Μιας που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει προέκταση του εαυτού μας, είναι πολύ εύκολο να πάρεις πληροφορίες για την προσωπική ζωή κάποιου. Όταν η σχέση σου σπέρνει το δαίμονα της αμφιβολίας, που τριβελίζει το κεφάλι σου, τότε η λύση είναι μία: stalking σα να μην υπάρχει αύριο. Καταδίωξη. Οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν ακραία μέτρα. Ναι, γίνομαι υπερβολική, πες με κι εμμονική, όταν νιώθω πως παίζουν με την ψυχή μου, κι έχω ορκιστεί να μην γίνω ποτέ ξανά το σκατοσφούγγι κανενός.
Οι άνθρωποι με αυξημένη λογική και διαίσθηση εύκολα αισθάνονται πότε κάτι στραβώνει στη συμπεριφορά εκείνου που είναι μαζί.
Καιρό τώρα έχεις γίνει απόμακρος, νευρικός, χάνεσαι από προσώπου γης και μου χρεώνεις αδιαφορία. Γκρινιάζεις που γκρινιάζω, δεν περνάς καλά –το βλέπω– και πάλι νιώθω να υστερώ. Φαινομενικά δε μπορούσα ν’ αποδείξω τις υποψίες μου και τότε σκέφτηκα πως υπάρχει μια μυστική είσοδος που μπορεί να μου αποκαλύψει όλα όσα νιώθεις και πράττεις. Αποφάσισα έτσι να τσεκάρω το Facebook σου και συγκεκριμένα το inbox, τα προσωπικά μηνύματά σου.
Εκεί που μπορείς να είσαι όποιος θες, να πεις ό,τι θες και να βγάλεις όλα σου τα απωθημένα, αφού καλύπτεσαι πίσω απ’ την ασφάλεια μιας άψυχης μηχανής. Έκανες το λάθος να μοιραστείς τους κωδικούς της σελίδας σου μ’ έναν κοινό μας φίλο. Ξέρεις, εκτιμάνε και μένα κάποια άτομα, και την αδικία δε την αντέχουν, οπότε δε μου ήταν δύσκολο να τον πείσω να μου δώσει τα μαγικά ψηφία. Με τρεμάμενα χέρια στο πάτημα κάθε κουμπιού μέχρι να συνδεθώ, πάγωνα σκεπτόμενη τι πρόκειται να περάσω ένα ακόμη βράδυ, μόνη μου μπροστά από μια οθόνη.
Ανοίγω τα μηνύματα.
Η πραγματικότητα ήταν τρομακτικότερη των προσδοκιών μου. Πληθώρα μηνυμάτων με άγνωστα ονόματα, και φωτογραφίες γυναικών που όμως είχαν κάτι κοινό για μένα· «απάτη» κι «απιστία» είναι ο νοητός τίτλος κάθε συζήτησης, κάθε μπλε και άσπρου πλαισίου που μου θολώνει τα μάτια.Προδοσία.
Πρώτο μήνυμα σ’ αυτήν που ενίσχυε τις υποψίες μου. Της ζητάς να ξεκόψετε, όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, το παιχνιδάκι αυτό παιζόταν καιρό πίσω απ’ την πλάτη μου, κι εγώ στον κόσμο μου – δεν είχα παρερμηνεύσει τα κολλητηλίκια σας. Κατεβαίνω παλιότερα στις συνομιλίες, αρκετούς μήνες πίσω μεν, σε σχέση μαζί μου δε.
Άλλο μήνυμα, πέντε μήνες πριν, στα ντουζένια μας ακόμη τότε, μου έλεγες ότι μ’ αγαπάς, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται εδώ είσαι πολύ μεγαλόκαρδος, ώστε ν’ αγαπάς ταυτόχρονα και τις ξέκωλες φωτογραφίες που σου έστελνε το Μαράκι. Ήταν και σε άλλη πόλη, είχες όλο το ελεύθερο. Μου την πλάσαρες για αδερφή ενός φίλου σου που συχνά πυκνά σε έπιανε ο πόνος να τον επισκεφτείς, κι εγώ χαιρόμουν που έχεις καλούς φίλους. Τα διαβάζω ξανά και ξανά. Ποιος ξέρει πόση ώρα ήμουν κολλημένη εκεί, αντικρίζοντας τόση ξεφτίλα!
Καλά λένε πως ποτέ δε μπορείς να ξέρεις έναν άνθρωπο. Πάντα κάτι θα κρύβει, πάντα θα σου εμφανιστούν ξαφνικά πτυχές του εαυτού του, σαν ζιζάνια σε καλοφτιαγμένο κήπο. Τόσο ανεπαρκής ήμουν φαίνεται για να χρειάζεσαι φωτογραφίες διαφόρων άκυρων για να φτιάχνεσαι και να γεμίζεις τα κενά σου. Ή μήπως ήταν κάποιο βλακώδες είδος εκδίκησης για κάτι που σου έκανα;
Με πιάνω να γελάω, γιατί τα όσα διαβάζω δε με κάνουν να νιώθω κορόιδο, αλλά συνειδητοποιημένη για το πόσο μικρός είσαι εσύ και πόσο μεγάλη εγώ. Μήπως τελικά δεν είμαι εγώ η ανεπαρκής; Κάποια στιγμή το μάτι μου πέφτει σε μία έκφραση: «ξεχνάς πως έχεις κοπέλα». Μέχρι κι αυτή που μιλάς επιδεικνύει ένα ίχνος ήθους και συνείδησης, εσύ όμως καθότι «καθαρόαιμο αρσενικό», απαντάς λέγοντας «ε και; δε θα το μάθει». Εκεί στηρίζεσαι λοιπόν: στο ότι θα μου αποκρύπτεις τα πάντα και θα κατεβάζω αμάσητο ό,τι μου πλασάρεις, ζώντας στο συννεφάκι που μου έφτιαξες. Όμως δε στα ‘παν καλά. Φούσκες κάνω μόνο με την τσίχλα μου, αγόρι μου, δε ζω σ’ αυτές, ούτε τις καταπίνω, γιατί μου πέφτουν βαριές.
Στη συνέχεια, πολλές κι ατέρμονες συζητήσεις με διάφορες, όλα αυτά τα βράδια που εγώ κοιμόμουν ήσυχη και χαρούμενη και νόμιζα πως με σκέφτεσαι κι εσύ. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι το καυλάντισμα με άγνωστες είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για σένα. Μέσα σε όλα, το γελοιότερο ήταν οι συμβουλές που ζήταγες από φίλους σου για το πώς ν’ αναθερμάνεις τη σχέση μας. Τραγελαφικό, ειρωνικό και παιδιάστικο να θες να ζεστάνεις κάτι που εσύ έβαλες στο ψύχος με τον χειρότερο τρόπο.
Τόσο καιρό σε κοιτούσα, αλλά τώρα σε βλέπω αληθινά. Πόση απογοήτευση ν’ αντέξει ένας άνθρωπος και πόση υποκρισία; Αρκετά είδα. Ντρέπομαι για σένα.
Πατάω «αποσύνδεση».
Αποσύνδεση απ’ το Facebook αλλά κι από την κοροϊδία. Άδειασα προσπαθώντας να σου δίνω ό,τι έχω και ποτέ να μην είναι αρκετό. Έτρεφα το το αχόρταγο κενό της απληστίας σου, κι έμεινα εγώ συναισθηματικά λιμασμένη. Νιώθω μόνο απέχθεια για όσα ζήσαμε, για τις στιγμές που είχες το θράσος να μου κρατάς το χέρι. Ρίχνω λίγο νερό στο κεφάλι μου για να ξεπλύνω τα σκάρτα και ξινισμένα λόγια, καθώς και όλα όσα έζησα μαζί σου. Το κρύο νερό παρασύρει τις παρωπίδες μου και μαζί κάθε μολυσματική σκέψη που έκανα για τον εαυτό μου τόσο καιρό εξαιτίας σου.
Μόλις τολμήσεις να μου παραπονεθείς πως εξαφανίστηκα, θα σε στείλω στον αγύριστο μαζί μ’ εκείνες που θα σε περιμένουν με ορθάνοικτα πόδια – άντε να στο πω πιο ευγενικά: «με ανοιχτή αγκαλιά». Αφού η αγάπη μου δεν σου είναι αρκετή, ήρθε η ώρα ν’ αλλάξω τον αποδέκτη της. Αποφάσισα ν’ αγαπήσω κάποιον πιο σημαντικό, εμένα. Μου το χρωστάω. Άντε γεια, και να μη μας γράφεις.