Πέρα από την ιδιοσυγκρασία του κάθε παιδιού που σαφώς καθορίζει και τις αντιδράσεις του, τα περισσότερα παιδιά που εμφανίζουν τελειομανία και έντονη ανταγωνιστικότητα, μιμούνται συμπεριφορές που έχουν δει. Επιπλέον πολλές φορές οι γονείς υποκινούν τα παιδιά- χωρίς αυτό να είναι αθέμιτο- να κυνηγούν πάντα την επιτυχία. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να διαχωρίζουμε πάντα την προσωπική αξία του παιδιού από τις επιτυχίες του. Πρέπει να δείχνουμε στο παιδί ότι επιβραβεύεται η πραγματική του προσπάθεια και όχι να το αναγνωρίζουμε μόνο όταν είναι πρώτο ή κάνει κάτι καλύτερα από τα άλλα παιδιά. Στην αντίθετη περίπτωση, το παιδί αισθάνεται υποχρεωμένο να κερδίζει για να το αποδεχόμαστε και να το αγαπάμε. Επιπλέον όταν ένα παιδί εμφανίζει τέτοια συμπεριφορά το σίγουρο είναι να συναντήσει προβλήματα στην ομάδα συνομηλίκων του. Πολλές φορές τα πολύ ανταγωνιστικά και απαιτητικά παιδιά απομονώνονται και δεν γίνονται αποδεκτά. Αυτό που πρέπει να μάθουμε στο παιδί, είναι πως στη ζωή δε γίνεται πάντα να νικάμε. Μπορούμε όμως πάντα να προσπαθούμε όσο περισσότερο μπορούμε και να είμαστε ικανοποιημένοι τον εαυτό μας. Επιπλέον, μέσω της δικής μας συμπεριφοράς θα πρέπει να δείχνουμε πως κρίνουμε τους άλλους από την ποιότητάς τους ως άτομα και όχι από τις επιτυχίες τους.
Ασκούμε σκληρή (αυτό)κριτική Πόσες φορές δεν έχει τύχει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να πούμε «δε με χωράει το παντελόνι μου», ή «πόσο χάλια είναι τα μαλλιά μου σήμερα»; Κάνοντας συνέχεια αυτοκριτική για το πως είμαστε τους στέλνουμε το μήνυμα πως η αυτοεκτίμηση βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εξωτερική εμφάνιση. Ειδικά τα κορίτσια που επηρεάζονται πολύ από τα λόγια της μαμάς, μπορεί να οδηγηθούν σε απέχθεια για την εικόνα που βλέπουν στον καθρέπτη και να καταλήξουν ενήλικες με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Τσακωνόμαστε και φωνάζουμε μπροστά στα παιδιά
Βρίζουμε τους οδηγούς ή τσακωνόμαστε στο σπίτι για διάφορους λόγους θεωρώντας ότι τα παιδιά είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουν, ότι δεν ακούνε ή ότι δεν δίνουν τόση σημασία σε αυτό που βλέπουν. Αυτές οι αντιλήψεις δεν ισχύουν στην πραγματικότητα. Για ένα παιδί είναι πολύ επώδυνο να γίνεται δέκτης τσακωμών, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Η φθορά που μπορεί να προκαλέσουν στην προσωπικότητά του είναι πολύπλευρη και μακροχρόνια, καθώς το συνοδεύουν για μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής του. Παράλληλα, όλη αυτή η συμπεριφορά αποτελεί ένα «κακό» πρότυπο, καθώς περνάει στο παιδί το μήνυμα ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με φωνές και αντίδραση και όχι με υγιή διάλογο. Επίσης, η χρήση λεκτικής βίας συνεπάγεται έλλειψη σεβασμού της προσωπικότητας του άλλου. Δυστυχώς, αυτό το πρότυπο μπορεί να επηρεάσει και τις μετέπειτα σχέσεις του παιδιού, όπου θα χρησιμοποιεί αυτούς τους δυσλειτουργικούς τρόπους επίλυσης προβλημάτων που έχει μάθει από την οικογένειά του.
Κουτσομπολεύουμε Πίσω από την κακολογία ή τη συκοφαντία υπάρχει η πρόθεση να βλάψουμε κάποιον. Γενικότερα, το να κουτσομπολεύει κανείς τους άλλους με τρόπο κακό, μπορεί να είναι ένα άλλοθι για τη δική του μιζέρια. Ερχόμενοι αντιμέτωποι με τις ατυχίες των άλλων, ουσιαστικά προσπαθούμε να ξεχάσουμε τις δικές μας. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν εμπιστεύεται και δεν εκτιμά έναν άνθρωπο που σχολιάζει διαρκώς τη συμπεριφορά των άλλων και, μάλιστα, με ιδιαίτερα κακόβουλο τρόπο. Παράλληλα, όλοι κατά βάθος γνωρίζουμε μέσα μας το ιδιαίτερα δυσάρεστο συναίσθημα που βιώνουμε όταν έχουμε σχολιάσει κακόβουλα ή άδικα έναν γνωστό ή φίλο. Αν τα παιδιά μάθουν να κουτσομπολεύουν από εσάς θα βιώσουν κι αυτά τα τόσα τοξικά συναισθήματα.
Δεv συζητάμε Η συζήτηση είναι τέχνη, και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά μαθαίνουν ότι είναι κακή η συζήτηση. Κι όμως, τις περισσότερες φορές η συζήτηση είναι αυτό που χρειάζεται. Συζήτηση, όχι διάλεξη. Είναι μια εξαιρετικά σημαντική κοινωνική δεξιότητα που θα έπρεπε να ξεκινά απ’ το σπίτι. Ας μάθουμε κι εμείς να κάνουμε συζήτηση με τα παιδιά μας, όχι να τους κάνουμε κήρυγμα.