης της εσωτερικής έντασης εμφανί¬ζονται μεμονωμένες και είναι λιγότερο επίμονες και λιγότερο έντο¬νες, μπορεί απλώς να φανερώνουν ελαφρά και τρέχοντα προβλήμα¬τα προσαρμογής - τις κοινές αναπτυξιακές εντάσεις.
Παρακάτω θα περιγράψουμε μερικές από αυτές τις συνήθειες χαλάρωσης. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε πως οι περισσότερες από τις εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται στη συμπεριφορά των παιδιών που τα αποκαλούμε «φυσιολογικά» (Herbert, 1995).




Η ονυχοφαγία

Η ονυχοφαγία θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικά του αγχώ¬δους παιδιού. Πράγματι, μπορεί να εμφανίζεται ως μέρος ενός συνδρόμου συναισθηματικής διαταραχής, αλλά δεν συνεπάγεται υπο¬χρεωτικά σοβαρές επιπτώσεις. Σε μια έρευνα με 4.587 μαθητές στο Σικάγο, διαπιστώθηκε ότι τα δύο τρίτα (2/3 ) μιας ομάδας αγοριών, ηλικίας 8 ως 11 ετών, έτρωγαν τα νύχια τους. Η αναλογία για τα κο¬ρίτσια ήταν λίγο μικρότερη. Υπάρχουν επίσης μελέτες που δεί¬χνουν υψηλά ποσοστά ονυχοφαγίας σε τυχαία δείγματα παιδιών στη Βρετανία. Σε ένα δείγμα 239 παιδιών που φοιτούσαν σε νηπιαγωγεία, διαπιστώθηκε ότι κάθε παιδί παρουσίαζε (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του δασκάλου) δύο ή περισσότερα συμπτώματα-«συνήθειες» εσωτε¬ρικής έντασης. Ο μέσος όρος ξεπερνά τα τρία συμπτώματα για κάθε παιδί.
Οι ψυχολόγοι Lapouse και Mont, σε μια μελέτη τους με ένα αν¬τιπροσωπευτικό δείγμα 482 φυσιολογικών παιδιών (παιδιών δηλαδή που δεν είχαν δοσοληψίες με ψυχολόγους-ψυχιάτρους), ηλικίας 6 ως 12 ετών, διαπίστωσαν υψηλό ποσοστό προβλημάτων έντασης. Η συχνότητα για μερικά από τα προβλήματα αυτά ήταν: 
 Φόβοι και ανησυχίες (7 ή περισσότερες) 43%.
 Ενούρηση 17%. 
 Νυκτερινοί εφιάλτες 28%. 
 Ανορεξία 20%. 
 Βουλιμία 16%. 
 Ξεσπάσματα οργής του¬λάχιστον μια φορά την ημέρα 11 % (τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα 48%, τουλάχιστον μια φορά το μήνα 80%).
 Υπερκινητικό¬τητα 49%. 
 Υπερδιέγερση 30%. 
 Τραυλισμός 4%. 
 Τικ 12%. 
 Ονυχοφαγία 27% (2% όλη την ώρα). 
 Σκάλισμα της μύτης 26%. 
 Πιπίλισμα ή μάσημα ρούχων ή άλλων αντικειμένων 16%. 
 Σκάλισμα πληγής-σπυριού 16%. 
 Μάσημα-πιπίλισμα χειλέων ή δάγκωμα τοιχώματος του στόματος 11% κ.λπ.


Το πιπίλισμα του αντίχειρα

Το περιστασιακό πιπίλισμα του αντίχειρα είναι ένα τόσο συνηθι¬σμένο αναπτυξιακό φαινόμενο των πρώτων χρόνων της παιδικής ηλι¬κίας (παρουσιάζεται περίπου στο 40% των παιδιών μεταξύ 2 και 7 ετών), ώστε αν συμβαίνει μεμονωμένα - χωρίς άλλη εκδήλωση συμ¬πτωμάτων άγχους - δεν πρέπει να ανησυχούν ιδιαίτερα οι γονείς. Έχει υποστηριχθεί ότι η γένεση και η διατήρηση της συνήθειας του πιπιλίσματος του αντίχειρα μπορεί να εξηγηθεί με βάση τη θεωρία της μάθησης. Η εσωτερική ένταση της πείνας στο νεο¬γέννητο βρέφος ακολουθείται χρονικά από το θηλασμό (είτε από το στήθος της μητέρας είτε από το μπιμπερό). Το μωρό θηλάζει και η λήψη της τροφής ακολουθείται από τη ροή του σάλιου και, τελικά, από τη μείωση έντασης της πείνας (μείωση της εσωτερικής έντα¬σης). Αποτέλεσμα αυτής της τοποχρονικής συνεξάρτησης ανάμεσα στο πιπίλισμα και στη μείωση της πείνας είναι ότι η εσωτερική έντα¬ση της πείνας οδηγεί στο πιπίλισμα του αντίχειρα, το οποίο με τη σειρά του προκαλεί τη ροή σάλιου και τη μείωση της πείνας. Σε αυτή την αναπτυξιακή φάση, το παιδί φέρνει συχνά το δάκτυλό του στο στόμα του και έτσι είναι εύκολο να αρχίσει να πιπιλίζει το δάκτυλό του ως υποκατάστατο της ρώγας. Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε για¬τί ορισμένα παιδιά δεν πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους. Έχει αποδει¬χθεί ότι τα παιδιά που πιπιλίζουν και τα παιδιά που δεν πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους δε διαφέρουν σημαντικά σε μια σειρά από χαρα¬κτηριστικά της προσωπικότητας. Ίσως τα παιδιά έχουν ανάγκη να πι¬πιλίζουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κάθε μέρα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν δεν αφήνουμε το παιδί να πιπιλίσει αρκετά κατά τη λήψη της τροφής, αυξάνονται οι πιθανότητες να πιπιλίσει τον αντίχειρά του.
Οι γονείς, συνήθως, για να ξεριζώσουν αυτές τις «άσχημες» συ¬νήθειες, χρησιμοποιούν μεθόδους που φαίνονται ως «απλές» τεχνι¬κές τροποποίησης της συμπεριφοράς. Χτυπούν, χλευάζουν ή επι¬κρίνουν το παιδί. Ιδιαίτερα προσφιλής μέθοδος είναι η αποστροφική συνεξάρτηση: αλείφουν τον αντίχειρα με κάτι που έχει πικρή γεύση (π.χ. κινίνο), ώστε το πιπίλισμα να είναι κάτι δυσάρεστο. Έχει αποδει¬χθεί ότι το πιπίλισμα μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, με τη χρήση της αρνητικής ενίσχυσης ως εξής: Ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα - το πιο αγαπημένο του παιδιού - διακόπτεται προσωρινά κάθε φορά που βάζει τον αντίχειρα στο στόμα. Καθώς κάθε κίνηση του αντίχειρα προς το στόμα ακολουθείται από διακοπή της ψυχαγωγίας, η τάση του παιδιού για πιπίλισμα ελαττώνεται δραστικά.
Αυτές οι μέθοδοι (τιμωρία, αποστροφικά σκευάσματα, στέρηση προνομίων) δεν συνιστώνται για χρήση από τους γονείς. Η τιμωρία είναι «απλή», μόνο με την έννοια ότι δεν απαιτεί πολλή σκέψη ή ευρηματικότητα. Αυτή η «απλότητα» όμως είναι απατηλή, καθώς μπορεί να έχει πολύπλοκα, ακόμη και πα¬ράδοξα, αποτελέσματα, επιτείνοντας μερικές φορές την συγκεκρι¬μένη συμπεριφορά που οι γονείς θέλουν να εξαλείψουν. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το πιπίλισμα του αντίχειρα δεν είναι τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτεί τέτοιες δραματικές (ή δραστικές) μεθόδους - ιδιαί¬τερα, αν αυτές αποβαίνουν σε βάρος των καλών σχέσεων γονέων ¬παιδιού.
Αν θεωρούμε πραγματικά αναγκαίο να απαλλάξουμε το παιδί από τη συνήθεια (για παράδειγμα, αν το ίδιο ζητάει βοήθεια), υπάρ¬χουν πολλές θετικές μέθοδοι διαθέσιμες. Ο ψυχολόγος Gerald Pat¬terson περιγράφει ένα πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του πιπιλί¬σματος του αντίχειρα στο βιβλίο του «οικογένειες», ως εξής:
Οι γονείς παρατηρούν ότι το 4χρονο παιδί τους έχει τον αντίχει¬ρά του στο στόμα, κατά μέσο όρο, ας υποθέσουμε, τριανταπέντε πε¬ρίπου λεπτά πριν πάει για ύπνο. Οι παρατηρήσεις τους δείχνουν ότι αυτό γίνεται σταθερά για περισσότερες από δύο ή τρεις ημέρες. Του δίνουν λοιπόν τις εξής οδηγίες:
«Γιώργο, εσύ λες πως θέλεις να σταματήσεις να πιπιλίζεις το δά¬χτυλό σου. Φαίνεται ότι δυσκολεύεσαι να το κάνεις. Λοιπόν, εμείς θα σε βοηθήσουμε να εξασκηθείς για να το σταματήσεις. Νομίζω πως θα είναι διασκεδαστικό για σένα. Η ώρα της άσκησης θα είναι ακριβώς πριν πας για ύπνο. Αν μπορέσεις για πέντε λεπτά να μην βάλεις το δάχτυλό σου στο στόμα, θα γράψεις έναν αστερίσκο εδώ σε αυτή την κάρτα πάνω στο κρεβάτι (του δείχνουν την κάρτα). Όταν συγκεντρώ¬σεις δέκα αστερίσκους, θα πάμε μαζί έναν ωραίο περίπατο στον ζωο¬λογικό κήπο, ειδικά για σένα. Θα προγραμματίσεις το χρονοδιακόπτη της κουζίνας. Ας δοκιμάσουμε. Είσαι έτοιμος; Θυμήσου, μη βάζεις το δάχτυλό σου στο στόμα, ωσότου να κτυπήσει ο χρονοδιακόπτης, και θα κερδίσεις έναν αστερίσκο».
Μερικές φορές τα προγράμματα μπορεί να φαίνον¬ται παράξενα και μηχανιστικά στους γονείς, ιδιαίτερα όταν οι «συμ¬φωνίες» που συνάπτονται ανάμεσα στους γονείς και στα μεγαλύτε¬ρης ηλικίας παιδιά αναφέρουν λεπτομερώς τις «αμοιβές» (ή τα «κέρ¬δη») για την εκδήλωση της νέας επιθυμητής συμπεριφοράς. Το σύ¬στημα της αμοιβής και της τιμωρίας φαίνεται σε πολλούς ανθρώπους πολύ ιδιοτελές, συγγενές προς την δωροληψία και τον εκβιασμό. Οι ψυχοθεραπευτές, που χρησιμοποιούν τη συντελεστική συνεξάρτηση υποστηρίζουν πως πολύ λίγοι άνθρωποι εργά¬ζονται για το τίποτα, και ότι οι ψυχοθεραπευτές το μόνο που κάνουν είναι να μετατρέπουν σε εντελώς σαφές (και ακριβές) ό,τι είναι σχε¬τικά ασαφές και μη συστηματικό στις διάφορες στρατηγικές ανα¬τροφής του παιδιού. Όπως ακριβώς είναι δύσκολη δουλειά για τους ενηλίκους να σταματήσουν συνήθειες, π.χ. όπως το κάπνισμα, είναι πολύ δύσκολο και για τα προβληματικά παιδιά να αλλάξουν τις προ¬βληματικές τους συμπεριφορές. Τα αποτελέσματα (αν πραγματικά επιθυμούμε μια περισσότερο δημιουργική ζωή για το παιδί) «αγιά¬ζουν» τα μέσα! Άλλωστε, ο απώτερος στόχος της θεραπείας είναι να περάσει το παιδί από τις εξωτερικές αμοιβές στις εσωτερικές (αυ¬το-) ενισχύσεις. Αυτές είναι αυτο-συντηρούμενες. Υποστηρίζεται ότι, αν το παιδί κατορθώσει για μία φορά να ελέγξει, ας πούμε το πιπίλισμα του δακτύλου, θα προσπαθήσει να διατηρήσει αυτή του την επιτυχία, επειδή του παρέχει εσωτερική ικανοποίηση.
Δεν απαιτείται οι γονείς να λάβουν ιδιαίτερα μέτρα, όταν το παι¬δί πιπιλίζει το δάχτυλό του στα δύο-τρία πρώτα χρόνια της ζωής του. Οι γονείς μάλλον χρειάζονται καθοδήγηση για να προσέξουν τη στά¬ση τους. Οι φόβοι των περισσότερων γονέων για τα αρνητικά αποτε¬λέσματα, που μπορεί να έχει το πιπίλισμα του δακτύλου στο παιδί, βασίζονται σε «ιστορίες» άλλων και μπορούν εύκολα να καταρρι¬φθούν. Ωστόσο, αν και η συνήθεια αυτή δεν εμπεριέχει το σπέρμα μελλοντικής συμφοράς, δεν είναι και το ωραιότερο ή χρησιμότερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένα παιδί μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι αλήθεια ότι απολαμβάνει αυτήν τη συνήθεια και συχνά δεν είναι πρόθυμο να την εγκαταλείψει, αλλά μπορεί να την αντικαταστήσει με άλλες ευχάριστες συνήθειες - ιδιαίτερα όταν οι εντάσεις που προκαλούσαν την ανεπιθύμητη αυτή συνήθεια έχουν επιλυθεί.

Δεν είναι ανάγκη ο γονέας να στέκεται πάντα δίπλα στο παιδί και να το παρατηρεί διαρκώς. Όταν εστιάζουμε τόσο φανερά την προσοχή μας στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά, μπορεί, αντί να την εξαλείψουμε, να την ενισχύουμε. Όταν βλέπουμε το παιδί με τον αντίχειρα στο στόμα, μπορούμε συχνά να του ζητήσουμε να κάνει κάποιο θέλημα ή να του δώσουμε κάτι άλλο να απασχοληθεί. Αν τα χέρια του παιδιού είναι απασχολημένα με κάποια ευχάριστη και εν¬διαφέρουσα δραστηριότητα, δεν μπορούν ταυτόχρονα να βρίσκο¬νται στο στόμα για πιπίλισμα.
Όταν το παιδί αποκοιμιέται με το δάχτυλο στο στόμα, η μητέρα του μπορεί, αν θέλει, να το απομακρύνει ήσυχα-ήσυχα. Αλλά το πρό¬βλημα δεν είναι τόσο σημαντικό που να την κρατάει στο δωμάτιό του για να καιροφυλακτεί ή να ξαγρυπνάει πέρα από τη συνηθισμένη της ώρα. Το κυριότερο είναι η μητέρα να απαλλαγεί από αδικαιολόγη¬τους φόβους και να κρατάει το παιδί απασχολημένο, με τρόπο φυσι¬κό, όλη την ημέρα. Από κει και πέρα η συνήθεια θα εξαλειφθεί μόνη της. Πολλά παιδιά σταματούν το πιπίλισμα του αντίχειρα, όταν πάνε σχολείο, επειδή συνειδητοποιούν ότι αυτή η συνήθεια δεν αρμόζει σε ένα «μεγάλο παιδί» που πηγαίνει στο σχολείο. Το παιδί μπορεί να απαλλαγεί από τις πιπίλες αν απλά δεν τις αντικαταστήσουμε, όταν φθαρούν ή χαθούν, ενισχύοντας παράλληλα το αίσθημα του παιδιού ότι «μεγάλωσε» και δεν το έχει πια ανάγκη. Αυτό πρέπει να γίνει με ήρεμο και πρακτικό τρόπο.
Πολλές φορές, οι γονείς που ανησυχούν πολύ για το πιπίλισμα του αντίχειρα, αφοσιώνονται σε μια αγχώδη προσπάθεια να «κό¬ψουν» αυτήν τη συνήθεια και δεν ψάχνουν να βρουν μήπως υπάρχει κάποιο άλλο, πραγματικό και βαθύτερο, πρόβλημα. Το χρόνιο ή υπέρμετρο πιπίλισμα του αντίχειρα μπορεί να είναι ένα προειδοποιη¬τικό σημάδι - μαζί με άλλα σημάδια - μιας λανθάνουσας ανεπάρκειας ή αποτυχίας. Αν αυτό συμβαίνει, τότε οι γονείς πρέπει να προσπα¬θήσουν να προσδιορίσουν τη βασική αιτία της διαταραχής.
Η επίμονη συνήθεια μπορεί να υποδηλώνει ότι το παιδί έχει φοβίες ή ότι δεν απολαμβάνει επαρκή αποδοχή από τους γονείς του. Η ανεπιθύμητη συνήθεια αντιπροσωπεύει ένα είδος αυτο-παρηγο¬ριάς. Μερικά παιδιά χρησιμοποιούν το πιπίλισμα του αντίχειρα για να εκφράσουν την αντίθεσή τους, τη δυσφορία τους. Καθώς συνει¬δητοποιούν πόσο εξοργίζονται οι γονείς τους με αυτήν τους τη συ¬νήθεια, βρίσκουν ικανοποίηση στο να προκαλούν τον θυμό τους και, επαναλαμβάνοντάς την, ανακουφίζονται από τις εντάσεις που έχουν συσσωρεύσει.
Ένα παιδί θα πιπιλίσει ευκαιριακά τον αντίχειρά του, όταν είναι άρρωστο, πεινασμένο ή κουρασμένο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έν¬ταση προέρχεται από βιολογικές ανησυχίες παροδικού χαρακτήρα. Το να καθιερώνουμε νωρίτερα την ώρα φαγητού ή να ελαφρύνουμε το ημερήσιο πρόγραμμά του είναι συνήθως αρκετό για να εξαλεί¬ψουμε το πρόβλημα.

Τα τικ

Το τελευταίο είδος συνηθειών χαλάρωσης, είναι οι αυτόματες-ακούσιες κινήσεις. Οι νευρικές συσπά¬σεις, που δεν ελέγχονται από το παιδί, ονομάζονται τικ και περιλαμ¬βάνουν ανοιγοκλείσιμο των ματιών, απότομες κινήσεις της κεφαλής, νευρικές κινήσεις των χεριών, γκριμάτσες, ξερόβηχα κ.λπ. Αν και τα τικ μπορεί να έχουν κάποια βιολογική αιτία και, επομένως, είναι δυ¬νατόν να ελεγχθούν με ιατροφαρμακευτικές μεθόδους, στις περισ¬σότερες περιπτώσεις έχουν ψυχολογική προέλευση.
Όταν τα τικ έχουν ψυχολογική προέλευση, αποτελούν ενδείξεις εσωτερικής έντασης ή εκδήλωση κάποιας ανεπιθύμητης συνήθειας. Τα παιδιά που έχουν τικ είναι κατά κανόνα ανήσυχα, αμήχανα και ευ¬αίσθητα, και συνήθως έχουν γονείς ιδιαίτερα απαιτητικούς – γονείς που ζητούν το τέλειο - που εξουσιάζουν και τιμωρούν αυστηρά. Με¬γάλες προσαρμογές στη ζωή, όπως το ξεκίνημα του σχολείου, απο¬τελούν, κατά κανόνα, το έναυσμα για την εμφάνιση των τικ. Η ηλικία των έξι ετών παρουσιάζει την υψηλότερη συχνότητα. Τα τικ είναι συ¬νηθέστερα στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια.
Οι θερμές παρακλήσεις, εκ μέρους των γονέων προς το παιδί, να σταματήσει τη συνήθεια, ή/και η γκρίνια και η τιμωρία το μόνο που κάνουν είναι απλώς να επιτείνουν το πρόβλημα. Η επικέντρωση της προσοχής στα τικ του, κάνουν το παιδί να νιώσει αμηχανία και ντρο¬πή για την «περίεργή» του αυτή συνήθεια. Η τακτική αυτή επιτείνει το πρόβλημα, αντί να το ελαττώνει. Η θεραπεία για αυτές τις συνή¬θειες έντασης καλό είναι να έχει ως στόχο τις αιτίες που ενισχύουν και διατηρούν τα συμπτώματα. Αυτό ίσως απαιτεί τη βοήθεια ειδικού. Μια ευαισθητοποιημένη - εκ μέρους των γονέων - διερεύνηση των ενισχυτικών διαδικασιών, των φόβων, των απογοητεύσεων και της ανασφάλειας, που αποτελούν το υπόβαθρο των συνηθειών αυτών έντασης, και ο λογικός χειρισμός αυτών των προβλημάτων με τον καθησυχασμό και την συμπαθητική κατανόηση του παιδιού, μπορεί συχνά να είναι επαρκή.
Υπάρχουν και άλλα, ειδικά, μέσα για την τροποποίηση πιο επίμο¬νων συνηθειών. Ο A.J. Yates θεωρεί τα τικ ως μια μαθημένη συνή¬θεια, η οποία (στους ενηλίκους τουλάχιστον) έχει αποκτήσει τη με¬γαλύτερη δυνατή ισχύ της. Ο Yates θεράπευε τα τικ των παιδιών, με βάση την αρχή ότι είναι δυνατό να εξαλείψουμε τέτοιες συνήθειες, προκαλώντας συνήθειες αρνητικές ή ασυμβίβαστες με τα τικ. Αν εφαρμόσουμε τη μαζική άσκηση - να εξωθήσουμε το άτομο να πα¬ρουσιάσει τικ στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τότε αναπτύσσεται τα¬χύτατα αντιδραστική αναστολή. Με άλλα λόγια, ο ασθενής οδηγείται να παρουσιάσει συνειδητά τη νευρική του σύσπαση, ξανά και ξανά ώσπου να εξαντληθεί. Όταν η αντιδραστική αναστολή φθάσει σε έναν σημαντικό βαθμό, το άτομο θα νιώσει «κόπωση» και θα αναγκα¬στεί να «ξεκουραστεί» (να μη παρουσιάζει το τικ). Η παρεμβολή της αντιδραστικής αναστολής στη διάρκεια της «περιόδου ανάπαυσης» ενισχύει τη συνήθεια της μη ανταπόκρισης (της μη δυνατότητας εκ¬δήλωσης του τικ).
Τα τικ των παιδιών έχουν αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς. Σε μια σχετική μελέ¬τη, ένα παιδί υπέφερε από πολλαπλά τικ - αναίτιο φύσημα της μύ¬της, λόξυγγα και κούνημα της κεφαλής - για έντεκα χρόνια. Η θερα¬πεία συνίστατο σε μακρές περιόδους εφαρμογής της μαζικής άσκη¬σης (μισή ως μιάμιση ώρα την ημέρα). Υπήρχε μια σημαντική μείωση της συχνότητας των τικ για μια περίοδο μεγαλύτερη των πέντε μη¬νών. Μια άλλη μελέτη όμως έδειξε ότι αυτό το είδος της επιτυχίας δεν στάθηκε δυνατό με ένα δεκατριάχρονο αγόρι που υπέφερε από πολλαπλά τικ στο πρόσωπο, τον λαιμό και το κεφάλι αντίθετα, το χειροτέρεψε. Αυτές οι τεχνικές-μέθοδοι θα πρέπει να αφεθούν στους ειδικούς, και όχι να δοκιμάζονται σε ερασιτεχνική βάση (Herbert, 1995).
Άγχος και στρες: Ψυχοσωματικές ασθένειες

Το άγχος συχνά βασανίζει τα άτομα όχι μόνο από άποψη ψυχο¬λογική, με τη μορφή του τρόμου, της ανησυχίας και της εσωτερικής έντασης αλλά και με τη μορφή σωματικών ασθενειών. Ο όρος «στρες» χρησιμοποιείται συχνά με αυτή την έννοια. Χρησιμοποιείται ευ¬ρέως, για να περιγράψει κάθε κατάσταση υπερφόρτισης, στην οποία το άτομο έχει εξωθηθεί στα όρια της αντοχής του. Είτε το στρες εί¬ναι στιγμιαίο και ακραίο είτε διαβρώνει βαθμιαία την προσωπικότητά μας με τις φαινομενικά μικρο-κρίσεις, ανησυχίες και συγκρούσεις της σύγχρονης ζωής, οι αντιδράσεις του ατόμου, τόσο στο ψυχολο¬γικό όσο και στο σωματικό μέρος, είναι σχεδόν ίδιες.
Πιθανότατα, το κυριότερο ίσως στρες, που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα, είναι ο συνωστισμός και η ηχορύπανση. Γνωρίζου¬με ότι, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, αυτές οι παρενο¬χλήσεις προκαλούν ποικίλες αρνητικές ψυχολογικές και βιοσωματι¬κές αντιδράσεις, όπως επιθετικότητα, άγχος και φόβο. Παρόμοιες αν¬τιδράσεις προκαλούν και τα ψυχολογικά στρες που είναι συνυφα¬σμένα με τη ζωή μας στην ανταγωνιστική μας κοινωνία.
Οι αλλαγές, που επισυμβαίνουν στη συμπεριφορά του ατόμου, όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από στρες, συνοδεύονται και από σύ¬στοιχες αλλαγές στο βιοσωματικό τομέα. Πολλοί ερευνητές έχουν καταγράψει αυτές τις σωματικές αλλαγές. Οι γενικές αντιδράσεις μοιάζουν να είναι οι ίδιες στα διάφορα είδη στρες, είτε αυτό είναι ψυχολογικής προέλευσης, όπως ο φόβος ή η ανησυχία, είτε είναι σω¬ματικής προέλευσης, όπως η υπερβολική ζέστη ή το υπερβολικό κρύο, η υπερβολική σωματική προσπάθεια, ο τραυματισμός ή η έλ¬λειψη ύπνου. Σε κάθε περίπτωση, το σώμα διέρχεται από τρία στά¬δια: το στάδιο της εγρήγορσης, το στάδιο της αντίστασης και το στάδιο της εξάντλησης.
Στο στάδιο της εγρήγορσης, η υπόφυση, ένας ενδοκρινής αδέ¬νας που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου, εκκρίνει μια χημική ου¬σία που ονομάζεται αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη ή ACTH. Αυτή η ορμόνη διεγείρει τα επινεφρίδια, ενδοκρινείς αδένες και αυτοί που βρίσκονται επάνω στα νεφρά. Τα επινεφρίδια αρχίζουν αμέσως να εκκρίνουν στην κυκλοφορία του αίματος επιπλέον ισχυρότερες ορ¬μόνες, που ονομάζονται κορτικοειδή. Στην αρχή, αυτά τα κορτικοει¬δή βοηθούν στην άμυνα του σώματος. Για παράδειγμα, δημιουργούν υπεραιμία γύρω από μια πληγή και αυτή η υπεραιμία είναι η φυσιολο¬γική αντίδραση του σώματος για την αντιμετώπιση της μόλυνσης. Μετά όμως από κάποιο διάστημα, αυτή η άμεση αντίδραση εξαντλεί¬ται και κάποιος διαφορετικός τύπος κορτικοειδούς αρχίζει να υπερι¬σχύει, επενεργώντας για την καταστολή της υπεραιμίας. Αυτό βοη¬θάει στη διαδικασία τοπικής επούλωσης της πληγής, ταυτόχρονα όμως αφήνει το σώμα απροστάτευτο στις μολύνσεις από άλλες αι¬τίες.
Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι συ¬νήθως αντιδρούν στο στρες, αρρωσταίνοντας με κάποιον, εμφανώς άσχετο, τρόπο. Τα θύματα του στρες συχνά πηγαίνουν στους για¬τρούς, για να θεραπευτούν από ανωμαλίες, οι οποίες δεν προέρχον¬ται καθόλου από κάποια βιοσωματικά αίτια. Οι αρρώστιες αυτές ονο¬μάζονται ψυχοσωματικές.
Στη γλώσσα μας, για να περιγράψουμε τις επιδράσεις των ψυχολο¬γικών καταστάσεων (π.χ. των συναισθημάτων) πάνω στις βιοσωματι¬κές λειτουργίες, χρησιμοποιούμε πολλές μεταφορικές εκφράσεις, όπως «σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου» και «η καρδιά μου πάει να σπάσει» στις διάφορες καταστάσεις φοβίας, «μου ήρθε εμε¬τός» στις περιπτώσεις αηδιαστικής αγανάκτησης, «πιάστηκε η ανα¬πνοή μου» στις περιπτώσεις αφόρητης στενοχώριας και φόβου, «έ¬χασα τη μιλιά μου» σε περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλού άγχους, εν¬θουσιασμού ή προσδοκίας κ.λπ.
Στα εργαστήρια ψυχοφυσιολογίας, οι ερευνητές κατόρθωσαν να αποδείξουν αυτό που όλοι διαισθητικά γνωρίζουμε ότι μας συμβαί¬νει, όταν αντιμετωπίζουμε δυσάρεστα συναισθήματα, ότι δηλαδή, υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στις ψυχολογικές καταστάσεις και στις βιο-σωματικές αντιδράσεις. Το στρες, είτε είναι οξύ είτε χρόνιο, μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογία του σώματος, προκαλώντας ποι¬κίλα σωματικά συμπτώματα. Έτσι, κάτι που θα έπρεπε να είναι προ¬σαρμοστική αντίδραση, γίνεται δυσπροσαπροσαρμοστική, διότι αυτά τα συναισθήματα δεν έχουν καμιά ομαλή διέξοδο σε δυναμική δρά¬ση. Τα πιο συνήθη συμπτώματα είναι οι αυχενικοί πόνοι, οι πονο¬κέφαλοι, οι πόνοι της μέσης, οι καρδιακοί πόνοι, οι ταχυπαλμίες, το σφίξιμο του στέρνου και του λάρυγγα, η αίσθηση πνιγμού, η ανορε¬ξία, η ναυτία, ο εμετός, η δυσπεψία, η δυσκοιλιότητα, η διάρροια, η συχνουρία, η σωματική εξάντληση και ατονία, οι ζαλάδες και η χρό¬νια κόπωση. Το παρατεταμένο στρες, είτε προέρχεται από εξωτερικά αίτια είτε από προβλήματα της προσωπικότητας, μπορεί τελικά να προκαλέσει ψυχοσωματικές διαταραχές.
Οι ψυχοσωματικές ασθένειες συνίστανται σε σωματικά συμπτώμα¬τα - όπως είναι το βρογχικό άσθμα, το αλλεργικό συνάχι, οι δερμα¬τικές ενοχλήσεις (παιδικό έκζεμα, ορτικάρια), η ελκώδης κολίτιδα, το πεπτικό έλκος, ημικρανίες και άλλα - τα οποία σχετίζονται με συγ¬κεκριμένους παράγοντες της προσωπικότητας, ειδικότερα, και με ψυχολογικούς παράγοντες, γενικότερα. Αυτές οι σωματικές διατα¬ραχές δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη ηλικία ή στάδιο ανά¬πτυξης. Συμβαίνουν συχνά σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Οι διαταρα¬χές του είδους αυτού είναι και η πιο συνηθισμένη αιτία απουσίας από το σχολείο.
Έχει διαπιστωθεί ότι, σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις ψυ¬χοσωματικών διαταραχών, συγκεκριμένες κρίσεις ή φάσεις της ασθένειας μπορεί να προκληθούν ή να παραταθούν από ψυχολογικά στρες. Γι’ αυτόν το λόγο, η θεραπεία των συμπτωμάτων με βιολογι¬κούς μόνο τρόπους είναι αναποτελεσματική. Μια ψυχοσωματική προσέγγιση στην ιατρική πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προσωπικό¬τητα του ασθενούς, τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θερα¬πεία της ασθένειάς του.
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να καθορίσουμε τι είναι αυτό που πραγματικά ενοχλεί το συγκεκριμένο άτομο, ερευνώντας, μεμονω¬μένα, την κατάσταση που υποτίθεται ότι προκαλεί το στρες. Ένα βιοσωματικό στρες (π.χ. επαφή του οργανισμού με το βάκιλο της φυματίωσης) μπορεί να μην έχει καμιά επίδραση σε κάποιο άτομο, ενώ να έχει σε κάποιο άλλο. Οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς την αντίστασή τους στις διάφορες ασθένειες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια ψυχολογική κατάσταση (π.χ. συμμετοχή στις εισαγωγικές εξετάσεις) μπορεί να είναι ευνοϊκή για τη σωματική κατάσταση ενός παιδιού, παρωθώντας το να καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια, αλλά μπορεί να έχει αποδιοργανωτικές συνέπειες για ένα άλλο, προκα¬λώντας του διάρροια, πονοκέφαλο και άλλα ενοχλητικά συμπτώματα. Με άλλα λόγια, το κατά πόσον θα προκαλέσει ή όχι στρες σε ένα άτομο μια κατάσταση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου. Μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά σχετίζονται με τη σωματική του υγεία, ενώ άλλα με την ιδιοσυγκρασία και την προσω¬πικότητά του.
Βασική αρχή στην ψυχοσωματική προσέγγιση είναι η άποψη ότι η ασθένεια είναι ο ιδιαίτερος τρόπος αντίδρασης στις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει - κάτι που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει μορφή προσαρμογής. Τα αίτια αναζητούνται τόσο στα κλη¬ροδοτημένα-εγγενή χαρακτηριστικά του ατόμου, όσο και στο περι¬βάλλον του. Ο ασθενής, και όχι μόνο η ασθένεια, είναι στο επίκεν¬τρο, τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θεραπεία.
Είναι το παιδί που έχει μια συγκεκριμένη ασθένεια όχι απλώς η ασθένεια που «έχει» το παιδί. Ας πάρουμε την περίπτωση του Μά¬ριου, που υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Μια προσεκτική ανάλυση έδειξε ότι ο μικρός «χρησιμοποιούσε» το άσθμα του, για να αποφεύ¬γει το στρες του σχολείου. Η μητέρα του περιέγραψε τις αντιδράσεις του, ως εξής: «Έχει μεταβάλει τον εαυτό σε κάτι μαγικό. Τις πρώτες μέρες στο σχολείο πήγαν όλα θαυμάσια. Διαπίστωσε όμως ότι μπο¬ρούσε να μένει μακριά από το σχολείο, εμφανίζοντας συμπτώματα άσθματος. Κάθε φορά που ήθελε να φύγει από το σχολείο, δημιουρ¬γούσε λοιπόν μια ασθματική κατάσταση και ο δάσκαλος τον έστελνε στο σπίτι. Παρέμενε άρρωστος ως το μεσημέρι και, γινόταν καλά, όταν πια ήταν αργά για να γυρίσει στο σχολείο». Το πρόβλημα λύθη¬κε, όταν ρυθμίστηκε να παραμένει ο Μάριος στο ιατρείο του σχολεί¬ου, κάθε φορά που παρουσίασε άσθμα. Μετά την απόσυρση της «α¬μοιβής», της «ενίσχυσης» (δηλαδή να φεύγει από το σχολείο), ο Μά¬ριος έπαυσε να παρουσιάζει άσθμα στο σχολείο (Herbert, 1995).


Φοβίες

Έχουμε ήδη αναφέρει ένα παράδειγμα φοβίας, της επίμονης άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο, της «σχολικής φοβίας». Η φοβία είναι ένας υπερβολι¬κός και περιοδικός-επανερχόμενος φόβος, ο οποίος είναι αδικαιο¬λόγητος-ανεξήγητος (ακόμη και για το ίδιο το θύμα). Είναι μια φοβι¬κή αντίδραση δυσανάλογη προς την αιτία - το φοβικό αντικείμενο ή την φοβική κατάσταση - που την προκαλεί. Το γεγονός ότι, ακόμη και εντελώς υγιή άτομα είναι δυνατόν να υποφέρουν από παράλο¬γους και νοσηρούς φόβους, είχε επισημανθεί πολύ παλιά από τον μεγάλο Έλληνα γιατρό Ιπποκράτη. Στον 17ο αιώνα, ο Robert Burton σχολίαζε, στο έργο του «Η ανατομία της μελαγχολίας», το αφόρητο μαρτύριο του φοβικού άγχους, ως εξής: «Όσοι ζουν μέσα στο φόβο ποτέ δεν είναι ελεύθεροι, αποφασιστικοί, ασφαλείς, ευτυχείς, αλλά βρίσκονται σε αδιάκοπο πόνο... Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία, μεγαλύτερο μαρτύριο, μεγαλύτερο βάσανο από αυτό».
Οι πιο γνωστές φοβίες είναι η κλειστοφοβία (φόβος για τους κλειστούς-περιορισμένους χώρους), η αγοραφοβία (φόβος για τους ανοικτούς χώρους και το πλήθος), η ακροφοβία (φόβος για τα ύψη) και η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα). Έχουν κατα¬γραφεί κάπου 200 είδη φοβίας.
Μια στατιστική ανάλυση έδειξε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολλοί από τους φόβους τείνουν να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο και οφείλονται σε μια γενική τάση ορισμένων ατόμων να εκδηλώνουν φόβους- οφείλονται δηλαδή σε έναν γενικό παράγοντα φόβου. Με άλλα λόγια, ορισμένα άτομα είναι γενικώς επιρρεπή στους φόβους και τείνουν να εκδηλώνουν μια μεγάλη ποικιλία φοβιών συγχρόνως. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ορισμένα άτομα εκδηλώνουν μια από τις εξής δύο ευρείες κατηγορίες φοβίας: είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους αποχωρισμού είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους για τραυματισμό, για κτυπήματα ή για πόνο. Τέλος, διαπι¬στώθηκε ότι οι φοβίες μπορεί να είναι και εξαιρετικά ειδικές, να εμφανίζονται μεμονωμένα στο άτομο. Είναι οι λεγόμενες μονοσυμ¬πτωματικές φοβίες.
Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «φοβία», για μερικές από τις αγχώδεις και φοβικές κατα¬στάσεις της παιδικής ηλικίας. Πολλές από αυτές εμφανίζονται στα μάτια των ενηλίκων ως παράλογες ή δυσανάλογες προς την αιτία που τις προκαλούν, αλλά (όπως έχουμε δει) είναι τόσο κοινές στα παιδιά σε μερικές ηλικίες, ώστε πρέπει να θεωρούνται φυσιολογικοί ¬αναπτυξιακοί φόβοι. Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι φοβίες είναι δυ¬σπροσαρμοστικές μορφές συμπεριφοράς - δεν εξυπηρετούν κανέ¬ναν χρήσιμο σκοπό. Αντίθετα, ο φόβος του παιδιού για πραγματικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι προσαρμοστικός. Μέσω του φόβου, για παράδειγμα, το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει να αγγίζει καυτά πράγματα. Στην περίπτωση όμως της σχολικής φοβίας, η αποφυγή που δείχνει το παιδί προς κάποιες καταστάσεις είναι τελείως μη¬ προσαρμοστική - το αναγκάζει να απουσιάζει από το σχολείο το φέρνει σε μειονεκτική θέση, όταν τελικά επιστρέφει στο σχολείο κ.λπ.
Μια μεμονωμένη φοβία μπορεί να κάνει την εμφάνισή της, σε κάθε άτομο, ακόμη και στο άτομο με μια υγιή, από κάθε άλλη άποψη, προσωπικότητα. Στα άτομα όμως με νευρωσική προσωπικότητα, μπο¬ρεί μεν να εμφανιστεί μόνη, το πιθανότερο ωστόσο είναι να εμφανι¬στεί σε συνδυασμό με άλλους φόβους.
Οι φοβίες εμφανίζονται πιο συχνά στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Μπορεί να παρουσιαστούν σε κάθε ηλικία και φαίνεται ότι όλα τα κοινωνικά στρώματα υποφέρουν εξίσου απ’ αυτές. Μερικές φοβίες - όπως οι φοβίες για τα πουλιά - είναι προδήλως αδικαιολό¬γητες, ενώ άλλες - όπως οι φόβοι για τα τραίνα, τους ανελκυστήρες ή ακόμη και για τα ύψη - επιτρέπουν κάποιον βαθμό ορθολογικής εξήγησης και δικαιολόγησης. Σε κανέναν δεν αρέσει να παραδέχεται ότι φοβάται κάτι τελείως αδικαιολόγητα, «εν αιθρία». Γι’ αυτό, συχνά το φοβικό άτομο αναπτύσσει στο μυαλό του (εντελώς ασυνείδητα) περίτεχνες εξηγήσεις, για να δικαιολογήσει τους φόβους του.
Πολλοί άνθρωποι, φυσικά, έχουν μικρο-φοβίες. Φόβοι για τις αράχνες, τα φίδια, τους περιορισμένους χώρους κ.λπ., είναι πολύ συ¬νηθισμένοι. Κατά πόσον το παιδί χρειάζεται ή όχι θεραπεία για κά¬ποια φοβία του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε κατά πόσον η φοβία, αυτή καθαυτή, είναι εκείνο που ταλαιπωρεί το παιδί ή ότι υπάρχουν άλλες συναισθηματικές διαταρα¬χές που δεν του επιτρέπουν να ζήσει μια ικανοποιητική και παραγω¬γική ζωή.
Ένα παιδί, για παράδειγμα, είχε φόβο για τα ύψη (ακροφοβία). Μια τέτοια φοβία μπορεί να μη δημιουργούσε καμιά ιδιαίτερη ενόχληση σε πολλούς ανθρώπους, αλλά στην περί¬πτωση του παιδιού αυτού δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα. Επισκέ¬ψεις σε συγγενείς και φίλους έφερναν το παιδί σε διαμερίσματα πο¬λυκατοικιών που ήταν σε μεγάλα ύψη. Το παιδί κατακλυζόταν από άγχος, όταν βρισκόταν κοντά σε ένα υψηλό κιγκλίδωμα ή όταν έβγαι¬νε στην βεράντα, ακόμη και του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας.
Ο έντονος φόβος που προκαλείται στο άτομο, όταν βρεθεί μπροστά στο φοβικό αντικείμενο, κάνει το θύμα να μετέρχεται κάθε μέσο για να αποφύγει τις καταστάσεις, στις οποίες υπάρχει πιθα¬νότητα να συναντήσει το φοβικό αντικείμενο. Μερικές φοβίες έχουν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα - για παράδειγμα, μια ψυχαναγκαστική ορμή που σπρώχνει το άτομο να εκσφενδονιστεί πάνω από το κιγκλί¬δωμα της βεράντας ή μια επίμονη ανησυχία μήπως βλάψει άλλους ανθρώπους κ.λπ. Μια τέτοια φοβία γίνεται μιας πλήρους απασχόλη¬σης «φροντίδα»-«δουλειά» για να μπορέσει να αντισταθεί στις ψυχα¬ναγκαστικές αυτές πιέσεις και έμμονες ιδέες (Herbert, 1995).

Πώς δημιουργούνται οι φοβίες

Η πρώτη εμφάνιση μιας φοβίας μπορεί να είναι δραματικά ξαφνική, δηλαδή να αρχίσει με μια ψυχοκατακλυσμιαία εμπειρία άγχους ή μπορεί να εξελιχθεί σιγά-σιγά και ύπουλα. Σε με¬ρικές περιπτώσεις, υπάρχει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «τραυλίζουσα» μορφή εμφάνισης της φοβίας, δηλαδή η φοβία προα¬ναγγέλλεται από μεμονωμένες κρίσεις πανικού ή από πολύ περιορι¬σμένα, βραχείας διάρκειας, επεισόδια άγχους. Συνήθως, υπάρχει μια διακύμανση στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ανάλογα με τις εν¬τάσεις στο περιβάλλον του ατόμου.
Οι ψυχαναλυτές θεωρούν τις φοβίες ως την ορατή όψη ασυνεί¬δητων ενδοψυχικών αιτίων ή και συγκρούσεων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το άτομο με φοβία αυτό που πραγματικά φοβάται είναι να ενδώσει στον πειρασμό να εκφράζει βαθιά ριζωμένες, ασύνειδες, επιθυμίες. Αυτές οι επιθυμίες είναι ενστικτώδεις-πρωτόγονες και απαγορευμένες. Οι φοβίες συχνά αναπτύσσονται για να προστατεύ¬ουν το άτομο από καταστάσεις, στις οποίες διεγείρονται οι καταπιε¬σμένες επιθετικές ή ερωτικές ορμές. Δεν θέλει να ενδώσει σε αυτές του τις ορμές, αλλά αυτές τον βάζουν σε πειρασμό. Γι’ αυτό το λό¬γο, μεταθέτει ή μεταβιβάζει το άγχος που του προκαλούν σε κάποιο συναπτόμενο-ουδέτερο αντικείμενο, όπως τα φίδια, οι αράχνες, το νερό ή το σκοτάδι. Ένα άτομο με ασυνείδητες ή ελάχιστα συνειδη¬τοποιημένες τάσεις αυτοκτονίας μπορεί ίσως να αναπτύξει μια φοβι¬κή αποφυγή για τα αιχμηρά μαχαίρια ή άλλα «δολοφονικά» αντικεί¬μενα. Ένα αυστηρό πουριτανικό άτομο μπορεί να αναπτύξει συφιλιδοφοβία (φόβο μήπως κολλήσει σύφιλη) - προστατεύοντας έτσι τον εαυτό του, με τη φοβία του αυτήν, από τον πειρασμό του σεξ.
Πολλοί ερευνητές, στο χώρο της πειραματικής ψυχολογίας, συγ¬γραφείς όπως ο Η. J. Eysenck και ο Joseph Wolpe, απορρίπτουν τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες. Πι¬στεύουν ότι η θεωρία της μάθησης, ο συμπεριφορισμός, κατέχει πολλά από τα μυστικά της νευρωσικής συμπεριφοράς. Ενώ συμφω¬νούν με τους ψυχαναλυτές ότι το άγχος παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη των φοβιών, γι’ αυτούς τα συμπτώματα είναι η πραγ¬ματική, η ίδια, η νεύρωση. Τα συμπτώματα δεν αντιπροσωπεύουν ένα είδος συμβολικής έκφρασης κάποιων δήθεν υποκειμενικών συγ¬κρούσεων και ασύνειδων ορμών. Τα νευρωσικά συμπτώματα, οι φοβίες, μαθαίνονται.
Ο Eysenck υποστηρίζει ότι ορισμένα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στις φοβίες. Αν το παιδί έχει τον τύπο προσωπικότητας (μεγάλη εσω¬στρέφεια) που αυξάνει την ικανότητα του ατόμου για συνεξάρτηση, και ένα αυτόνομο νευρικό σύστημα (μεγάλο νευ¬ρωτισμό) που έχει μεγάλη απαντητικότητα, είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στη μάθηση δυσπροσαρμοστικών μορφών συμπεριφοράς. 
Ας υποθέ¬σουμε ότι ένα παιδί απειλήθηκε από τον παλικαρά συμμαθητή του, στην αυλή του σχολείου, στο διάλειμμα την ώρα που έτρωγε το «κο¬λατσιό» του. Η τυχαία σύνδεση του συγκεκριμένου χώρου, του παι¬γνιδιού, της ώρας της ημέρας κ.λπ. με την απειλητική επίθεση που του προκάλεσε τρόμο, κάνει το παιδί να νιώθει άγχος κατά την ώρα του φαγητού στο χώρο του παιγνιδιού κ.λπ. Το παιδί μπορεί να κά¬νει μια προσπάθεια να πλησιάσει το χώρο αυτόν του παιγνιδιού, αλλά την ίδια στιγμή αρχίζει να νιώθει πανικό. Η αποφυγή της όλης κατά¬στασης που του προκάλεσε τον φόβο τού εξασφαλίζει ανακούφιση από το άγχος και, με αυτόν τον τρόπο, η τάση αποφυγής μεγαλώνει, ενισχύεται.
Μια έντονη αρχική φοβική αντίδραση μπορεί να γίνει περισσότε¬ρο σοβαρή καθώς περνάει ο χρόνος, ακόμη κι αν τα γεγονότα που προκαλούν φόβο δεν επαναλαμβάνονται. Αυτό το φαινόμενο της αυ¬το-ανάπτυξης του φόβου καλείται «επώαση του άγχους». Σε αυτή την περίπτωση, το άγχος του παιδιού για τον παλικαρά συμμαθητή του αυξάνει, εξαιτίας και μόνον του «περιορισμού» του παιδιού στο αγχογόνο σχολικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, μπορεί να εξαπλωθεί σε όλο και περισσότερα στοιχεία της σχολικής ζωής («γενίκευση του ερεθίσματος»). Μπορεί να αναπτυχθεί σε σημείο που μόνο η αποφυ¬γή της σχολικής κατάστασης μπορεί να φέρει στο παιδί ανακούφιση από το ανυπόφορο άγχος. Το άγχος, καθώς έχει συνθεδεί χωροχρο¬νικά με διάφορα ερεθίσματα, χωρίς να είναι κάτω από συνειδητό έλεγχο, ενεργοποιείται παρά τις καλύτερες προσπάθειες του παι¬διού να το πολεμήσει. Τα συναισθήματα του απλώς «συμβαίνουν», ας πούμε, και, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι καλό να βάζουμε τις φωνές στο παιδί και να του λέμε να συνέλθει.
Δεν είναι πάντα «δραματικές» οι καταστάσεις, οι οποίες προκα¬λούν τις δυσπροσαρμοστικές αντιδράσεις. Ιδέες και στάσεις (που μεταδίδονται με την άσκοπη, γεμάτη υπερβολές, φλυαρία των παι¬διών) μπορούν να γίνουν πηγές αντιδράσεων αποστροφής προς διά¬φορες όψεις της σχολικής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο, ένα παιδί μπορεί να αποκτήσει μια φοβική στάση, χωρίς να έχει άμε¬σα δοκιμάσει το φοβικό ερέθισμα. Αυτό το φαινόμενο, που καλείται συμβολική μάθηση, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Αν τέτοιες παθολογικές μορφές συμπεριφοράς μπορούν να μα¬θευτούν, μπορούν επίσης να ξε-μαθευτούν, αν ακολουθηθούν οι ίδιοι νόμοι της μάθησης (Herbert, 1995).


Φυσιολογικοί φόβοι και νευρωσικά άγχη
Φοβικές αντιδράσεις: Καταστάσεις συναγερμού

Ο φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε γεγονότα που απειλούν την προσωπική ασφάλεια του παιδιού. Στην ουσία, εί¬ναι μια ζωτική αντίδραση προσαρμογής, την οποία κάθε γονέας αξιο¬ποιεί για να διδάξει το παιδί να αποφεύγει τους κινδύνους. Είναι επί¬σης μια προσαρμοστική αντίδραση, υπό την έννοια ότι εξασφαλίζει στο παιδί την ετοιμότητα να αντιμετωπίζει καταστάσεις ανάγκης.
Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, το παιδί βιώνει μια ποικιλία από σω¬ματικά συμπτώματα, όπως ταχυκαρδία, ρίγη και τρεμούλα, στομαχι¬κές ανωμαλίες, ξηρότητα του στόματος, εφίδρωση των χεριών κ.ά. Αυτές οι αντιδράσεις απορρέουν από βιοφυσιολογικούς μηχανι¬σμούς του σώματος. Είναι υπο-προϊόντα των αλλαγών στη βιοχημική κατάσταση του σώματος, οι οποίες επισυμβαίνουν καθώς ελευθε¬ρώνεται η αδρεναλίνη (ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια) μέσα στην κυκλοφορία του αίματος.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα παίζει ρό¬λο στη διατήρηση της ισορροπίας του εσωτερικού περιβάλλοντος, μέσω της λειτουργίας των αδένων, των αιμοφόρων αγγείων, των απαλών μυών και των μυών της καρδιάς. Πρόκειται για ένα σύστημα ελέγχου κατώτερης τάξης, αλλά, όπως ο εγκέφαλος, έτσι και το σύ¬στημα αυτό έχει μεγάλη σημασία στον καθορισμό του βαθμού εγρή¬γορσης «διέγερσης» του ατόμου και, ιδιαίτερα, της θυμικής-συναι¬σθηματικής του κατάστασης.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία λειτουργούν κάπως ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Το ένα καλεί¬ται συμπαθητικό και το άλλο παρασυμπαθητικό σύστημα. Το συμπα¬θητικό σύστημα συνεργεί στην προσαρμογή του σώματος σε κατα¬στάσεις συναγερμού ή κινδύνου, ενώ ο κύριος ρόλος του παρασυμ¬παθητικού συστήματος είναι η ρύθμιση της φυσιολογικής δρα¬στηριότητας των οργάνων του σώματος. Ας υποθέσουμε, για παρά¬δειγμα, ότι κάτι φοβίζει ένα άτομο. Σε μια τέτοια κατάσταση ψυχικής έντασης, κυριαρχεί το συμπαθητικό σύστημα. Καθώς η αδρεναλίνη ελευθερώνεται μέσα στον οργανισμό, γίνονται πολλές αλλαγές στις λειτουργίες του σώματος: διαστολή της ίριδας των ματιών, άρση των βλεφάρων και προβολή των βολβών των ματιών προς τα έξω, αύξηση των παλμών της καρδιάς και άνοδος της πίεσης του αίματος, μείωση της ποσότητας του αίματος στα εσωτερικά όργανα και διοχέτευση μεγαλύτερης ποσότητας του αίματος στα άκρα και στους μυς, αύξη¬ση της αναλογίας του σακχάρου στο αίμα, αναστολή της πέψης και έκκριση από τον σπλήνα περισσότερων κυττάρων αίματος για τη με¬ταφορά οξυγόνου κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο, ορισμένες λειτουργίες αναστέλλονται, εξαιτίας της διέγερσης του συμπαθητικού τμήματος, ενώ άλλες επιταχύνονται.
Ο Walter Cannon, πρωτοπόρος στη μελέτη της φυσιολογίας των συναισθημάτων, περιγράφει αυτές τις βιοφυσιολογικές συνέπειες, όλες μαζί, ως «λειτουργίες εγρήγορσης». Οι λειτουργίες αυτές επε¬νεργούν σε καταστάσεις επείγουσας ανάγ¬κης-κινδύνου, ορισμένες λειτουργίες είναι πιο ζωτικές για την επι¬βίωση από ό,τι είναι κάποιες άλλες. Άλλωστε, αν το άτομο δεν κα¬τορθώσει να επιβιώσει σε έναν σοβαρό κίνδυνο μέσω της φυγής ή της άμυνας, πολύ λίγο θα το ενδιέφερε αν έχει χωνέψει ή όχι το τε¬λευταίο του γεύμα. Κάτω, λοιπόν, από τέτοιες συνθήκες, η πέψη μπορεί να σταματήσει, ενώ μια αυξημένη ποσότητα αίματος απο¬στέλλεται στους μυς για να τους τονώσει, ώστε να φτάσουν στο μέ¬γιστο σημείο αποδοτικότητάς τους για δράση. Δυστυχώς, όμως, βιο¬σωματικές αντιδράσεις, που είναι χρήσιμες - ή ακόμη και σωτήριες- σε καταστάσεις κινδύνου (π.χ. η αυξημένη πίεση του αίματος), μπο¬ρεί να γίνουν παθολογικές (όπως συμβαίνει με την υψηλή υπέρτα¬ση), όταν οι εσωτερικές-θυμικές εντάσεις που τις προκαλούν είναι μόνιμες και απρόσφορες. Οι χρόνιες θυμικές εντάσεις είναι ένα κύ¬ριο χαρακτηριστικό των νευρωσικών διαταραχών. Σε αυτό εδώ ακρι¬βώς το γεγονός οφείλεται η στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη νεύρωση και στα σωματικά συμπτώματα, τις λεγόμενες νευρoφυτι¬κές διαταραχές.
Σήμερα, έχουμε λιγότερες περιστάσεις, από ό,τι είχαν οι πρόγο¬νοί μας, τόσο να αντισταθούμε - να αγωνιστούμε - εναντίον πραγμα¬τικών κινδύνων, όσο και να ξεφύγουμε από αυτούς. Στη σύγχρονη εποχή, οι φόβοι μας έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε διάχυτο άγχος και αβεβαιότητα για την ικανότητά μας να επιτύ¬χουμε στην ανταγωνιστική μας κοινωνία, για την προσωπική μας επάρκεια, για το κύρος μας και την κοινωνική μας θέση στην πολύ¬πλοκη κοινωνική μας δομή, καθώς και τη μοναξιά μας και την έλλει¬ψη βαθύτερου νοήματος ζωής στην χαώδη απρόσωπη κοινωνική μας μηχανή. Ακόμη και τα παιδιά δεν μένουν απρόσβλητα από τέτοιες ανησυχίες, καθώς είναι εκτεθειμένα στις αβεβαιότητες των ενηλί¬κων και, συγχρόνως, είναι γεμάτα με αμφιβολίες για το δικό τους εαυτό.
Όταν τα ενοχλητικά βιο-οργανικά αισθήματα, εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν αντικειμενι¬κές φοβικές αιτίες-καταστάσεις, τις αντιδράσεις αυτές τις ονομά¬ζουμε κρίσεις άγχους. Όλο και πιο συχνά, κρίσεις άγχους είναι η αν¬τίδραση στα «σύμβολα» ενδεχόμενων κινδύνων. Ένα τέτοιο «σύμ¬βολο» είναι π.χ. οι εισαγωγικές εξετάσεις. Αποτυχία στις εξετάσεις αυτές δεν αποτελεί απειλή για τη ζωή του παιδιού, αλλά είναι απειλή για την αυτοεκτίμηση του και, οπωσδήποτε, έχει αρνητικές επιπτώ¬σεις για το μέλλον του. Παρόλο που ορισμένα άτομα μπορούν να αψηφήσουν τέτοιες εντάσεις που επιβάλλει η σύγχρονη κοινωνία, η υψηλή συχνότητα νευρικών κλονισμών δείχνει ότι πολλοί δεν κατορ¬θώνουν να το κάνουν. Συνέπεια της ζωής μέσα στη σύγχρονη «πο¬λιτισμένη» κοινωνία, όπου κάθε εκδήλωση φόβου, επιθετικότη¬τας και δυσφορίας πρέπει σταθερά να απωθείται, είναι η δημιουργία στα ευαίσθητα άτομα νευρωσικών στάσεων και ψυχοσωματικών κα¬ταστάσεων. 
Πρώτα όμως είναι σκόπιμο να εξετάσουμε την πορεία που ακο¬λουθεί η ανάπτυξη των φόβων κατά την παιδική ηλικία (Herbert, 1995).

Παιδικοί φόβοι: Αναπτυξιακές τάσεις

Μπορούμε να προκαλέσουμε φόβο σε ένα βρέφος, ακόμη και τις πρώτες ημέρες της ζωής του, προκαλώντας έναν οξύ, δυνατό κρότο πίσω του ή με το να κάνουμε πως το αφήνουμε να πέσει (απώλεια στήριξης). Μέχρι την ηλικία των 6 ή 7 μηνών, το βρέφος δεν «ανησυ¬χεί», όταν βρίσκεται με ξένα πρόσωπα, αλλά από τον 7ο μήνα και ύστερα αλλάζει στάση απέναντι στους αγνώστους. Το βρέφος μα¬θαίνει βαθμιαία να διακρίνει ανάμεσα στα οικεία πρόσωπα, όπως εί¬ναι η μητέρα του, και σε άλλα άγνωστα πρόσωπα. Σε πολλά παιδιά, ο φόβος αποχωρισμού από τη μητέρα συνοδεύεται από το φόβο για τα άγνωστα πρόσωπα. Αυτός ο φόβος μπορεί να γενικευτεί και να γίνει ένας διάχυτος φόβος για το πρωτόγνωρο και το άγνωστο.
Αργότερα, οι καταστάσεις, που προκαλούν φόβο στο παιδί της προσχολικής ηλικίας, είναι κυρίως εκείνες που συνδέονται με το συ¬ναίσθημα της ανασφάλειας και με τις ανησυχίες του απέναντι στο άγνωστο και το ξαφνικό. Πράγματα που είναι εκτός ελέγχου του παι¬διού - όπως το σκοτάδι, οι μεγάλοι σκύλοι που γαβγίζουν, οι ασυνή¬θεις θόρυβοι, οι καταιγίδες, η θάλασσα, ο γιατρός, τα άγνωστα πρό¬σωπα - είναι οι τυπικές πηγές φόβου για τα νήπια. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, οι φόβοι του μεταβάλλονται, από απτούς και συγκεκρι¬μένους, σε αόρατους και απροσδιόριστους. Παρατηρείται μια αύξη¬ση του αριθμού των φόβων για το μυστηριώδες, το σκοτάδι, το να μένει μόνο του, τα ατυχήματα και τα τραύματα, τους «κακούς» αν¬θρώπους, την απώλεια ή το θάνατο προσφιλών προσώπων-συγγε¬νών, την ιατρική θεραπεία, τα υψηλά μέρη, τη γελοιοποίηση και την προσωπική αποτυχία, τον θάνατο και την ασθένεια.
Μελέτες για τους φόβους της παιδικής ηλικίας δείχνουν ότι οι φόβοι είναι τόσο συχνοί-κοινοί, ώστε να μπορεί να υποστηριχτεί ότι είναι «φυσιολογικό» για τα παιδιά να φοβούνται το ένα ή το άλλο ερέθισμα στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους. Σε μια έρευνα, για την προβληματική συμπεριφορά των φυσιολογικών παιδιών, δια¬πιστώθηκε ότι 90% των παιδιών είχαν ποικίλους φόβους. Είναι φανε¬ρό ότι, παρότι ο φόβος είναι, ως ένα βαθμό, κάτι συνηθισμένο στην παιδική ηλικία, η σοβαρότητα των συγκεκριμένων φοβικών αντιδρά¬σεων μπορεί να κριθεί μόνο από τις συνέπειες που έχουν στην καθη¬μερινή ζωή του παιδιού. Είναι σίγουρα ενθαρρυντικό να γνωρίζουν οι γονείς ότι οι παιδικοί φόβοι έρχονται και παρέρχονται και ότι, όπως έχει αποδειχθεί, οι περισσότεροι φόβοι απλώς ταράζουν-ανα¬στατώνουν και, καθόλου, δεν εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού. Είναι, κατά κανόνα, παροδικοί και όχι μόνιμοι.
Γενικώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάλυση των παιδικών φόβων και αγχωδών καταστάσεων που βιώνουν τα παιδιά στα διά¬φορα στάδια της ανάπτυξής τους, δείχνει ότι κάθε ηλικία τείνει να έχει το δικό της είδος «προβλημάτων προσαρμογής». Ορισμένο εί¬δος καταστάσεων τείνει και προκαλεί περισσότερα άγχη σε μια συγ¬κεκριμένη αναπτυξιακή φάση από ό,τι σε μια άλλη. Για παράδειγμα, η προσχολική ηλικία είναι γνωστή για φόβους προς πολλές από μα¬κρές και απίθανες καταστάσεις. Πολύ αργότερα, στην εφηβεία, οι φόβοι είναι πιο άμεσοι και προσωπικοί, όπως αυτοί που αφορούν στις σχέσεις με το άλλο φύλο.
Για να κρίνουμε κατά πόσον ο φόβος, που εκδηλώνει το παιδί μπροστά σε μια φοβική κατάσταση, αποτελεί μια ασυνήθη συναισθη¬ματική διαταραχή, είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε τους φυσιολογι¬κούς φόβους που βιώνουν τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν. Ένα με¬γάλο αριθμό φόβων το παιδί τους ξεπερνάει με τον ίδιο φυσιολογικό τρόπο που ξεπερνάει το ενδιαφέρον και την προσκόλλησή του σε πολλά από τα παιδικά παιγνίδια, καθώς και άλ¬λες προσφιλείς τους ενασχολήσεις (Herbert, 1995).


Πώς μαθαίνουμε να φοβόμαστε

Η ανάπτυξη των φόβων, ασφαλώς, επηρεάζεται από την ιδιοσυγ¬κρασία και τις προσωπικές εμπειρίες του παιδιού αφενός και αφετέ¬ρου από τις περιβαλλοντικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζο¬νται τα φοβικά ερεθίσματα-καταστάσεις. Η τάση του παιδιού να υπερ-αντιδρά με φόβο σχετίζεται στενά με την εγγενή ευαισθησία του αυτόνομου νευρικού συστήματός του. Επίσης, οι πολύ πρώιμες περιβαλλοντικές επιδράσεις, ακόμη και αυτές που πηγαίνουν πολύ πίσω ως το πρώτο περιβάλλον του παιδιού - το ενδομητρικό περι¬βάλλον κατά την κύηση - πιστεύεται ότι ευαισθητοποιούν το παιδί και το κάνουν να υπεραντιδρά. Υποστηρίζεται ότι, αν η μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει έντονο άγχος, είναι πιθανό το παι¬δί να γίνει περισσότερο νευρικό και ευαίσθητο από ό,τι αν ήταν ήρε¬μη και γαλήνια.
Περιστασιακές, πολύ τρομακτικές, εμπειρίες μπορούν, με βάση τις αρχές της θεωρίας της μάθησης, να συνεξαρτήσουν το παιδί να νιώθει έντονο φόβο σε κάθε παρόμοια κατάσταση αργότερα, και αυτή η συνεξάρτηση να γίνει μόνιμη. Με άλλα λόγια, οι φοβικές αντιδράσεις και το άγχος «μαθαίνονται» από το παιδί, καθώς αυτό συνδέει μια δυσάρεστη εμπειρία με μια συγκε¬κριμένη ουδέτερη κατάσταση. Και το πιο σημαντικό είναι ότι όλα τα παιδιά - ιδιαίτερα εκείνα που αρχίζουν τη ζωή τους έχοντας ήδη την εγγενή προδιάθεση για έντονο άγχος - είναι πολύ ευάλωτα στις με¬ταδοτικές συνέπειες των συναισθημάτων που βιώνουν οι γονείς. Τα παιδιά διαθέτουν «ειδική» ικανότητα να αντιλαμβάνονται και τα πιο μικρά σήματα που προδίδουν τα συναισθήματα των γονέων τους. Μερικοί φόβοι μεταδίδονται ασυνείδητα, όχι πάντα με λόγια, αλλά και με τη γενικότερη στάση μας ή ακόμη και με τους μορφασμούς μας και τις χειρονομίες μας. Στον τελευταίο πόλεμο, οι μητέρες, που ήταν ήρεμες κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών, είχαν συνήθως και ήρεμα παιδιά. Εκείνες που έδειχναν έντονο φόβο, με¬τέδιδαν τους φόβους τους στα παιδιά τους. Η σπουδαιότητα αυτής της συναισθηματικής μετάδοσης είναι εξαιρετικά μεγάλη. Υπάρχει μια άμεση ομοιότητα-αντιστοιχία ανάμεσα στους φόβους που έχουν τα αδέλφια, καθώς και ανάμεσα στους φόβους που έχουν οι γονείς και τα παιδιά τους. Όσο πιο ήρεμοι και γαλήνιοι είναι οι γονείς, τόσο περισσότερο μετριάζεται η γενική συναισθηματική φόρτιση στα παι¬διά.
Ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης μάθησης πραγματοποιείται μέσα σε διαπροσωπικό-μιμητικό πλαίσιο. Η Mary Cover Jones υπο¬στηρίζει ότι η κοινωνική μίμηση είναι ίσως η πιο κοινή πηγή των πα¬ράλογων φόβων στα παιδιά. Η Jones έβαλε μαζί, μέσα σε ένα παιδικό «πάρκο», ένα βρέφος που δεν φοβόταν τα κουνέλια και ένα άλλο που είχε φοβία για τα κουνέλια. Παρουσίασε και στα δύο παιδιά ένα κουνέλι. Το παιδί, που πριν δεν φοβόταν, ανέπτυξε αμέσως φοβικές αντιδράσεις απέναντι στο ζώο, μιμούμενο το άλλο παιδί.
Το γεγονός ότι η ηρεμία και η απουσία φόβου είναι καταστάσεις μεταδοτικές έχει χρησιμοποιηθεί για την εξάλειψη των φόβων. Με άλλα λόγια, τη διαδικασία (που περιγράψαμε παραπάνω) για την απόκτηση φόβων μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε αντίστροφα, για να προκαλέσουμε θετικό αποτέλεσμα και να απαλείψουμε φόβους. Σε μια έρευνα, παιδιά του νηπιαγωγείου που είχαν φόβους προς τους σκύλους συμμετείχαν σε οκτώ σύντομες θεραπευτικές συνα¬ντήσεις, όπου παρακολούθησαν ένα παιδί-πρότυπο να αλληλεπιδρά, όλο και πιο στενά, με έναν σκύλο: τον πλησίαζε, έπαιζε μαζί του, τον χάιδευε κ.λπ. Τα περισσότερα παιδιά-παρατηρητές απέβαλαν τους φόβους τους για τους σκύλους.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ένα μεγάλο μέρος της αν¬θρώπινης μάθησης περιλαμβάνει σύνθετες γνωστικές διαδικασίες, που λειτουργούν με σύμβολα, τα οποία μεταδίδονται διαμέσου της γλώσσας. Γι’ αυτόν το λόγο, το παιδί μπορεί να μάθει να φοβάται, απλώς και μόνο, ακούγοντας για τους φόβους των άλλων και, ιδιαί¬τερα, για τους φόβους των γονέων τους. Οι γονείς σωστά ανησυχούν και φροντίζουν να αποτρέψουν τα παιδιά τους να πάθουν κακό. Πρέ¬πει να διδάξουμε τα παιδιά να προφυλάσσονται από τους διάφορους κινδύνους, αλλά, δυστυχώς, τα διδάσκουμε να ψάχνουν, να αναζη¬τούν, για κάθε πιθανή απειλή που μπορεί να ελλοχεύει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, περνούμε από το λειτουργικό-προσαρμοστικό άγχος στο παθολογικό-δυσπροσαρμοστικό άγχος. Είναι πολύ εύκολο κάτι, που άρχιζε ως δικαιολογημένη ανησυχία, να μετατραπεί σε περιττή ταλαιπωρία. Αν μια μητέρα εκφράζει συνε¬χώς φόβους μπροστά στο παιδί της (αντί να λαμβάνει τις αναγκαίες προφυλάξεις με τρόπο θετικό), τότε, χωρίς να το καταλαβαίνει, εθί¬ζει το παιδί να βλέπει τον κόσμο σαν ένα επικίνδυνο τόπο. Για παρά¬δειγμα, μια διαζευγμένη και υπερβολικά αγχώδης μητέρα, που ζούσε με τη μοναδική της κόρη, κατατρεχόταν από την ιδέα ότι θα ερχόταν ένας άνδρας και θα απήγαγε ή θα παρενοχλούσε το παιδί της. Η μη¬τέρα έθεσε την κόρη της σε πραγματικό συναγερμό γι’ αυτόν τον «πανταχού παρόντα» κίνδυνο: την έμαθε να κλειδώνει όλες τις πόρ¬τες στο σπίτι, να έχει κλειστές τις κουρτίνες, να μένει μέσα στο σπίτι όσο περισσότερο μπορούσε και να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στο δρόμο - προς και από το σχολείο. Το μικρό αυτό κορίτσι βρισκόταν συνεχώς σε αφόρητη υπερένταση και ανησυχία. Ύστερα από λίγο καιρό, κατέληξε να φοβάται να αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού (πα¬ρουσίασε αγοραφοβία) και δεν έβγαινε ποτέ έξω μόνη της.
Ο ψυχίατρος Norman Cameron έχει συγκεντρώσει και καταγρά¬ψει μερικούς από τους τρόπους, με τους οποίους τα παιδιά μαθαί¬νουν να είναι αγχώδη:
Ορισμένα παιδιά χρησιμοποιούνται ως «έμπιστοι» από τους γονείς τους. Οι γονείς τούς εκμυστηρεύονται τα προβλήματά τους και μαζί τους μοιράζονται τις δυσκολίες τους. Τα παιδιά αυτά μαθαίνουν πρόωρα για τις δυσκολίες των μεγάλων, όπως είναι τα οικονομικά βά¬ρη και τα συζυγικά προβλήματα. Επειδή δεν έχουν την απαραίτητη ωριμότητα, ώστε να κατανοήσουν πλήρως αυτά τα προβλήματα, και δεν διαθέτουν την ικανότητα και την απαιτούμενη πείρα να τα αντι¬μετωπίσουν, τα παιδιά αυτά βυθίζονται πρόωρα μέσα στις αβεβαιότη¬τες και στα βάρη της ζωής.
Η επιδίωξη του τέλειου εκ μέρους των γονέων μπορεί επίσης να προκαλέσει φόβους στα παιδιά. Ο γονέας που δεν είναι ποτέ ικανο¬ποιημένος με την απόδοση του παιδιού του, που του λέει συνεχώς ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει καλύτερα, ο γονέας που θέτει στό¬χους πολύ υψηλότερους από τις πραγματικές δυνατότητες του παι¬διού, δημιουργεί ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ένα παιδί επιρ¬ρεπές στο συναίσθημα του φόβου μήπως τους απογοητεύσει όλους.
Οι υπερ-ανεκτικοί γονείς, επίσης, έχουν κατά κανόνα αγχώδη παιδιά. Φαίνεται ότι τα παιδιά, για να νιώθουν ασφαλή, χρειάζονται σαφή όρια, τα οποία οι ενήλικοι θα πρέπει να καθορίσουν και να ζη¬τήσουν από το παιδί να τα τηρήσει. Χωρίς αυτά τα όρια, το παιδί δεν είναι βέβαιο για τα σύνορα της ελευθερίας δράσης του. Συνέπεια της έλλειψης ορίων είναι ότι το παιδί δεν μπορεί να προβλέψει και να προκαθορίσει αυτό που ο κόσμος (έξω από το σπίτι του) προσδοκά από αυτό, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητά του να αυξάνεται (Herbert, 1995).

Πώς να βοηθήσουμε το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του

Οι γονείς έχουν τις δικές τους μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους φόβους και τις φοβίες των παιδιών τους. Ο Arthur Jersild και οι συνεργάτες του κατέγραψαν τις τεχνικές και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι γονείς και οι δάσκαλοι για να βοηθήσουν τα παιδιά να ξεπεράσουν τους φόβους τους. Επίσης, οι ερευνητές αυτοί προ¬σπάθησαν να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα καθεμιάς από τις μεθόδους αυτές.
Οι μέθοδοι και οι τεχνικές, που αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματι¬κές, για να βοηθηθεί το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, συνί¬στανται στα παρακάτω:
α) Να βοηθήσουμε το παιδί να αναπτύξει δεξιότητες, με τις οποίες να μπορεί να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το φοβικό αντι¬κείμενο ή τη φοβική κατάσταση (π.χ. όταν φοβάται το σκοτάδι, να έχει ένα φακό δίπλα στο μαξιλάρι του και να τον ανάβει).
β) Να φέρνουμε το παιδί σταδιακά σε επαφή και αλληλεπίδραση με το φοβικό αντικείμενο.
γ) Να δώσουμε στο παιδί ευκαιρίες να γνωρίσει, βαθμιαία, το φοβικό αντικείμενο ή την φοβική κατάσταση κάτω από συνθήκες που το παιδί να νιώθει απόλυτα ασφαλές.

Οι μέθοδοι, που αποδείχτηκαν ότι βοηθούν μερικές μόνο φορές το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, συνίστανται στα παρακάτω:
α) Να εξηγούμε με λόγια στο παιδί και να το διαβεβαιώνουμε ότι το φοβικό αντικείμενο δεν αποτελεί απειλή και ότι δεν είναι επικίνδυ¬νο.

β) Να εξηγούμε με λόγια και, ταυτόχρονα, να του δείχνουμε στην πράξη ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι επικίνδυνο.
γ) Να αναφέρουμε στο παιδί παραδείγματα θαρραλέας αντιμε¬τώπισης του φοβικού αντικειμένου. (Συχνά οι γονείς χρησιμοποιούν το παράδειγμα άλλων παιδιών που δεν έχουν φόβους).
δ) Να οδηγήσουμε το παιδί, με τη διαδικασία της τοποχρονικής συνεξάρτησης, να «πιστέψει» ότι το φοβικό αντι¬κείμενο δεν είναι καθόλου επικίνδυνο, αλλά απεναντίας ότι είναι ευ¬χάριστο.

Οι μέθοδοι, που διαπιστώθηκε ότι ήταν πρακτικά άχρηστες, ανα¬ποτελεσματικές, συνίστανται στα εξής:
α) Να αγνοούμε τους φόβους του παιδιού.
β) Να φέρουμε το παιδί σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο δια της βίας, παρά τη θέλησή του.
γ) Η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου.
δ) Η χορήγηση ηρεμιστικών στο παιδί.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι, ακόμη και χωρίς καμιά απολύτως βοή¬θεια, τα παιδιά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τους φόβους τους, και αυτό γίνεται είτε ως μέρος της γενικής πορείας προς την ωριμότητα είτε χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες τεχνικές:
α) Κάνοντας συνεχή προσπάθεια να ξεπεράσουν τους φόβους τους, φέρνοντας στη σκέψη τους κάθε φορά τη βοήθεια που μπο¬ρούν οι ενήλικοι να τους προσφέρουν ή με το να σκέπτονται κάτι ευ¬χάριστο, όπως π.χ. τα αγαπημένα τους παιχνίδια κ.λπ.
β) Συζητώντας με άλλους για τα πράγματα και τις καταστάσεις που τους προκαλούν φόβο.
γ) Συζητώντας με τον εαυτό τους και προσπαθώντας να διαπι¬στώσουν πόσο πραγματικός ή παράλογος είναι ο κίνδυνος που νιώ¬θουν για τρομερά, ανύπαρκτα πλάσματα (φαντάσματα, άγρια ζώα) ή για φαντασιώσεις ή για γεγονότα, όπως ο θάνατος, προς τα οποία νιώθουν έντονους φόβους (Herbert, 1995).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρέου, Ε. (1997). Ενδοπρωσωπικοί παράγοντες και προβλήματα συμπεριφοράς σε παιδιά σχολικής ηλικίας: έρευνα σε μαθητές Δ' και ΣΤ τάξης του Δημοτικού σχολείου. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Bey-janaud, Ε., Foubert, j-m. & Γαλάνη, Σ. (1985). 101 συμβουλές για να κατανικήσετε φόβους και φοβίες. Αθήνα: Φυτράκης - Hachette.

Eberlein, G. & Κουναλάκη, Α. (1980). Φοβίες και άγχη στα παιδιά. Αθήνα: Νότος.

Herbert, M. (1993). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Τόμος Πρώτος. (Eπιμ. Νέστορος, I.) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Herbert, M. (1995). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Τόμος Δεύτερος. (Eπιμ. Νέστορος, I.) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Herbert, Μ. (1997). Ψυχολογική φροντίδα του παιδιού και της οικογένειάς του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Herbert, Μ. (1998). Η κακή συμπεριφορά: βοηθώντας του γονείς να αντιμετωπίσουν το παιδί με διαταραχές διαγωγής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 

Meyer, M. (1991). Νικήστε τις φοβίες. (Επιμ. Κασβίκης, Ι.). Αθήνα: Λήθη.

Παρασκεύοπουλου, Ι. (1986). Εξελικτική Ψυχολογία. Τόμ. 1-4. Αθήνα.

Παπαγιώργη, Κ. (1999). Σύνδρομο αγοραφοβίας. Αθήνα: Καστανιώτη.

Παπαδημητρίου, Γ. (1974). Ειδική Ψυχιατρική: Νοσολογία - Θεραπευτική. Αθήνα: Γρηγόριος Παρισιανός.

Μπουλουγούρη, Γ. (1992). Φοβίες και η αντιμετώπισή τους. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Thoma, R. & Ήλεκτρη, Χ. (1964). Παιδικοί φόβοι. Αθήνα: Bασιλικόν Εθνικόν Ίδρυμα. Τομέας ψυχικής υγιεινής.

Γιατί οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποδεχτούν το διαφορετικό;

  Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν μία έμφυτη τάση να φοβούνται οτιδήποτε διαφορετικό, φοβούνται το άγνωστο, φοβούνται αυτό που δεν ξέρου...