Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

 



 




 



 


 



 



 



 



 

Μεταφόρτωση: Μεταφορτώθηκαν 22302 από 22302 byte.



 



 



 



 



 



 




 



 



 



 



 




 



 



 



 



 




 



Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

 

Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα (αποσπάσματα)

ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά — κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

 

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Από τη συλλογή Το Μονόγραμμα (1971)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 254-255, 259]


Θα πενθώ πάντα – μ’ ακούς; – για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο.

 

Ι.

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

 

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

 

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

 

ΙΙ.

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

 

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά

Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τα “πίστεψέ με” και τα “μη”

Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυό μικρά ζώα, τα χέρια μας

Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες

Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ  τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες

 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

 

Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

 

IΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερεις τοίχους , το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μεσ’ στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς

Είμ’ εγώ, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, μ΄ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικο της Οφηλίας, και μ’ ακούς

Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιός, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες

Θά’  ρθει μέρα, μ’ ακούς

Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα  χρόνοι, μ’ ακούς

Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς

Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς

Των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς

 

Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς

Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς

Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς

Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς

Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς

Ή κανείς ή κι δυο μαζί, μ΄ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς

Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς

Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς

Μεσ’ στη μέση της θάλασσας

Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς

Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου, άκου

Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;

Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;

Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς

Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)

 

(Απόσπασμα από το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ – Κεφ. Ι – IV,  Σελ.11-19)

Τέταρτη Έκδοση ΙΚΑΡΟΣ – Φεβρουάριος 1982


Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

 



Αν σε ελκύει μια γυναίκα

από το μέγεθος του στήθους της,

από τη μέση της ή από τους γοφούς της,

Κάνεις λάθος.


Αν αυτό που εκτιμάς περισσότερο σε αυτήν είναι τα χαρακτηριστικά του προσώπου της,

το χρώμα των ματιών της, το μήκος των ποδιών της,

ή πως την βλέπεις με μίνι φούστα

Κάνεις λάθος.


Μια γυναίκα είναι η συμπεριφορά της,

ο τρόπος που βλέπεις στα μάτια της ποιός είσαι , 

ο τρόπος που σου συμπεριφέρεται και σε κοιτάζει,

το γέλιο της και οι σιωπές της...


Γυναίκα είναι η εξυπνάδα της, η εξέγερση της

το μέσα της, η γενναιοδωρία της, η ικανότητά της να κάνει αρκετά πράγματα ταυτόχρονα, η μανία σου.


Το καλύτερο πράγμα σε μια γυναίκα δεν είναι το περιτύλιγμά της, είναι αυτό που υπάρχει μέσα της:

Το χιούμορ της, οι εκφάνσεις της, η γενναιότητα της, ο τρόπος σκέψης της...


Ένας πραγματικός άντρας,

ένας έξυπνος άνθρωπος,

ερωτεύεται αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν...


Ο αληθινός άντρας μπορεί να δει πραγματικά, αυτό που οι άλλοι δεν φαντάζονται καν ότι υπάρχει

και για αυτό τα ζευγάρια που είναι πρώτα απ'όλα φίλοι και πραγματικοί συντρόφοι παίρνουν ένα βραβείο,  και αυτο

λέγεται ΕΥΤΥΧΙΑ..


Μα όμως ΤΗΝ ΧΑΝΕΙΣ...


Πρέπει να είσαι τόσο ανόητος για να καταφεύγεις σε κάποιαν άλλη που σου χάρισε ένα ομορφότερο χαμόγελο.


Και αναρωτιέσαι γιατί την χάνεις; 


Την χάνεις, όταν σου δίνει ξημέρωμα στα μάτια της και συ της κάνεις τις μέρες γκρίζες.


Την χάνεις, όταν μετατρέπεται σε ουράνια τόξα απλά βάφοντας τον κόσμο σου και 'συ της δίνεις την αδιαφορία ως αντάλλαγμα.


Την χάνεις, όταν ακόμα σε γεμίζει με λεπτομέρειες και συ της λες ψέματα ως αντάλλαγμα.


Την χάνεις, όταν περιμένει ένα τηλεφώνημα ή ένα μήνυμα από εσένα, και εσύ γράφεις σε κάποιον άλλον.


Την χάνεις, όταν ψάχνει να την αγκαλιάσεις και συ την χρησιμοποιείς σωματικά.


Την χάνεις, όταν σε βλέπει ακόμα με θαυμασμό και συ την βλέπεις σαν αυτή που απαγορεύει την ελευθερία σου.


Την χάνεις... γιατί μόνο εσύ, δεν αξίζεις κάποια σαν αυτήν. Την χανεις... .