Επιμέλεια: Αγνή Βίκη και Ευστράτιος Παπάνης
Το άγχος δεν είναι σαφώς εστιασμένο σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Μπορεί να είναι γενικευμένος, αόριστος, αιωρούμενος φόβος να δια¬περνά τα πάντα, να απλώνεται ελεύθερα, να εκφράζεται σαν ένα αό¬ριστο και γενικευμένο συναίσθημα εσωτερικής έντασης.
Ενώ οι ενήλικοι μπορούν να αποκρύπτουν, να καμουφλάρουν, τα συναισθήματά τους, και μάλιστα τόσο καλά, ώστε να είναι αδύνα¬τον ο άλλος να καταλάβει πώς ακριβώς νιώθουν, τα παιδιά, αντίθετα, συμπεριφέρονται με τρόπο περισσότερο άμεσο, περισσότερο δια¬φανή. Ένας ψυχολόγος λέει ότι, αν και τα παιδιά δεν εκφράζουν άμεσα στην έκδηλη συμπεριφορά τους τα συναισθήματά τους, εύκο¬λα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα άγχη τους στην υπερένταση, στην αδιάκοπη ανησυχία, στην υπερκινητικότητα, στην ονειροπόληση, στο στερεοτυπικό λίκνισμα του σώματος μπρος-πίσω, στη συχνου¬ρία, στις διαταραχές της ομιλίας, στην απώλεια της όρεξης, στην πα¬λινδρόμηση σε μορφές συμπεριφοράς της βρεφικής ηλικίας, στα συ¬χνά κλάματα, στο πείσμα, στα υστερικά ξεσπάσματα και στους ιδιόρ¬ρυθμους νευρικούς μανιερισμούς, όπως η ονυχοφαγία, το πιπίλισμα του δακτύλου, το ανοιγο-κλείσιμο των ματιών, το ξύσιμο των γεννη¬τικών οργάνων κ.λπ.
Αν παρατηρήσει κανείς παιδιά την ώρα που παρακολουθούν σκη¬νές τρόμου και έντασης στην τηλεόραση, θα δει να τρώνε τα νύχια τους, να πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους, να τσιμπούν το δέρμα τους, να τραβούν τα μαλλιά τους κ.λπ. Αυτές οι μορφές συμπεριφο¬ράς είναι αρκετά λειτουργικές-φυσιολογικές: μειώνουν την εσωτερι¬κή ένταση που δοκιμάζει το παιδί. Το κακό όμως με τις εκδηλώσεις αυτές είναι ότι εμφανίζονται και όταν δεν υπάρχει κάποια σαφής ¬προφανής πρόκληση-αιτία και ότι μπορούν να είναι τόσο επίμονες, ώστε να θεωρηθούν ως πρόβλημα εσωτερικής ψυχικής έντασης. Επειδή είναι άκομψες και ενοχλητικές, οι γονείς τις χαρακτηρίζουν «κακές» συνήθειες. Οι ψυχολόγοι τις ονομάζουν συνήθειες εκτόνω¬σης της εσωτερικής έντασης ή συνήθειες «εσωτερικής χαλάρωσης». Τα παιδιά εκδηλώνουν τις συνήθειες χαλάρωσης - και τις «απολαμ¬βάνουν» φανερά, ενώ οι ενήλικοι έχουν μάθει να τις αποκρύπτουν ή να βρίσκουν κάποιες άλλες κοινωνικά αποδεκτές: καπνίζουν ή μα¬σουλούν γλυκά ή μασούν τσίκλα, ως υποκατάστατο αυτών των συνη¬θειών.
Όταν οι συνήθειες της εκτόνωσης της εσωτερικής έντασης εί¬ναι μέρος άλλου σοβαρού προβλήματος, τότε υπάρχουν και άλλα σημάδια ψυχικής διαταραχής. Ο Arthur Jersild μας δίνει ένα χρήσιμο στοιχείο για το άγχος: «Ένα από τα χαρακτηριστικά του αγχώδους ατόμου είναι ότι, στις αντιδράσεις του, υπερβαίνει τα όρια, το παρα¬κάνει. Ένα απλό επιτιμητικό σχόλιο ή κριτική μπορεί να το εξοργίσει και να το κάνει «εκτός εαυτού» ή, όταν πραγματικά συγκινηθεί για κάτι, μπορεί να γίνει υπερβολικά ήρεμος, όπως θα ήταν αν τον εξα¬νάγκαζαν να αποκρύψει τα συναισθήματά του». Το αγχώδες παιδί αντιδρά συχνά με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό από αυτόν που θα περίμενε κανείς.
Όταν οι συνήθειες εκτόνωσης της εσωτερικής έντασης εμφανί¬ζονται μεμονωμένες και είναι λιγότερο επίμονες και λιγότερο έντο¬νες, μπορεί απλώς να φανερώνουν ελαφρά και τρέχοντα προβλήμα¬τα προσαρμογής - τις κοινές αναπτυξιακές εντάσεις.
Παρακάτω θα περιγράψουμε μερικές από αυτές τις συνήθειες χαλάρωσης. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε πως οι περισσότερες από τις εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται στη συμπεριφορά των παιδιών που τα αποκαλούμε «φυσιολογικά» (Herbert, 1995).
Η ονυχοφαγία
Η ονυχοφαγία θεωρείται ένα από τα χαρακτηριστικά του αγχώ¬δους παιδιού. Πράγματι, μπορεί να εμφανίζεται ως μέρος ενός συνδρόμου συναισθηματικής διαταραχής, αλλά δεν συνεπάγεται υπο¬χρεωτικά σοβαρές επιπτώσεις. Σε μια έρευνα με 4.587 μαθητές στο Σικάγο, διαπιστώθηκε ότι τα δύο τρίτα (2/3 ) μιας ομάδας αγοριών, ηλικίας 8 ως 11 ετών, έτρωγαν τα νύχια τους. Η αναλογία για τα κο¬ρίτσια ήταν λίγο μικρότερη. Υπάρχουν επίσης μελέτες που δεί¬χνουν υψηλά ποσοστά ονυχοφαγίας σε τυχαία δείγματα παιδιών στη Βρετανία. Σε ένα δείγμα 239 παιδιών που φοιτούσαν σε νηπιαγωγεία, διαπιστώθηκε ότι κάθε παιδί παρουσίαζε (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του δασκάλου) δύο ή περισσότερα συμπτώματα-«συνήθειες» εσωτε¬ρικής έντασης. Ο μέσος όρος ξεπερνά τα τρία συμπτώματα για κάθε παιδί.
Οι ψυχολόγοι Lapouse και Mont, σε μια μελέτη τους με ένα αν¬τιπροσωπευτικό δείγμα 482 φυσιολογικών παιδιών (παιδιών δηλαδή που δεν είχαν δοσοληψίες με ψυχολόγους-ψυχιάτρους), ηλικίας 6 ως 12 ετών, διαπίστωσαν υψηλό ποσοστό προβλημάτων έντασης. Η συχνότητα για μερικά από τα προβλήματα αυτά ήταν:
Φόβοι και ανησυχίες (7 ή περισσότερες) 43%.
Ενούρηση 17%.
Νυκτερινοί εφιάλτες 28%.
Ανορεξία 20%.
Βουλιμία 16%.
Ξεσπάσματα οργής του¬λάχιστον μια φορά την ημέρα 11 % (τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα 48%, τουλάχιστον μια φορά το μήνα 80%).
Υπερκινητικό¬τητα 49%.
Υπερδιέγερση 30%.
Τραυλισμός 4%.
Τικ 12%.
Ονυχοφαγία 27% (2% όλη την ώρα).
Σκάλισμα της μύτης 26%.
Πιπίλισμα ή μάσημα ρούχων ή άλλων αντικειμένων 16%.
Σκάλισμα πληγής-σπυριού 16%.
Μάσημα-πιπίλισμα χειλέων ή δάγκωμα τοιχώματος του στόματος 11% κ.λπ.
Το πιπίλισμα του αντίχειρα
Το περιστασιακό πιπίλισμα του αντίχειρα είναι ένα τόσο συνηθι¬σμένο αναπτυξιακό φαινόμενο των πρώτων χρόνων της παιδικής ηλι¬κίας (παρουσιάζεται περίπου στο 40% των παιδιών μεταξύ 2 και 7 ετών), ώστε αν συμβαίνει μεμονωμένα - χωρίς άλλη εκδήλωση συμ¬πτωμάτων άγχους - δεν πρέπει να ανησυχούν ιδιαίτερα οι γονείς. Έχει υποστηριχθεί ότι η γένεση και η διατήρηση της συνήθειας του πιπιλίσματος του αντίχειρα μπορεί να εξηγηθεί με βάση τη θεωρία της μάθησης. Η εσωτερική ένταση της πείνας στο νεο¬γέννητο βρέφος ακολουθείται χρονικά από το θηλασμό (είτε από το στήθος της μητέρας είτε από το μπιμπερό). Το μωρό θηλάζει και η λήψη της τροφής ακολουθείται από τη ροή του σάλιου και, τελικά, από τη μείωση έντασης της πείνας (μείωση της εσωτερικής έντα¬σης). Αποτέλεσμα αυτής της τοποχρονικής συνεξάρτησης ανάμεσα στο πιπίλισμα και στη μείωση της πείνας είναι ότι η εσωτερική έντα¬ση της πείνας οδηγεί στο πιπίλισμα του αντίχειρα, το οποίο με τη σειρά του προκαλεί τη ροή σάλιου και τη μείωση της πείνας. Σε αυτή την αναπτυξιακή φάση, το παιδί φέρνει συχνά το δάκτυλό του στο στόμα του και έτσι είναι εύκολο να αρχίσει να πιπιλίζει το δάκτυλό του ως υποκατάστατο της ρώγας. Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε για¬τί ορισμένα παιδιά δεν πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους. Έχει αποδει¬χθεί ότι τα παιδιά που πιπιλίζουν και τα παιδιά που δεν πιπιλίζουν τον αντίχειρά τους δε διαφέρουν σημαντικά σε μια σειρά από χαρα¬κτηριστικά της προσωπικότητας. Ίσως τα παιδιά έχουν ανάγκη να πι¬πιλίζουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κάθε μέρα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν δεν αφήνουμε το παιδί να πιπιλίσει αρκετά κατά τη λήψη της τροφής, αυξάνονται οι πιθανότητες να πιπιλίσει τον αντίχειρά του.
Οι γονείς, συνήθως, για να ξεριζώσουν αυτές τις «άσχημες» συ¬νήθειες, χρησιμοποιούν μεθόδους που φαίνονται ως «απλές» τεχνι¬κές τροποποίησης της συμπεριφοράς. Χτυπούν, χλευάζουν ή επι¬κρίνουν το παιδί. Ιδιαίτερα προσφιλής μέθοδος είναι η αποστροφική συνεξάρτηση: αλείφουν τον αντίχειρα με κάτι που έχει πικρή γεύση (π.χ. κινίνο), ώστε το πιπίλισμα να είναι κάτι δυσάρεστο. Έχει αποδει¬χθεί ότι το πιπίλισμα μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, με τη χρήση της αρνητικής ενίσχυσης ως εξής: Ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα - το πιο αγαπημένο του παιδιού - διακόπτεται προσωρινά κάθε φορά που βάζει τον αντίχειρα στο στόμα. Καθώς κάθε κίνηση του αντίχειρα προς το στόμα ακολουθείται από διακοπή της ψυχαγωγίας, η τάση του παιδιού για πιπίλισμα ελαττώνεται δραστικά.
Αυτές οι μέθοδοι (τιμωρία, αποστροφικά σκευάσματα, στέρηση προνομίων) δεν συνιστώνται για χρήση από τους γονείς. Η τιμωρία είναι «απλή», μόνο με την έννοια ότι δεν απαιτεί πολλή σκέψη ή ευρηματικότητα. Αυτή η «απλότητα» όμως είναι απατηλή, καθώς μπορεί να έχει πολύπλοκα, ακόμη και πα¬ράδοξα, αποτελέσματα, επιτείνοντας μερικές φορές την συγκεκρι¬μένη συμπεριφορά που οι γονείς θέλουν να εξαλείψουν. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το πιπίλισμα του αντίχειρα δεν είναι τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτεί τέτοιες δραματικές (ή δραστικές) μεθόδους - ιδιαί¬τερα, αν αυτές αποβαίνουν σε βάρος των καλών σχέσεων γονέων ¬παιδιού.
Αν θεωρούμε πραγματικά αναγκαίο να απαλλάξουμε το παιδί από τη συνήθεια (για παράδειγμα, αν το ίδιο ζητάει βοήθεια), υπάρ¬χουν πολλές θετικές μέθοδοι διαθέσιμες. Ο ψυχολόγος Gerald Pat¬terson περιγράφει ένα πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του πιπιλί¬σματος του αντίχειρα στο βιβλίο του «οικογένειες», ως εξής:
Οι γονείς παρατηρούν ότι το 4χρονο παιδί τους έχει τον αντίχει¬ρά του στο στόμα, κατά μέσο όρο, ας υποθέσουμε, τριανταπέντε πε¬ρίπου λεπτά πριν πάει για ύπνο. Οι παρατηρήσεις τους δείχνουν ότι αυτό γίνεται σταθερά για περισσότερες από δύο ή τρεις ημέρες. Του δίνουν λοιπόν τις εξής οδηγίες:
«Γιώργο, εσύ λες πως θέλεις να σταματήσεις να πιπιλίζεις το δά¬χτυλό σου. Φαίνεται ότι δυσκολεύεσαι να το κάνεις. Λοιπόν, εμείς θα σε βοηθήσουμε να εξασκηθείς για να το σταματήσεις. Νομίζω πως θα είναι διασκεδαστικό για σένα. Η ώρα της άσκησης θα είναι ακριβώς πριν πας για ύπνο. Αν μπορέσεις για πέντε λεπτά να μην βάλεις το δάχτυλό σου στο στόμα, θα γράψεις έναν αστερίσκο εδώ σε αυτή την κάρτα πάνω στο κρεβάτι (του δείχνουν την κάρτα). Όταν συγκεντρώ¬σεις δέκα αστερίσκους, θα πάμε μαζί έναν ωραίο περίπατο στον ζωο¬λογικό κήπο, ειδικά για σένα. Θα προγραμματίσεις το χρονοδιακόπτη της κουζίνας. Ας δοκιμάσουμε. Είσαι έτοιμος; Θυμήσου, μη βάζεις το δάχτυλό σου στο στόμα, ωσότου να κτυπήσει ο χρονοδιακόπτης, και θα κερδίσεις έναν αστερίσκο».
Μερικές φορές τα προγράμματα μπορεί να φαίνον¬ται παράξενα και μηχανιστικά στους γονείς, ιδιαίτερα όταν οι «συμ¬φωνίες» που συνάπτονται ανάμεσα στους γονείς και στα μεγαλύτε¬ρης ηλικίας παιδιά αναφέρουν λεπτομερώς τις «αμοιβές» (ή τα «κέρ¬δη») για την εκδήλωση της νέας επιθυμητής συμπεριφοράς. Το σύ¬στημα της αμοιβής και της τιμωρίας φαίνεται σε πολλούς ανθρώπους πολύ ιδιοτελές, συγγενές προς την δωροληψία και τον εκβιασμό. Οι ψυχοθεραπευτές, που χρησιμοποιούν τη συντελεστική συνεξάρτηση υποστηρίζουν πως πολύ λίγοι άνθρωποι εργά¬ζονται για το τίποτα, και ότι οι ψυχοθεραπευτές το μόνο που κάνουν είναι να μετατρέπουν σε εντελώς σαφές (και ακριβές) ό,τι είναι σχε¬τικά ασαφές και μη συστηματικό στις διάφορες στρατηγικές ανα¬τροφής του παιδιού. Όπως ακριβώς είναι δύσκολη δουλειά για τους ενηλίκους να σταματήσουν συνήθειες, π.χ. όπως το κάπνισμα, είναι πολύ δύσκολο και για τα προβληματικά παιδιά να αλλάξουν τις προ¬βληματικές τους συμπεριφορές. Τα αποτελέσματα (αν πραγματικά επιθυμούμε μια περισσότερο δημιουργική ζωή για το παιδί) «αγιά¬ζουν» τα μέσα! Άλλωστε, ο απώτερος στόχος της θεραπείας είναι να περάσει το παιδί από τις εξωτερικές αμοιβές στις εσωτερικές (αυ¬το-) ενισχύσεις. Αυτές είναι αυτο-συντηρούμενες. Υποστηρίζεται ότι, αν το παιδί κατορθώσει για μία φορά να ελέγξει, ας πούμε το πιπίλισμα του δακτύλου, θα προσπαθήσει να διατηρήσει αυτή του την επιτυχία, επειδή του παρέχει εσωτερική ικανοποίηση.
Δεν απαιτείται οι γονείς να λάβουν ιδιαίτερα μέτρα, όταν το παι¬δί πιπιλίζει το δάχτυλό του στα δύο-τρία πρώτα χρόνια της ζωής του. Οι γονείς μάλλον χρειάζονται καθοδήγηση για να προσέξουν τη στά¬ση τους. Οι φόβοι των περισσότερων γονέων για τα αρνητικά αποτε¬λέσματα, που μπορεί να έχει το πιπίλισμα του δακτύλου στο παιδί, βασίζονται σε «ιστορίες» άλλων και μπορούν εύκολα να καταρρι¬φθούν. Ωστόσο, αν και η συνήθεια αυτή δεν εμπεριέχει το σπέρμα μελλοντικής συμφοράς, δεν είναι και το ωραιότερο ή χρησιμότερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένα παιδί μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι αλήθεια ότι απολαμβάνει αυτήν τη συνήθεια και συχνά δεν είναι πρόθυμο να την εγκαταλείψει, αλλά μπορεί να την αντικαταστήσει με άλλες ευχάριστες συνήθειες - ιδιαίτερα όταν οι εντάσεις που προκαλούσαν την ανεπιθύμητη αυτή συνήθεια έχουν επιλυθεί.
Δεν είναι ανάγκη ο γονέας να στέκεται πάντα δίπλα στο παιδί και να το παρατηρεί διαρκώς. Όταν εστιάζουμε τόσο φανερά την προσοχή μας στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά, μπορεί, αντί να την εξαλείψουμε, να την ενισχύουμε. Όταν βλέπουμε το παιδί με τον αντίχειρα στο στόμα, μπορούμε συχνά να του ζητήσουμε να κάνει κάποιο θέλημα ή να του δώσουμε κάτι άλλο να απασχοληθεί. Αν τα χέρια του παιδιού είναι απασχολημένα με κάποια ευχάριστη και εν¬διαφέρουσα δραστηριότητα, δεν μπορούν ταυτόχρονα να βρίσκο¬νται στο στόμα για πιπίλισμα.
Όταν το παιδί αποκοιμιέται με το δάχτυλο στο στόμα, η μητέρα του μπορεί, αν θέλει, να το απομακρύνει ήσυχα-ήσυχα. Αλλά το πρό¬βλημα δεν είναι τόσο σημαντικό που να την κρατάει στο δωμάτιό του για να καιροφυλακτεί ή να ξαγρυπνάει πέρα από τη συνηθισμένη της ώρα. Το κυριότερο είναι η μητέρα να απαλλαγεί από αδικαιολόγη¬τους φόβους και να κρατάει το παιδί απασχολημένο, με τρόπο φυσι¬κό, όλη την ημέρα. Από κει και πέρα η συνήθεια θα εξαλειφθεί μόνη της. Πολλά παιδιά σταματούν το πιπίλισμα του αντίχειρα, όταν πάνε σχολείο, επειδή συνειδητοποιούν ότι αυτή η συνήθεια δεν αρμόζει σε ένα «μεγάλο παιδί» που πηγαίνει στο σχολείο. Το παιδί μπορεί να απαλλαγεί από τις πιπίλες αν απλά δεν τις αντικαταστήσουμε, όταν φθαρούν ή χαθούν, ενισχύοντας παράλληλα το αίσθημα του παιδιού ότι «μεγάλωσε» και δεν το έχει πια ανάγκη. Αυτό πρέπει να γίνει με ήρεμο και πρακτικό τρόπο.
Πολλές φορές, οι γονείς που ανησυχούν πολύ για το πιπίλισμα του αντίχειρα, αφοσιώνονται σε μια αγχώδη προσπάθεια να «κό¬ψουν» αυτήν τη συνήθεια και δεν ψάχνουν να βρουν μήπως υπάρχει κάποιο άλλο, πραγματικό και βαθύτερο, πρόβλημα. Το χρόνιο ή υπέρμετρο πιπίλισμα του αντίχειρα μπορεί να είναι ένα προειδοποιη¬τικό σημάδι - μαζί με άλλα σημάδια - μιας λανθάνουσας ανεπάρκειας ή αποτυχίας. Αν αυτό συμβαίνει, τότε οι γονείς πρέπει να προσπα¬θήσουν να προσδιορίσουν τη βασική αιτία της διαταραχής.
Η επίμονη συνήθεια μπορεί να υποδηλώνει ότι το παιδί έχει φοβίες ή ότι δεν απολαμβάνει επαρκή αποδοχή από τους γονείς του. Η ανεπιθύμητη συνήθεια αντιπροσωπεύει ένα είδος αυτο-παρηγο¬ριάς. Μερικά παιδιά χρησιμοποιούν το πιπίλισμα του αντίχειρα για να εκφράσουν την αντίθεσή τους, τη δυσφορία τους. Καθώς συνει¬δητοποιούν πόσο εξοργίζονται οι γονείς τους με αυτήν τους τη συ¬νήθεια, βρίσκουν ικανοποίηση στο να προκαλούν τον θυμό τους και, επαναλαμβάνοντάς την, ανακουφίζονται από τις εντάσεις που έχουν συσσωρεύσει.
Ένα παιδί θα πιπιλίσει ευκαιριακά τον αντίχειρά του, όταν είναι άρρωστο, πεινασμένο ή κουρασμένο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έν¬ταση προέρχεται από βιολογικές ανησυχίες παροδικού χαρακτήρα. Το να καθιερώνουμε νωρίτερα την ώρα φαγητού ή να ελαφρύνουμε το ημερήσιο πρόγραμμά του είναι συνήθως αρκετό για να εξαλεί¬ψουμε το πρόβλημα.
Τα τικ
Το τελευταίο είδος συνηθειών χαλάρωσης, είναι οι αυτόματες-ακούσιες κινήσεις. Οι νευρικές συσπά¬σεις, που δεν ελέγχονται από το παιδί, ονομάζονται τικ και περιλαμ¬βάνουν ανοιγοκλείσιμο των ματιών, απότομες κινήσεις της κεφαλής, νευρικές κινήσεις των χεριών, γκριμάτσες, ξερόβηχα κ.λπ. Αν και τα τικ μπορεί να έχουν κάποια βιολογική αιτία και, επομένως, είναι δυ¬νατόν να ελεγχθούν με ιατροφαρμακευτικές μεθόδους, στις περισ¬σότερες περιπτώσεις έχουν ψυχολογική προέλευση.
Όταν τα τικ έχουν ψυχολογική προέλευση, αποτελούν ενδείξεις εσωτερικής έντασης ή εκδήλωση κάποιας ανεπιθύμητης συνήθειας. Τα παιδιά που έχουν τικ είναι κατά κανόνα ανήσυχα, αμήχανα και ευ¬αίσθητα, και συνήθως έχουν γονείς ιδιαίτερα απαιτητικούς – γονείς που ζητούν το τέλειο - που εξουσιάζουν και τιμωρούν αυστηρά. Με¬γάλες προσαρμογές στη ζωή, όπως το ξεκίνημα του σχολείου, απο¬τελούν, κατά κανόνα, το έναυσμα για την εμφάνιση των τικ. Η ηλικία των έξι ετών παρουσιάζει την υψηλότερη συχνότητα. Τα τικ είναι συ¬νηθέστερα στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια.
Οι θερμές παρακλήσεις, εκ μέρους των γονέων προς το παιδί, να σταματήσει τη συνήθεια, ή/και η γκρίνια και η τιμωρία το μόνο που κάνουν είναι απλώς να επιτείνουν το πρόβλημα. Η επικέντρωση της προσοχής στα τικ του, κάνουν το παιδί να νιώσει αμηχανία και ντρο¬πή για την «περίεργή» του αυτή συνήθεια. Η τακτική αυτή επιτείνει το πρόβλημα, αντί να το ελαττώνει. Η θεραπεία για αυτές τις συνή¬θειες έντασης καλό είναι να έχει ως στόχο τις αιτίες που ενισχύουν και διατηρούν τα συμπτώματα. Αυτό ίσως απαιτεί τη βοήθεια ειδικού. Μια ευαισθητοποιημένη - εκ μέρους των γονέων - διερεύνηση των ενισχυτικών διαδικασιών, των φόβων, των απογοητεύσεων και της ανασφάλειας, που αποτελούν το υπόβαθρο των συνηθειών αυτών έντασης, και ο λογικός χειρισμός αυτών των προβλημάτων με τον καθησυχασμό και την συμπαθητική κατανόηση του παιδιού, μπορεί συχνά να είναι επαρκή.
Υπάρχουν και άλλα, ειδικά, μέσα για την τροποποίηση πιο επίμο¬νων συνηθειών. Ο A.J. Yates θεωρεί τα τικ ως μια μαθημένη συνή¬θεια, η οποία (στους ενηλίκους τουλάχιστον) έχει αποκτήσει τη με¬γαλύτερη δυνατή ισχύ της. Ο Yates θεράπευε τα τικ των παιδιών, με βάση την αρχή ότι είναι δυνατό να εξαλείψουμε τέτοιες συνήθειες, προκαλώντας συνήθειες αρνητικές ή ασυμβίβαστες με τα τικ. Αν εφαρμόσουμε τη μαζική άσκηση - να εξωθήσουμε το άτομο να πα¬ρουσιάσει τικ στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τότε αναπτύσσεται τα¬χύτατα αντιδραστική αναστολή. Με άλλα λόγια, ο ασθενής οδηγείται να παρουσιάσει συνειδητά τη νευρική του σύσπαση, ξανά και ξανά ώσπου να εξαντληθεί. Όταν η αντιδραστική αναστολή φθάσει σε έναν σημαντικό βαθμό, το άτομο θα νιώσει «κόπωση» και θα αναγκα¬στεί να «ξεκουραστεί» (να μη παρουσιάζει το τικ). Η παρεμβολή της αντιδραστικής αναστολής στη διάρκεια της «περιόδου ανάπαυσης» ενισχύει τη συνήθεια της μη ανταπόκρισης (της μη δυνατότητας εκ¬δήλωσης του τικ).
Τα τικ των παιδιών έχουν αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς. Σε μια σχετική μελέ¬τη, ένα παιδί υπέφερε από πολλαπλά τικ - αναίτιο φύσημα της μύ¬της, λόξυγγα και κούνημα της κεφαλής - για έντεκα χρόνια. Η θερα¬πεία συνίστατο σε μακρές περιόδους εφαρμογής της μαζικής άσκη¬σης (μισή ως μιάμιση ώρα την ημέρα). Υπήρχε μια σημαντική μείωση της συχνότητας των τικ για μια περίοδο μεγαλύτερη των πέντε μη¬νών. Μια άλλη μελέτη όμως έδειξε ότι αυτό το είδος της επιτυχίας δεν στάθηκε δυνατό με ένα δεκατριάχρονο αγόρι που υπέφερε από πολλαπλά τικ στο πρόσωπο, τον λαιμό και το κεφάλι αντίθετα, το χειροτέρεψε. Αυτές οι τεχνικές-μέθοδοι θα πρέπει να αφεθούν στους ειδικούς, και όχι να δοκιμάζονται σε ερασιτεχνική βάση (Herbert, 1995).
Άγχος και στρες: Ψυχοσωματικές ασθένειες
Το άγχος συχνά βασανίζει τα άτομα όχι μόνο από άποψη ψυχο¬λογική, με τη μορφή του τρόμου, της ανησυχίας και της εσωτερικής έντασης αλλά και με τη μορφή σωματικών ασθενειών. Ο όρος «στρες» χρησιμοποιείται συχνά με αυτή την έννοια. Χρησιμοποιείται ευ¬ρέως, για να περιγράψει κάθε κατάσταση υπερφόρτισης, στην οποία το άτομο έχει εξωθηθεί στα όρια της αντοχής του. Είτε το στρες εί¬ναι στιγμιαίο και ακραίο είτε διαβρώνει βαθμιαία την προσωπικότητά μας με τις φαινομενικά μικρο-κρίσεις, ανησυχίες και συγκρούσεις της σύγχρονης ζωής, οι αντιδράσεις του ατόμου, τόσο στο ψυχολο¬γικό όσο και στο σωματικό μέρος, είναι σχεδόν ίδιες.
Πιθανότατα, το κυριότερο ίσως στρες, που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα, είναι ο συνωστισμός και η ηχορύπανση. Γνωρίζου¬με ότι, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, αυτές οι παρενο¬χλήσεις προκαλούν ποικίλες αρνητικές ψυχολογικές και βιοσωματι¬κές αντιδράσεις, όπως επιθετικότητα, άγχος και φόβο. Παρόμοιες αν¬τιδράσεις προκαλούν και τα ψυχολογικά στρες που είναι συνυφα¬σμένα με τη ζωή μας στην ανταγωνιστική μας κοινωνία.
Οι αλλαγές, που επισυμβαίνουν στη συμπεριφορά του ατόμου, όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από στρες, συνοδεύονται και από σύ¬στοιχες αλλαγές στο βιοσωματικό τομέα. Πολλοί ερευνητές έχουν καταγράψει αυτές τις σωματικές αλλαγές. Οι γενικές αντιδράσεις μοιάζουν να είναι οι ίδιες στα διάφορα είδη στρες, είτε αυτό είναι ψυχολογικής προέλευσης, όπως ο φόβος ή η ανησυχία, είτε είναι σω¬ματικής προέλευσης, όπως η υπερβολική ζέστη ή το υπερβολικό κρύο, η υπερβολική σωματική προσπάθεια, ο τραυματισμός ή η έλ¬λειψη ύπνου. Σε κάθε περίπτωση, το σώμα διέρχεται από τρία στά¬δια: το στάδιο της εγρήγορσης, το στάδιο της αντίστασης και το στάδιο της εξάντλησης.
Στο στάδιο της εγρήγορσης, η υπόφυση, ένας ενδοκρινής αδέ¬νας που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου, εκκρίνει μια χημική ου¬σία που ονομάζεται αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη ή ACTH. Αυτή η ορμόνη διεγείρει τα επινεφρίδια, ενδοκρινείς αδένες και αυτοί που βρίσκονται επάνω στα νεφρά. Τα επινεφρίδια αρχίζουν αμέσως να εκκρίνουν στην κυκλοφορία του αίματος επιπλέον ισχυρότερες ορ¬μόνες, που ονομάζονται κορτικοειδή. Στην αρχή, αυτά τα κορτικοει¬δή βοηθούν στην άμυνα του σώματος. Για παράδειγμα, δημιουργούν υπεραιμία γύρω από μια πληγή και αυτή η υπεραιμία είναι η φυσιολο¬γική αντίδραση του σώματος για την αντιμετώπιση της μόλυνσης. Μετά όμως από κάποιο διάστημα, αυτή η άμεση αντίδραση εξαντλεί¬ται και κάποιος διαφορετικός τύπος κορτικοειδούς αρχίζει να υπερι¬σχύει, επενεργώντας για την καταστολή της υπεραιμίας. Αυτό βοη¬θάει στη διαδικασία τοπικής επούλωσης της πληγής, ταυτόχρονα όμως αφήνει το σώμα απροστάτευτο στις μολύνσεις από άλλες αι¬τίες.
Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι συ¬νήθως αντιδρούν στο στρες, αρρωσταίνοντας με κάποιον, εμφανώς άσχετο, τρόπο. Τα θύματα του στρες συχνά πηγαίνουν στους για¬τρούς, για να θεραπευτούν από ανωμαλίες, οι οποίες δεν προέρχον¬ται καθόλου από κάποια βιοσωματικά αίτια. Οι αρρώστιες αυτές ονο¬μάζονται ψυχοσωματικές.
Στη γλώσσα μας, για να περιγράψουμε τις επιδράσεις των ψυχολο¬γικών καταστάσεων (π.χ. των συναισθημάτων) πάνω στις βιοσωματι¬κές λειτουργίες, χρησιμοποιούμε πολλές μεταφορικές εκφράσεις, όπως «σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου» και «η καρδιά μου πάει να σπάσει» στις διάφορες καταστάσεις φοβίας, «μου ήρθε εμε¬τός» στις περιπτώσεις αηδιαστικής αγανάκτησης, «πιάστηκε η ανα¬πνοή μου» στις περιπτώσεις αφόρητης στενοχώριας και φόβου, «έ¬χασα τη μιλιά μου» σε περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλού άγχους, εν¬θουσιασμού ή προσδοκίας κ.λπ.
Στα εργαστήρια ψυχοφυσιολογίας, οι ερευνητές κατόρθωσαν να αποδείξουν αυτό που όλοι διαισθητικά γνωρίζουμε ότι μας συμβαί¬νει, όταν αντιμετωπίζουμε δυσάρεστα συναισθήματα, ότι δηλαδή, υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στις ψυχολογικές καταστάσεις και στις βιο-σωματικές αντιδράσεις. Το στρες, είτε είναι οξύ είτε χρόνιο, μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογία του σώματος, προκαλώντας ποι¬κίλα σωματικά συμπτώματα. Έτσι, κάτι που θα έπρεπε να είναι προ¬σαρμοστική αντίδραση, γίνεται δυσπροσαπροσαρμοστική, διότι αυτά τα συναισθήματα δεν έχουν καμιά ομαλή διέξοδο σε δυναμική δρά¬ση. Τα πιο συνήθη συμπτώματα είναι οι αυχενικοί πόνοι, οι πονο¬κέφαλοι, οι πόνοι της μέσης, οι καρδιακοί πόνοι, οι ταχυπαλμίες, το σφίξιμο του στέρνου και του λάρυγγα, η αίσθηση πνιγμού, η ανορε¬ξία, η ναυτία, ο εμετός, η δυσπεψία, η δυσκοιλιότητα, η διάρροια, η συχνουρία, η σωματική εξάντληση και ατονία, οι ζαλάδες και η χρό¬νια κόπωση. Το παρατεταμένο στρες, είτε προέρχεται από εξωτερικά αίτια είτε από προβλήματα της προσωπικότητας, μπορεί τελικά να προκαλέσει ψυχοσωματικές διαταραχές.
Οι ψυχοσωματικές ασθένειες συνίστανται σε σωματικά συμπτώμα¬τα - όπως είναι το βρογχικό άσθμα, το αλλεργικό συνάχι, οι δερμα¬τικές ενοχλήσεις (παιδικό έκζεμα, ορτικάρια), η ελκώδης κολίτιδα, το πεπτικό έλκος, ημικρανίες και άλλα - τα οποία σχετίζονται με συγ¬κεκριμένους παράγοντες της προσωπικότητας, ειδικότερα, και με ψυχολογικούς παράγοντες, γενικότερα. Αυτές οι σωματικές διατα¬ραχές δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη ηλικία ή στάδιο ανά¬πτυξης. Συμβαίνουν συχνά σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Οι διαταρα¬χές του είδους αυτού είναι και η πιο συνηθισμένη αιτία απουσίας από το σχολείο.
Έχει διαπιστωθεί ότι, σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις ψυ¬χοσωματικών διαταραχών, συγκεκριμένες κρίσεις ή φάσεις της ασθένειας μπορεί να προκληθούν ή να παραταθούν από ψυχολογικά στρες. Γι’ αυτόν το λόγο, η θεραπεία των συμπτωμάτων με βιολογι¬κούς μόνο τρόπους είναι αναποτελεσματική. Μια ψυχοσωματική προσέγγιση στην ιατρική πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προσωπικό¬τητα του ασθενούς, τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θερα¬πεία της ασθένειάς του.
Ασφαλώς, δεν μπορούμε να καθορίσουμε τι είναι αυτό που πραγματικά ενοχλεί το συγκεκριμένο άτομο, ερευνώντας, μεμονω¬μένα, την κατάσταση που υποτίθεται ότι προκαλεί το στρες. Ένα βιοσωματικό στρες (π.χ. επαφή του οργανισμού με το βάκιλο της φυματίωσης) μπορεί να μην έχει καμιά επίδραση σε κάποιο άτομο, ενώ να έχει σε κάποιο άλλο. Οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς την αντίστασή τους στις διάφορες ασθένειες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια ψυχολογική κατάσταση (π.χ. συμμετοχή στις εισαγωγικές εξετάσεις) μπορεί να είναι ευνοϊκή για τη σωματική κατάσταση ενός παιδιού, παρωθώντας το να καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια, αλλά μπορεί να έχει αποδιοργανωτικές συνέπειες για ένα άλλο, προκα¬λώντας του διάρροια, πονοκέφαλο και άλλα ενοχλητικά συμπτώματα. Με άλλα λόγια, το κατά πόσον θα προκαλέσει ή όχι στρες σε ένα άτομο μια κατάσταση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου. Μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά σχετίζονται με τη σωματική του υγεία, ενώ άλλα με την ιδιοσυγκρασία και την προσω¬πικότητά του.
Βασική αρχή στην ψυχοσωματική προσέγγιση είναι η άποψη ότι η ασθένεια είναι ο ιδιαίτερος τρόπος αντίδρασης στις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει - κάτι που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει μορφή προσαρμογής. Τα αίτια αναζητούνται τόσο στα κλη¬ροδοτημένα-εγγενή χαρακτηριστικά του ατόμου, όσο και στο περι¬βάλλον του. Ο ασθενής, και όχι μόνο η ασθένεια, είναι στο επίκεν¬τρο, τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά τη θεραπεία.
Είναι το παιδί που έχει μια συγκεκριμένη ασθένεια όχι απλώς η ασθένεια που «έχει» το παιδί. Ας πάρουμε την περίπτωση του Μά¬ριου, που υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Μια προσεκτική ανάλυση έδειξε ότι ο μικρός «χρησιμοποιούσε» το άσθμα του, για να αποφεύ¬γει το στρες του σχολείου. Η μητέρα του περιέγραψε τις αντιδράσεις του, ως εξής: «Έχει μεταβάλει τον εαυτό σε κάτι μαγικό. Τις πρώτες μέρες στο σχολείο πήγαν όλα θαυμάσια. Διαπίστωσε όμως ότι μπο¬ρούσε να μένει μακριά από το σχολείο, εμφανίζοντας συμπτώματα άσθματος. Κάθε φορά που ήθελε να φύγει από το σχολείο, δημιουρ¬γούσε λοιπόν μια ασθματική κατάσταση και ο δάσκαλος τον έστελνε στο σπίτι. Παρέμενε άρρωστος ως το μεσημέρι και, γινόταν καλά, όταν πια ήταν αργά για να γυρίσει στο σχολείο». Το πρόβλημα λύθη¬κε, όταν ρυθμίστηκε να παραμένει ο Μάριος στο ιατρείο του σχολεί¬ου, κάθε φορά που παρουσίασε άσθμα. Μετά την απόσυρση της «α¬μοιβής», της «ενίσχυσης» (δηλαδή να φεύγει από το σχολείο), ο Μά¬ριος έπαυσε να παρουσιάζει άσθμα στο σχολείο (Herbert, 1995).
Φοβίες
Έχουμε ήδη αναφέρει ένα παράδειγμα φοβίας, της επίμονης άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο, της «σχολικής φοβίας». Η φοβία είναι ένας υπερβολι¬κός και περιοδικός-επανερχόμενος φόβος, ο οποίος είναι αδικαιο¬λόγητος-ανεξήγητος (ακόμη και για το ίδιο το θύμα). Είναι μια φοβι¬κή αντίδραση δυσανάλογη προς την αιτία - το φοβικό αντικείμενο ή την φοβική κατάσταση - που την προκαλεί. Το γεγονός ότι, ακόμη και εντελώς υγιή άτομα είναι δυνατόν να υποφέρουν από παράλο¬γους και νοσηρούς φόβους, είχε επισημανθεί πολύ παλιά από τον μεγάλο Έλληνα γιατρό Ιπποκράτη. Στον 17ο αιώνα, ο Robert Burton σχολίαζε, στο έργο του «Η ανατομία της μελαγχολίας», το αφόρητο μαρτύριο του φοβικού άγχους, ως εξής: «Όσοι ζουν μέσα στο φόβο ποτέ δεν είναι ελεύθεροι, αποφασιστικοί, ασφαλείς, ευτυχείς, αλλά βρίσκονται σε αδιάκοπο πόνο... Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία, μεγαλύτερο μαρτύριο, μεγαλύτερο βάσανο από αυτό».
Οι πιο γνωστές φοβίες είναι η κλειστοφοβία (φόβος για τους κλειστούς-περιορισμένους χώρους), η αγοραφοβία (φόβος για τους ανοικτούς χώρους και το πλήθος), η ακροφοβία (φόβος για τα ύψη) και η ζωοφοβία (φόβος για τα ζώα). Έχουν κατα¬γραφεί κάπου 200 είδη φοβίας.
Μια στατιστική ανάλυση έδειξε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολλοί από τους φόβους τείνουν να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο και οφείλονται σε μια γενική τάση ορισμένων ατόμων να εκδηλώνουν φόβους- οφείλονται δηλαδή σε έναν γενικό παράγοντα φόβου. Με άλλα λόγια, ορισμένα άτομα είναι γενικώς επιρρεπή στους φόβους και τείνουν να εκδηλώνουν μια μεγάλη ποικιλία φοβιών συγχρόνως. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ορισμένα άτομα εκδηλώνουν μια από τις εξής δύο ευρείες κατηγορίες φοβίας: είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους αποχωρισμού είτε αυτές που σχετίζονται με τους φόβους για τραυματισμό, για κτυπήματα ή για πόνο. Τέλος, διαπι¬στώθηκε ότι οι φοβίες μπορεί να είναι και εξαιρετικά ειδικές, να εμφανίζονται μεμονωμένα στο άτομο. Είναι οι λεγόμενες μονοσυμ¬πτωματικές φοβίες.
Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «φοβία», για μερικές από τις αγχώδεις και φοβικές κατα¬στάσεις της παιδικής ηλικίας. Πολλές από αυτές εμφανίζονται στα μάτια των ενηλίκων ως παράλογες ή δυσανάλογες προς την αιτία που τις προκαλούν, αλλά (όπως έχουμε δει) είναι τόσο κοινές στα παιδιά σε μερικές ηλικίες, ώστε πρέπει να θεωρούνται φυσιολογικοί ¬αναπτυξιακοί φόβοι. Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι φοβίες είναι δυ¬σπροσαρμοστικές μορφές συμπεριφοράς - δεν εξυπηρετούν κανέ¬ναν χρήσιμο σκοπό. Αντίθετα, ο φόβος του παιδιού για πραγματικά επικίνδυνες καταστάσεις είναι προσαρμοστικός. Μέσω του φόβου, για παράδειγμα, το παιδί μαθαίνει να αποφεύγει να αγγίζει καυτά πράγματα. Στην περίπτωση όμως της σχολικής φοβίας, η αποφυγή που δείχνει το παιδί προς κάποιες καταστάσεις είναι τελείως μη¬ προσαρμοστική - το αναγκάζει να απουσιάζει από το σχολείο το φέρνει σε μειονεκτική θέση, όταν τελικά επιστρέφει στο σχολείο κ.λπ.
Μια μεμονωμένη φοβία μπορεί να κάνει την εμφάνισή της, σε κάθε άτομο, ακόμη και στο άτομο με μια υγιή, από κάθε άλλη άποψη, προσωπικότητα. Στα άτομα όμως με νευρωσική προσωπικότητα, μπο¬ρεί μεν να εμφανιστεί μόνη, το πιθανότερο ωστόσο είναι να εμφανι¬στεί σε συνδυασμό με άλλους φόβους.
Οι φοβίες εμφανίζονται πιο συχνά στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Μπορεί να παρουσιαστούν σε κάθε ηλικία και φαίνεται ότι όλα τα κοινωνικά στρώματα υποφέρουν εξίσου απ’ αυτές. Μερικές φοβίες - όπως οι φοβίες για τα πουλιά - είναι προδήλως αδικαιολό¬γητες, ενώ άλλες - όπως οι φόβοι για τα τραίνα, τους ανελκυστήρες ή ακόμη και για τα ύψη - επιτρέπουν κάποιον βαθμό ορθολογικής εξήγησης και δικαιολόγησης. Σε κανέναν δεν αρέσει να παραδέχεται ότι φοβάται κάτι τελείως αδικαιολόγητα, «εν αιθρία». Γι’ αυτό, συχνά το φοβικό άτομο αναπτύσσει στο μυαλό του (εντελώς ασυνείδητα) περίτεχνες εξηγήσεις, για να δικαιολογήσει τους φόβους του.
Πολλοί άνθρωποι, φυσικά, έχουν μικρο-φοβίες. Φόβοι για τις αράχνες, τα φίδια, τους περιορισμένους χώρους κ.λπ., είναι πολύ συ¬νηθισμένοι. Κατά πόσον το παιδί χρειάζεται ή όχι θεραπεία για κά¬ποια φοβία του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε κατά πόσον η φοβία, αυτή καθαυτή, είναι εκείνο που ταλαιπωρεί το παιδί ή ότι υπάρχουν άλλες συναισθηματικές διαταρα¬χές που δεν του επιτρέπουν να ζήσει μια ικανοποιητική και παραγω¬γική ζωή.
Ένα παιδί, για παράδειγμα, είχε φόβο για τα ύψη (ακροφοβία). Μια τέτοια φοβία μπορεί να μη δημιουργούσε καμιά ιδιαίτερη ενόχληση σε πολλούς ανθρώπους, αλλά στην περί¬πτωση του παιδιού αυτού δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα. Επισκέ¬ψεις σε συγγενείς και φίλους έφερναν το παιδί σε διαμερίσματα πο¬λυκατοικιών που ήταν σε μεγάλα ύψη. Το παιδί κατακλυζόταν από άγχος, όταν βρισκόταν κοντά σε ένα υψηλό κιγκλίδωμα ή όταν έβγαι¬νε στην βεράντα, ακόμη και του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας.
Ο έντονος φόβος που προκαλείται στο άτομο, όταν βρεθεί μπροστά στο φοβικό αντικείμενο, κάνει το θύμα να μετέρχεται κάθε μέσο για να αποφύγει τις καταστάσεις, στις οποίες υπάρχει πιθα¬νότητα να συναντήσει το φοβικό αντικείμενο. Μερικές φοβίες έχουν ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα - για παράδειγμα, μια ψυχαναγκαστική ορμή που σπρώχνει το άτομο να εκσφενδονιστεί πάνω από το κιγκλί¬δωμα της βεράντας ή μια επίμονη ανησυχία μήπως βλάψει άλλους ανθρώπους κ.λπ. Μια τέτοια φοβία γίνεται μιας πλήρους απασχόλη¬σης «φροντίδα»-«δουλειά» για να μπορέσει να αντισταθεί στις ψυχα¬ναγκαστικές αυτές πιέσεις και έμμονες ιδέες (Herbert, 1995).
Πώς δημιουργούνται οι φοβίες
Η πρώτη εμφάνιση μιας φοβίας μπορεί να είναι δραματικά ξαφνική, δηλαδή να αρχίσει με μια ψυχοκατακλυσμιαία εμπειρία άγχους ή μπορεί να εξελιχθεί σιγά-σιγά και ύπουλα. Σε με¬ρικές περιπτώσεις, υπάρχει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «τραυλίζουσα» μορφή εμφάνισης της φοβίας, δηλαδή η φοβία προα¬ναγγέλλεται από μεμονωμένες κρίσεις πανικού ή από πολύ περιορι¬σμένα, βραχείας διάρκειας, επεισόδια άγχους. Συνήθως, υπάρχει μια διακύμανση στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ανάλογα με τις εν¬τάσεις στο περιβάλλον του ατόμου.
Οι ψυχαναλυτές θεωρούν τις φοβίες ως την ορατή όψη ασυνεί¬δητων ενδοψυχικών αιτίων ή και συγκρούσεων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το άτομο με φοβία αυτό που πραγματικά φοβάται είναι να ενδώσει στον πειρασμό να εκφράζει βαθιά ριζωμένες, ασύνειδες, επιθυμίες. Αυτές οι επιθυμίες είναι ενστικτώδεις-πρωτόγονες και απαγορευμένες. Οι φοβίες συχνά αναπτύσσονται για να προστατεύ¬ουν το άτομο από καταστάσεις, στις οποίες διεγείρονται οι καταπιε¬σμένες επιθετικές ή ερωτικές ορμές. Δεν θέλει να ενδώσει σε αυτές του τις ορμές, αλλά αυτές τον βάζουν σε πειρασμό. Γι’ αυτό το λό¬γο, μεταθέτει ή μεταβιβάζει το άγχος που του προκαλούν σε κάποιο συναπτόμενο-ουδέτερο αντικείμενο, όπως τα φίδια, οι αράχνες, το νερό ή το σκοτάδι. Ένα άτομο με ασυνείδητες ή ελάχιστα συνειδη¬τοποιημένες τάσεις αυτοκτονίας μπορεί ίσως να αναπτύξει μια φοβι¬κή αποφυγή για τα αιχμηρά μαχαίρια ή άλλα «δολοφονικά» αντικεί¬μενα. Ένα αυστηρό πουριτανικό άτομο μπορεί να αναπτύξει συφιλιδοφοβία (φόβο μήπως κολλήσει σύφιλη) - προστατεύοντας έτσι τον εαυτό του, με τη φοβία του αυτήν, από τον πειρασμό του σεξ.
Πολλοί ερευνητές, στο χώρο της πειραματικής ψυχολογίας, συγ¬γραφείς όπως ο Η. J. Eysenck και ο Joseph Wolpe, απορρίπτουν τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες. Πι¬στεύουν ότι η θεωρία της μάθησης, ο συμπεριφορισμός, κατέχει πολλά από τα μυστικά της νευρωσικής συμπεριφοράς. Ενώ συμφω¬νούν με τους ψυχαναλυτές ότι το άγχος παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη των φοβιών, γι’ αυτούς τα συμπτώματα είναι η πραγ¬ματική, η ίδια, η νεύρωση. Τα συμπτώματα δεν αντιπροσωπεύουν ένα είδος συμβολικής έκφρασης κάποιων δήθεν υποκειμενικών συγ¬κρούσεων και ασύνειδων ορμών. Τα νευρωσικά συμπτώματα, οι φοβίες, μαθαίνονται.
Ο Eysenck υποστηρίζει ότι ορισμένα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στις φοβίες. Αν το παιδί έχει τον τύπο προσωπικότητας (μεγάλη εσω¬στρέφεια) που αυξάνει την ικανότητα του ατόμου για συνεξάρτηση, και ένα αυτόνομο νευρικό σύστημα (μεγάλο νευ¬ρωτισμό) που έχει μεγάλη απαντητικότητα, είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στη μάθηση δυσπροσαρμοστικών μορφών συμπεριφοράς.
Ας υποθέ¬σουμε ότι ένα παιδί απειλήθηκε από τον παλικαρά συμμαθητή του, στην αυλή του σχολείου, στο διάλειμμα την ώρα που έτρωγε το «κο¬λατσιό» του. Η τυχαία σύνδεση του συγκεκριμένου χώρου, του παι¬γνιδιού, της ώρας της ημέρας κ.λπ. με την απειλητική επίθεση που του προκάλεσε τρόμο, κάνει το παιδί να νιώθει άγχος κατά την ώρα του φαγητού στο χώρο του παιγνιδιού κ.λπ. Το παιδί μπορεί να κά¬νει μια προσπάθεια να πλησιάσει το χώρο αυτόν του παιγνιδιού, αλλά την ίδια στιγμή αρχίζει να νιώθει πανικό. Η αποφυγή της όλης κατά¬στασης που του προκάλεσε τον φόβο τού εξασφαλίζει ανακούφιση από το άγχος και, με αυτόν τον τρόπο, η τάση αποφυγής μεγαλώνει, ενισχύεται.
Μια έντονη αρχική φοβική αντίδραση μπορεί να γίνει περισσότε¬ρο σοβαρή καθώς περνάει ο χρόνος, ακόμη κι αν τα γεγονότα που προκαλούν φόβο δεν επαναλαμβάνονται. Αυτό το φαινόμενο της αυ¬το-ανάπτυξης του φόβου καλείται «επώαση του άγχους». Σε αυτή την περίπτωση, το άγχος του παιδιού για τον παλικαρά συμμαθητή του αυξάνει, εξαιτίας και μόνον του «περιορισμού» του παιδιού στο αγχογόνο σχολικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, μπορεί να εξαπλωθεί σε όλο και περισσότερα στοιχεία της σχολικής ζωής («γενίκευση του ερεθίσματος»). Μπορεί να αναπτυχθεί σε σημείο που μόνο η αποφυ¬γή της σχολικής κατάστασης μπορεί να φέρει στο παιδί ανακούφιση από το ανυπόφορο άγχος. Το άγχος, καθώς έχει συνθεδεί χωροχρο¬νικά με διάφορα ερεθίσματα, χωρίς να είναι κάτω από συνειδητό έλεγχο, ενεργοποιείται παρά τις καλύτερες προσπάθειες του παι¬διού να το πολεμήσει. Τα συναισθήματα του απλώς «συμβαίνουν», ας πούμε, και, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι καλό να βάζουμε τις φωνές στο παιδί και να του λέμε να συνέλθει.
Δεν είναι πάντα «δραματικές» οι καταστάσεις, οι οποίες προκα¬λούν τις δυσπροσαρμοστικές αντιδράσεις. Ιδέες και στάσεις (που μεταδίδονται με την άσκοπη, γεμάτη υπερβολές, φλυαρία των παι¬διών) μπορούν να γίνουν πηγές αντιδράσεων αποστροφής προς διά¬φορες όψεις της σχολικής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο, ένα παιδί μπορεί να αποκτήσει μια φοβική στάση, χωρίς να έχει άμε¬σα δοκιμάσει το φοβικό ερέθισμα. Αυτό το φαινόμενο, που καλείται συμβολική μάθηση, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Αν τέτοιες παθολογικές μορφές συμπεριφοράς μπορούν να μα¬θευτούν, μπορούν επίσης να ξε-μαθευτούν, αν ακολουθηθούν οι ίδιοι νόμοι της μάθησης (Herbert, 1995).
Φυσιολογικοί φόβοι και νευρωσικά άγχη
Φοβικές αντιδράσεις: Καταστάσεις συναγερμού
Ο φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε γεγονότα που απειλούν την προσωπική ασφάλεια του παιδιού. Στην ουσία, εί¬ναι μια ζωτική αντίδραση προσαρμογής, την οποία κάθε γονέας αξιο¬ποιεί για να διδάξει το παιδί να αποφεύγει τους κινδύνους. Είναι επί¬σης μια προσαρμοστική αντίδραση, υπό την έννοια ότι εξασφαλίζει στο παιδί την ετοιμότητα να αντιμετωπίζει καταστάσεις ανάγκης.
Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, το παιδί βιώνει μια ποικιλία από σω¬ματικά συμπτώματα, όπως ταχυκαρδία, ρίγη και τρεμούλα, στομαχι¬κές ανωμαλίες, ξηρότητα του στόματος, εφίδρωση των χεριών κ.ά. Αυτές οι αντιδράσεις απορρέουν από βιοφυσιολογικούς μηχανι¬σμούς του σώματος. Είναι υπο-προϊόντα των αλλαγών στη βιοχημική κατάσταση του σώματος, οι οποίες επισυμβαίνουν καθώς ελευθε¬ρώνεται η αδρεναλίνη (ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια) μέσα στην κυκλοφορία του αίματος.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα παίζει ρό¬λο στη διατήρηση της ισορροπίας του εσωτερικού περιβάλλοντος, μέσω της λειτουργίας των αδένων, των αιμοφόρων αγγείων, των απαλών μυών και των μυών της καρδιάς. Πρόκειται για ένα σύστημα ελέγχου κατώτερης τάξης, αλλά, όπως ο εγκέφαλος, έτσι και το σύ¬στημα αυτό έχει μεγάλη σημασία στον καθορισμό του βαθμού εγρή¬γορσης «διέγερσης» του ατόμου και, ιδιαίτερα, της θυμικής-συναι¬σθηματικής του κατάστασης.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία λειτουργούν κάπως ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Το ένα καλεί¬ται συμπαθητικό και το άλλο παρασυμπαθητικό σύστημα. Το συμπα¬θητικό σύστημα συνεργεί στην προσαρμογή του σώματος σε κατα¬στάσεις συναγερμού ή κινδύνου, ενώ ο κύριος ρόλος του παρασυμ¬παθητικού συστήματος είναι η ρύθμιση της φυσιολογικής δρα¬στηριότητας των οργάνων του σώματος. Ας υποθέσουμε, για παρά¬δειγμα, ότι κάτι φοβίζει ένα άτομο. Σε μια τέτοια κατάσταση ψυχικής έντασης, κυριαρχεί το συμπαθητικό σύστημα. Καθώς η αδρεναλίνη ελευθερώνεται μέσα στον οργανισμό, γίνονται πολλές αλλαγές στις λειτουργίες του σώματος: διαστολή της ίριδας των ματιών, άρση των βλεφάρων και προβολή των βολβών των ματιών προς τα έξω, αύξηση των παλμών της καρδιάς και άνοδος της πίεσης του αίματος, μείωση της ποσότητας του αίματος στα εσωτερικά όργανα και διοχέτευση μεγαλύτερης ποσότητας του αίματος στα άκρα και στους μυς, αύξη¬ση της αναλογίας του σακχάρου στο αίμα, αναστολή της πέψης και έκκριση από τον σπλήνα περισσότερων κυττάρων αίματος για τη με¬ταφορά οξυγόνου κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο, ορισμένες λειτουργίες αναστέλλονται, εξαιτίας της διέγερσης του συμπαθητικού τμήματος, ενώ άλλες επιταχύνονται.
Ο Walter Cannon, πρωτοπόρος στη μελέτη της φυσιολογίας των συναισθημάτων, περιγράφει αυτές τις βιοφυσιολογικές συνέπειες, όλες μαζί, ως «λειτουργίες εγρήγορσης». Οι λειτουργίες αυτές επε¬νεργούν σε καταστάσεις επείγουσας ανάγ¬κης-κινδύνου, ορισμένες λειτουργίες είναι πιο ζωτικές για την επι¬βίωση από ό,τι είναι κάποιες άλλες. Άλλωστε, αν το άτομο δεν κα¬τορθώσει να επιβιώσει σε έναν σοβαρό κίνδυνο μέσω της φυγής ή της άμυνας, πολύ λίγο θα το ενδιέφερε αν έχει χωνέψει ή όχι το τε¬λευταίο του γεύμα. Κάτω, λοιπόν, από τέτοιες συνθήκες, η πέψη μπορεί να σταματήσει, ενώ μια αυξημένη ποσότητα αίματος απο¬στέλλεται στους μυς για να τους τονώσει, ώστε να φτάσουν στο μέ¬γιστο σημείο αποδοτικότητάς τους για δράση. Δυστυχώς, όμως, βιο¬σωματικές αντιδράσεις, που είναι χρήσιμες - ή ακόμη και σωτήριες- σε καταστάσεις κινδύνου (π.χ. η αυξημένη πίεση του αίματος), μπο¬ρεί να γίνουν παθολογικές (όπως συμβαίνει με την υψηλή υπέρτα¬ση), όταν οι εσωτερικές-θυμικές εντάσεις που τις προκαλούν είναι μόνιμες και απρόσφορες. Οι χρόνιες θυμικές εντάσεις είναι ένα κύ¬ριο χαρακτηριστικό των νευρωσικών διαταραχών. Σε αυτό εδώ ακρι¬βώς το γεγονός οφείλεται η στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη νεύρωση και στα σωματικά συμπτώματα, τις λεγόμενες νευρoφυτι¬κές διαταραχές.
Σήμερα, έχουμε λιγότερες περιστάσεις, από ό,τι είχαν οι πρόγο¬νοί μας, τόσο να αντισταθούμε - να αγωνιστούμε - εναντίον πραγμα¬τικών κινδύνων, όσο και να ξεφύγουμε από αυτούς. Στη σύγχρονη εποχή, οι φόβοι μας έχουν περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθούν σε διάχυτο άγχος και αβεβαιότητα για την ικανότητά μας να επιτύ¬χουμε στην ανταγωνιστική μας κοινωνία, για την προσωπική μας επάρκεια, για το κύρος μας και την κοινωνική μας θέση στην πολύ¬πλοκη κοινωνική μας δομή, καθώς και τη μοναξιά μας και την έλλει¬ψη βαθύτερου νοήματος ζωής στην χαώδη απρόσωπη κοινωνική μας μηχανή. Ακόμη και τα παιδιά δεν μένουν απρόσβλητα από τέτοιες ανησυχίες, καθώς είναι εκτεθειμένα στις αβεβαιότητες των ενηλί¬κων και, συγχρόνως, είναι γεμάτα με αμφιβολίες για το δικό τους εαυτό.
Όταν τα ενοχλητικά βιο-οργανικά αισθήματα, εμφανίζονται χωρίς να υπάρχουν αντικειμενι¬κές φοβικές αιτίες-καταστάσεις, τις αντιδράσεις αυτές τις ονομά¬ζουμε κρίσεις άγχους. Όλο και πιο συχνά, κρίσεις άγχους είναι η αν¬τίδραση στα «σύμβολα» ενδεχόμενων κινδύνων. Ένα τέτοιο «σύμ¬βολο» είναι π.χ. οι εισαγωγικές εξετάσεις. Αποτυχία στις εξετάσεις αυτές δεν αποτελεί απειλή για τη ζωή του παιδιού, αλλά είναι απειλή για την αυτοεκτίμηση του και, οπωσδήποτε, έχει αρνητικές επιπτώ¬σεις για το μέλλον του. Παρόλο που ορισμένα άτομα μπορούν να αψηφήσουν τέτοιες εντάσεις που επιβάλλει η σύγχρονη κοινωνία, η υψηλή συχνότητα νευρικών κλονισμών δείχνει ότι πολλοί δεν κατορ¬θώνουν να το κάνουν. Συνέπεια της ζωής μέσα στη σύγχρονη «πο¬λιτισμένη» κοινωνία, όπου κάθε εκδήλωση φόβου, επιθετικότη¬τας και δυσφορίας πρέπει σταθερά να απωθείται, είναι η δημιουργία στα ευαίσθητα άτομα νευρωσικών στάσεων και ψυχοσωματικών κα¬ταστάσεων.
Πρώτα όμως είναι σκόπιμο να εξετάσουμε την πορεία που ακο¬λουθεί η ανάπτυξη των φόβων κατά την παιδική ηλικία (Herbert, 1995).
Παιδικοί φόβοι: Αναπτυξιακές τάσεις
Μπορούμε να προκαλέσουμε φόβο σε ένα βρέφος, ακόμη και τις πρώτες ημέρες της ζωής του, προκαλώντας έναν οξύ, δυνατό κρότο πίσω του ή με το να κάνουμε πως το αφήνουμε να πέσει (απώλεια στήριξης). Μέχρι την ηλικία των 6 ή 7 μηνών, το βρέφος δεν «ανησυ¬χεί», όταν βρίσκεται με ξένα πρόσωπα, αλλά από τον 7ο μήνα και ύστερα αλλάζει στάση απέναντι στους αγνώστους. Το βρέφος μα¬θαίνει βαθμιαία να διακρίνει ανάμεσα στα οικεία πρόσωπα, όπως εί¬ναι η μητέρα του, και σε άλλα άγνωστα πρόσωπα. Σε πολλά παιδιά, ο φόβος αποχωρισμού από τη μητέρα συνοδεύεται από το φόβο για τα άγνωστα πρόσωπα. Αυτός ο φόβος μπορεί να γενικευτεί και να γίνει ένας διάχυτος φόβος για το πρωτόγνωρο και το άγνωστο.
Αργότερα, οι καταστάσεις, που προκαλούν φόβο στο παιδί της προσχολικής ηλικίας, είναι κυρίως εκείνες που συνδέονται με το συ¬ναίσθημα της ανασφάλειας και με τις ανησυχίες του απέναντι στο άγνωστο και το ξαφνικό. Πράγματα που είναι εκτός ελέγχου του παι¬διού - όπως το σκοτάδι, οι μεγάλοι σκύλοι που γαβγίζουν, οι ασυνή¬θεις θόρυβοι, οι καταιγίδες, η θάλασσα, ο γιατρός, τα άγνωστα πρό¬σωπα - είναι οι τυπικές πηγές φόβου για τα νήπια. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, οι φόβοι του μεταβάλλονται, από απτούς και συγκεκρι¬μένους, σε αόρατους και απροσδιόριστους. Παρατηρείται μια αύξη¬ση του αριθμού των φόβων για το μυστηριώδες, το σκοτάδι, το να μένει μόνο του, τα ατυχήματα και τα τραύματα, τους «κακούς» αν¬θρώπους, την απώλεια ή το θάνατο προσφιλών προσώπων-συγγε¬νών, την ιατρική θεραπεία, τα υψηλά μέρη, τη γελοιοποίηση και την προσωπική αποτυχία, τον θάνατο και την ασθένεια.
Μελέτες για τους φόβους της παιδικής ηλικίας δείχνουν ότι οι φόβοι είναι τόσο συχνοί-κοινοί, ώστε να μπορεί να υποστηριχτεί ότι είναι «φυσιολογικό» για τα παιδιά να φοβούνται το ένα ή το άλλο ερέθισμα στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους. Σε μια έρευνα, για την προβληματική συμπεριφορά των φυσιολογικών παιδιών, δια¬πιστώθηκε ότι 90% των παιδιών είχαν ποικίλους φόβους. Είναι φανε¬ρό ότι, παρότι ο φόβος είναι, ως ένα βαθμό, κάτι συνηθισμένο στην παιδική ηλικία, η σοβαρότητα των συγκεκριμένων φοβικών αντιδρά¬σεων μπορεί να κριθεί μόνο από τις συνέπειες που έχουν στην καθη¬μερινή ζωή του παιδιού. Είναι σίγουρα ενθαρρυντικό να γνωρίζουν οι γονείς ότι οι παιδικοί φόβοι έρχονται και παρέρχονται και ότι, όπως έχει αποδειχθεί, οι περισσότεροι φόβοι απλώς ταράζουν-ανα¬στατώνουν και, καθόλου, δεν εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού. Είναι, κατά κανόνα, παροδικοί και όχι μόνιμοι.
Γενικώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάλυση των παιδικών φόβων και αγχωδών καταστάσεων που βιώνουν τα παιδιά στα διά¬φορα στάδια της ανάπτυξής τους, δείχνει ότι κάθε ηλικία τείνει να έχει το δικό της είδος «προβλημάτων προσαρμογής». Ορισμένο εί¬δος καταστάσεων τείνει και προκαλεί περισσότερα άγχη σε μια συγ¬κεκριμένη αναπτυξιακή φάση από ό,τι σε μια άλλη. Για παράδειγμα, η προσχολική ηλικία είναι γνωστή για φόβους προς πολλές από μα¬κρές και απίθανες καταστάσεις. Πολύ αργότερα, στην εφηβεία, οι φόβοι είναι πιο άμεσοι και προσωπικοί, όπως αυτοί που αφορούν στις σχέσεις με το άλλο φύλο.
Για να κρίνουμε κατά πόσον ο φόβος, που εκδηλώνει το παιδί μπροστά σε μια φοβική κατάσταση, αποτελεί μια ασυνήθη συναισθη¬ματική διαταραχή, είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε τους φυσιολογι¬κούς φόβους που βιώνουν τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν. Ένα με¬γάλο αριθμό φόβων το παιδί τους ξεπερνάει με τον ίδιο φυσιολογικό τρόπο που ξεπερνάει το ενδιαφέρον και την προσκόλλησή του σε πολλά από τα παιδικά παιγνίδια, καθώς και άλ¬λες προσφιλείς τους ενασχολήσεις (Herbert, 1995).
Πώς μαθαίνουμε να φοβόμαστε
Η ανάπτυξη των φόβων, ασφαλώς, επηρεάζεται από την ιδιοσυγ¬κρασία και τις προσωπικές εμπειρίες του παιδιού αφενός και αφετέ¬ρου από τις περιβαλλοντικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζο¬νται τα φοβικά ερεθίσματα-καταστάσεις. Η τάση του παιδιού να υπερ-αντιδρά με φόβο σχετίζεται στενά με την εγγενή ευαισθησία του αυτόνομου νευρικού συστήματός του. Επίσης, οι πολύ πρώιμες περιβαλλοντικές επιδράσεις, ακόμη και αυτές που πηγαίνουν πολύ πίσω ως το πρώτο περιβάλλον του παιδιού - το ενδομητρικό περι¬βάλλον κατά την κύηση - πιστεύεται ότι ευαισθητοποιούν το παιδί και το κάνουν να υπεραντιδρά. Υποστηρίζεται ότι, αν η μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει έντονο άγχος, είναι πιθανό το παι¬δί να γίνει περισσότερο νευρικό και ευαίσθητο από ό,τι αν ήταν ήρε¬μη και γαλήνια.
Περιστασιακές, πολύ τρομακτικές, εμπειρίες μπορούν, με βάση τις αρχές της θεωρίας της μάθησης, να συνεξαρτήσουν το παιδί να νιώθει έντονο φόβο σε κάθε παρόμοια κατάσταση αργότερα, και αυτή η συνεξάρτηση να γίνει μόνιμη. Με άλλα λόγια, οι φοβικές αντιδράσεις και το άγχος «μαθαίνονται» από το παιδί, καθώς αυτό συνδέει μια δυσάρεστη εμπειρία με μια συγκε¬κριμένη ουδέτερη κατάσταση. Και το πιο σημαντικό είναι ότι όλα τα παιδιά - ιδιαίτερα εκείνα που αρχίζουν τη ζωή τους έχοντας ήδη την εγγενή προδιάθεση για έντονο άγχος - είναι πολύ ευάλωτα στις με¬ταδοτικές συνέπειες των συναισθημάτων που βιώνουν οι γονείς. Τα παιδιά διαθέτουν «ειδική» ικανότητα να αντιλαμβάνονται και τα πιο μικρά σήματα που προδίδουν τα συναισθήματα των γονέων τους. Μερικοί φόβοι μεταδίδονται ασυνείδητα, όχι πάντα με λόγια, αλλά και με τη γενικότερη στάση μας ή ακόμη και με τους μορφασμούς μας και τις χειρονομίες μας. Στον τελευταίο πόλεμο, οι μητέρες, που ήταν ήρεμες κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών, είχαν συνήθως και ήρεμα παιδιά. Εκείνες που έδειχναν έντονο φόβο, με¬τέδιδαν τους φόβους τους στα παιδιά τους. Η σπουδαιότητα αυτής της συναισθηματικής μετάδοσης είναι εξαιρετικά μεγάλη. Υπάρχει μια άμεση ομοιότητα-αντιστοιχία ανάμεσα στους φόβους που έχουν τα αδέλφια, καθώς και ανάμεσα στους φόβους που έχουν οι γονείς και τα παιδιά τους. Όσο πιο ήρεμοι και γαλήνιοι είναι οι γονείς, τόσο περισσότερο μετριάζεται η γενική συναισθηματική φόρτιση στα παι¬διά.
Ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης μάθησης πραγματοποιείται μέσα σε διαπροσωπικό-μιμητικό πλαίσιο. Η Mary Cover Jones υπο¬στηρίζει ότι η κοινωνική μίμηση είναι ίσως η πιο κοινή πηγή των πα¬ράλογων φόβων στα παιδιά. Η Jones έβαλε μαζί, μέσα σε ένα παιδικό «πάρκο», ένα βρέφος που δεν φοβόταν τα κουνέλια και ένα άλλο που είχε φοβία για τα κουνέλια. Παρουσίασε και στα δύο παιδιά ένα κουνέλι. Το παιδί, που πριν δεν φοβόταν, ανέπτυξε αμέσως φοβικές αντιδράσεις απέναντι στο ζώο, μιμούμενο το άλλο παιδί.
Το γεγονός ότι η ηρεμία και η απουσία φόβου είναι καταστάσεις μεταδοτικές έχει χρησιμοποιηθεί για την εξάλειψη των φόβων. Με άλλα λόγια, τη διαδικασία (που περιγράψαμε παραπάνω) για την απόκτηση φόβων μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε αντίστροφα, για να προκαλέσουμε θετικό αποτέλεσμα και να απαλείψουμε φόβους. Σε μια έρευνα, παιδιά του νηπιαγωγείου που είχαν φόβους προς τους σκύλους συμμετείχαν σε οκτώ σύντομες θεραπευτικές συνα¬ντήσεις, όπου παρακολούθησαν ένα παιδί-πρότυπο να αλληλεπιδρά, όλο και πιο στενά, με έναν σκύλο: τον πλησίαζε, έπαιζε μαζί του, τον χάιδευε κ.λπ. Τα περισσότερα παιδιά-παρατηρητές απέβαλαν τους φόβους τους για τους σκύλους.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ένα μεγάλο μέρος της αν¬θρώπινης μάθησης περιλαμβάνει σύνθετες γνωστικές διαδικασίες, που λειτουργούν με σύμβολα, τα οποία μεταδίδονται διαμέσου της γλώσσας. Γι’ αυτόν το λόγο, το παιδί μπορεί να μάθει να φοβάται, απλώς και μόνο, ακούγοντας για τους φόβους των άλλων και, ιδιαί¬τερα, για τους φόβους των γονέων τους. Οι γονείς σωστά ανησυχούν και φροντίζουν να αποτρέψουν τα παιδιά τους να πάθουν κακό. Πρέ¬πει να διδάξουμε τα παιδιά να προφυλάσσονται από τους διάφορους κινδύνους, αλλά, δυστυχώς, τα διδάσκουμε να ψάχνουν, να αναζη¬τούν, για κάθε πιθανή απειλή που μπορεί να ελλοχεύει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, περνούμε από το λειτουργικό-προσαρμοστικό άγχος στο παθολογικό-δυσπροσαρμοστικό άγχος. Είναι πολύ εύκολο κάτι, που άρχιζε ως δικαιολογημένη ανησυχία, να μετατραπεί σε περιττή ταλαιπωρία. Αν μια μητέρα εκφράζει συνε¬χώς φόβους μπροστά στο παιδί της (αντί να λαμβάνει τις αναγκαίες προφυλάξεις με τρόπο θετικό), τότε, χωρίς να το καταλαβαίνει, εθί¬ζει το παιδί να βλέπει τον κόσμο σαν ένα επικίνδυνο τόπο. Για παρά¬δειγμα, μια διαζευγμένη και υπερβολικά αγχώδης μητέρα, που ζούσε με τη μοναδική της κόρη, κατατρεχόταν από την ιδέα ότι θα ερχόταν ένας άνδρας και θα απήγαγε ή θα παρενοχλούσε το παιδί της. Η μη¬τέρα έθεσε την κόρη της σε πραγματικό συναγερμό γι’ αυτόν τον «πανταχού παρόντα» κίνδυνο: την έμαθε να κλειδώνει όλες τις πόρ¬τες στο σπίτι, να έχει κλειστές τις κουρτίνες, να μένει μέσα στο σπίτι όσο περισσότερο μπορούσε και να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στο δρόμο - προς και από το σχολείο. Το μικρό αυτό κορίτσι βρισκόταν συνεχώς σε αφόρητη υπερένταση και ανησυχία. Ύστερα από λίγο καιρό, κατέληξε να φοβάται να αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού (πα¬ρουσίασε αγοραφοβία) και δεν έβγαινε ποτέ έξω μόνη της.
Ο ψυχίατρος Norman Cameron έχει συγκεντρώσει και καταγρά¬ψει μερικούς από τους τρόπους, με τους οποίους τα παιδιά μαθαί¬νουν να είναι αγχώδη:
Ορισμένα παιδιά χρησιμοποιούνται ως «έμπιστοι» από τους γονείς τους. Οι γονείς τούς εκμυστηρεύονται τα προβλήματά τους και μαζί τους μοιράζονται τις δυσκολίες τους. Τα παιδιά αυτά μαθαίνουν πρόωρα για τις δυσκολίες των μεγάλων, όπως είναι τα οικονομικά βά¬ρη και τα συζυγικά προβλήματα. Επειδή δεν έχουν την απαραίτητη ωριμότητα, ώστε να κατανοήσουν πλήρως αυτά τα προβλήματα, και δεν διαθέτουν την ικανότητα και την απαιτούμενη πείρα να τα αντι¬μετωπίσουν, τα παιδιά αυτά βυθίζονται πρόωρα μέσα στις αβεβαιότη¬τες και στα βάρη της ζωής.
Η επιδίωξη του τέλειου εκ μέρους των γονέων μπορεί επίσης να προκαλέσει φόβους στα παιδιά. Ο γονέας που δεν είναι ποτέ ικανο¬ποιημένος με την απόδοση του παιδιού του, που του λέει συνεχώς ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει καλύτερα, ο γονέας που θέτει στό¬χους πολύ υψηλότερους από τις πραγματικές δυνατότητες του παι¬διού, δημιουργεί ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ένα παιδί επιρ¬ρεπές στο συναίσθημα του φόβου μήπως τους απογοητεύσει όλους.
Οι υπερ-ανεκτικοί γονείς, επίσης, έχουν κατά κανόνα αγχώδη παιδιά. Φαίνεται ότι τα παιδιά, για να νιώθουν ασφαλή, χρειάζονται σαφή όρια, τα οποία οι ενήλικοι θα πρέπει να καθορίσουν και να ζη¬τήσουν από το παιδί να τα τηρήσει. Χωρίς αυτά τα όρια, το παιδί δεν είναι βέβαιο για τα σύνορα της ελευθερίας δράσης του. Συνέπεια της έλλειψης ορίων είναι ότι το παιδί δεν μπορεί να προβλέψει και να προκαθορίσει αυτό που ο κόσμος (έξω από το σπίτι του) προσδοκά από αυτό, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητά του να αυξάνεται (Herbert, 1995).
Πώς να βοηθήσουμε το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του
Οι γονείς έχουν τις δικές τους μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους φόβους και τις φοβίες των παιδιών τους. Ο Arthur Jersild και οι συνεργάτες του κατέγραψαν τις τεχνικές και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι γονείς και οι δάσκαλοι για να βοηθήσουν τα παιδιά να ξεπεράσουν τους φόβους τους. Επίσης, οι ερευνητές αυτοί προ¬σπάθησαν να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα καθεμιάς από τις μεθόδους αυτές.
Οι μέθοδοι και οι τεχνικές, που αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματι¬κές, για να βοηθηθεί το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, συνί¬στανται στα παρακάτω:
α) Να βοηθήσουμε το παιδί να αναπτύξει δεξιότητες, με τις οποίες να μπορεί να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το φοβικό αντι¬κείμενο ή τη φοβική κατάσταση (π.χ. όταν φοβάται το σκοτάδι, να έχει ένα φακό δίπλα στο μαξιλάρι του και να τον ανάβει).
β) Να φέρνουμε το παιδί σταδιακά σε επαφή και αλληλεπίδραση με το φοβικό αντικείμενο.
γ) Να δώσουμε στο παιδί ευκαιρίες να γνωρίσει, βαθμιαία, το φοβικό αντικείμενο ή την φοβική κατάσταση κάτω από συνθήκες που το παιδί να νιώθει απόλυτα ασφαλές.
Οι μέθοδοι, που αποδείχτηκαν ότι βοηθούν μερικές μόνο φορές το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, συνίστανται στα παρακάτω:
α) Να εξηγούμε με λόγια στο παιδί και να το διαβεβαιώνουμε ότι το φοβικό αντικείμενο δεν αποτελεί απειλή και ότι δεν είναι επικίνδυ¬νο.
β) Να εξηγούμε με λόγια και, ταυτόχρονα, να του δείχνουμε στην πράξη ότι το φοβικό αντικείμενο δεν είναι επικίνδυνο.
γ) Να αναφέρουμε στο παιδί παραδείγματα θαρραλέας αντιμε¬τώπισης του φοβικού αντικειμένου. (Συχνά οι γονείς χρησιμοποιούν το παράδειγμα άλλων παιδιών που δεν έχουν φόβους).
δ) Να οδηγήσουμε το παιδί, με τη διαδικασία της τοποχρονικής συνεξάρτησης, να «πιστέψει» ότι το φοβικό αντι¬κείμενο δεν είναι καθόλου επικίνδυνο, αλλά απεναντίας ότι είναι ευ¬χάριστο.
Οι μέθοδοι, που διαπιστώθηκε ότι ήταν πρακτικά άχρηστες, ανα¬ποτελεσματικές, συνίστανται στα εξής:
α) Να αγνοούμε τους φόβους του παιδιού.
β) Να φέρουμε το παιδί σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο δια της βίας, παρά τη θέλησή του.
γ) Η απομάκρυνση του φοβικού αντικειμένου.
δ) Η χορήγηση ηρεμιστικών στο παιδί.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι, ακόμη και χωρίς καμιά απολύτως βοή¬θεια, τα παιδιά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τους φόβους τους, και αυτό γίνεται είτε ως μέρος της γενικής πορείας προς την ωριμότητα είτε χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες τεχνικές:
α) Κάνοντας συνεχή προσπάθεια να ξεπεράσουν τους φόβους τους, φέρνοντας στη σκέψη τους κάθε φορά τη βοήθεια που μπο¬ρούν οι ενήλικοι να τους προσφέρουν ή με το να σκέπτονται κάτι ευ¬χάριστο, όπως π.χ. τα αγαπημένα τους παιχνίδια κ.λπ.
β) Συζητώντας με άλλους για τα πράγματα και τις καταστάσεις που τους προκαλούν φόβο.
γ) Συζητώντας με τον εαυτό τους και προσπαθώντας να διαπι¬στώσουν πόσο πραγματικός ή παράλογος είναι ο κίνδυνος που νιώ¬θουν για τρομερά, ανύπαρκτα πλάσματα (φαντάσματα, άγρια ζώα) ή για φαντασιώσεις ή για γεγονότα, όπως ο θάνατος, προς τα οποία νιώθουν έντονους φόβους (Herbert, 1995).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρέου, Ε. (1997). Ενδοπρωσωπικοί παράγοντες και προβλήματα συμπεριφοράς σε παιδιά σχολικής ηλικίας: έρευνα σε μαθητές Δ' και ΣΤ τάξης του Δημοτικού σχολείου. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Bey-janaud, Ε., Foubert, j-m. & Γαλάνη, Σ. (1985). 101 συμβουλές για να κατανικήσετε φόβους και φοβίες. Αθήνα: Φυτράκης - Hachette.
Eberlein, G. & Κουναλάκη, Α. (1980). Φοβίες και άγχη στα παιδιά. Αθήνα: Νότος.
Herbert, M. (1993). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Τόμος Πρώτος. (Eπιμ. Νέστορος, I.) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Herbert, M. (1995). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Τόμος Δεύτερος. (Eπιμ. Νέστορος, I.) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Herbert, Μ. (1997). Ψυχολογική φροντίδα του παιδιού και της οικογένειάς του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Herbert, Μ. (1998). Η κακή συμπεριφορά: βοηθώντας του γονείς να αντιμετωπίσουν το παιδί με διαταραχές διαγωγής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Meyer, M. (1991). Νικήστε τις φοβίες. (Επιμ. Κασβίκης, Ι.). Αθήνα: Λήθη.
Παρασκεύοπουλου, Ι. (1986). Εξελικτική Ψυχολογία. Τόμ. 1-4. Αθήνα.
Παπαγιώργη, Κ. (1999). Σύνδρομο αγοραφοβίας. Αθήνα: Καστανιώτη.
Παπαδημητρίου, Γ. (1974). Ειδική Ψυχιατρική: Νοσολογία - Θεραπευτική. Αθήνα: Γρηγόριος Παρισιανός.
Μπουλουγούρη, Γ. (1992). Φοβίες και η αντιμετώπισή τους. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Thoma, R. & Ήλεκτρη, Χ. (1964). Παιδικοί φόβοι. Αθήνα: Bασιλικόν Εθνικόν Ίδρυμα. Τομέας ψυχικής υγιεινής.
Χασάπη