Δε θα σε ξεπεράσω ποτέ, μπάσταρδε
Από μικρή έχω αλλεργία στις καψουροκαταστάσεις. Τι εννοώ; Οταν κάτι τελειώνει, τελείωσε.
Πατάω το off και πάω παρακάτω, πολύ εύκολα, πολύ ανώδυνα, πολύ καλά.
Πατάω το off και πάω παρακάτω, πολύ εύκολα, πολύ ανώδυνα, πολύ καλά.
Το βρίσκω pathetic να κλαίω και να κλαίγομαι, να αναλύω κινήσεις, κρυμμένα μηνύματα πίσω από λέξεις και συμπεριφορές, «γιατί» και «πώς». Συγκεκριμένα με αηδιάζουν αυτές οι κλαψομούνικες συνήθειες.
Δεν ξέρω με την πάρτη σου τι διάολο έχει γίνει.
Δεν ξέρω πώς τα κατάφερες να γαντζωθείς στο μυαλό μου.
Πότε και πώς έγινες σημείο αναφοράς και σύγκρισης;
Δεν ξέρω πώς τα κατάφερες να γαντζωθείς στο μυαλό μου.
Πότε και πώς έγινες σημείο αναφοράς και σύγκρισης;
Δε θα σε ξεπεράσω ποτέ, μπάσταρδε, και πρέπει να μάθω να ζω με αυτό. Τον τρόπο δεν τον ξέρω. Ακόμα τον ψάχνω, κι ας πέρασαν χρόνοι πέντε.
Άσκοπα παλέυω να κάψω το κομμάτι της καρδιάς μου που σου ανήκει. Μάταια πέταξα φωτογραφίες μας και δωράκια. Ακόμα εδώ είσαι.
Άλλαξα σπίτια, κρεβάτια, συντρόφους, συνήθειες, κι εσύ εκεί. Μαζί μου.
Άλλαξα σπίτια, κρεβάτια, συντρόφους, συνήθειες, κι εσύ εκεί. Μαζί μου.
Όχι, φύλακας-άγγελος δεν είσαι σίγουρα. Βραχνάς, ναι. Αυτό είσαι.
Ο βραχνάς και το βάρος που δε μου επιτρέπει να υψώσω το ανάστημά μου και να σε διαολοστείλω.
Ο βραχνάς και το βάρος που δε μου επιτρέπει να υψώσω το ανάστημά μου και να σε διαολοστείλω.
Μου τα χάλασες όλα. Μου τα ανέτρεψες όλα.
Εντάξει, δεν έπεσα στην κλαψαμουνιά, στο τσακ είμαι δηλαδή, αλλά ευτυχώς κρατιέμαι.
Αλλά χωρίς να το θέλω, αλήθεια δε θέλω, όποτε συζητάω με φίλους και φίλες, το όνομά σου έρχεται αυτόματα στα χείλη μου.
Εντάξει, δεν έπεσα στην κλαψαμουνιά, στο τσακ είμαι δηλαδή, αλλά ευτυχώς κρατιέμαι.
Αλλά χωρίς να το θέλω, αλήθεια δε θέλω, όποτε συζητάω με φίλους και φίλες, το όνομά σου έρχεται αυτόματα στα χείλη μου.
Είχε κάνει εκείνο, είχαμε κάνει το άλλο. Και το χειρότερο όλων, ό,τι είχα ζήσει και ό,τι είχα κάνει μαζί σου δεν το ξαναέζησα και δεν το ξαναέκανα με καλύτερο τρόπο, ποτέ και με κανέναν. Κι ας περάσουν και πενήντα χρόνια.
Δε θα σε ξεπεράσω ποτέ γιατί δεν ήσουν μόνο γκόμενος.
Ήσουν πατέρας, σύντροφος, εραστής, κολλητός, αδελφός. Το παρεάκι μου. Κάναμε έρωτα και σκάγαμε στα γέλια. Γενικά, γελούσαμε πολύ. Τα κάναμε όλα, πολύ.
Ήσουν πατέρας, σύντροφος, εραστής, κολλητός, αδελφός. Το παρεάκι μου. Κάναμε έρωτα και σκάγαμε στα γέλια. Γενικά, γελούσαμε πολύ. Τα κάναμε όλα, πολύ.
Το αστείο είναι πως πέρασαν άνθρωποι απ’ τη ζωή μου και δε θυμάμαι ούτε το όνομά τους.
Αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά σου, το τραγούδι του Χιώτη που χορέψαμε στη βροχή, το πουκάμισο που φορούσες στο πρώτο ραντεβού, τα πράσινα σταράκια σου και και εκείνη την ελιά στην πλάτη που πάντα φιλούσα πριν κοιμηθούμε.
Αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά σου, το τραγούδι του Χιώτη που χορέψαμε στη βροχή, το πουκάμισο που φορούσες στο πρώτο ραντεβού, τα πράσινα σταράκια σου και και εκείνη την ελιά στην πλάτη που πάντα φιλούσα πριν κοιμηθούμε.
Δε θα σε ξεπεράσω ποτέ. Και ίσως να μην πρέπει. Ίσως να μην χρειάζεται μωρέ.
Ίσως οι μεγάλοι έρωτες και οι σπουδαίοι άνθρωποι της ζωής μας να μένουν πάντα σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός μας. Σαν σε χρυσό κλουβί. Μας βλέπουν, τους βλέπουμε, τους μνημονεύουμε κι αυτοί το απολαμβάνουν.
Τώρα που τα γράφω αυτά σκέφτομαι πως ίσως να μην είναι κι απαραίτητο να σε ξεπεράσω. Δεν τα έχω καταφέρει ως τώρα οπότε. Ας αποδεχτώ την ήττα μου και τη μόνιμη «παρουσία» σου στη ζωή μου κι ας προχωρήσω μπροστά.
Μεταξύ μας, ίσως και να μη θέλω να σε ξεπεράσω τελικά.