Ακόμη ένα βράδυ χαμένη στις σκέψεις μου και τους προβληματισμούς μου. Χαμένη στα όνειρα που ίσως να μην δω να παίρνουν σάρκα και οστά.. Τα λεπτά περνούν γρήγορα, και οι σκέψεις εναλλάσσονται. Από τη μία φοβάμαι και τρομάζω για το τέρας αυτό που ήρθε να μας κατασπαράξει, και από την άλλη νοσταλγώ τα χρόνια που πέρασαν..τα χρόνια της αθωότητας που λίγο πολύ όλοι προλάβαμε.
Νοσταλγώ τις μέρες που παίζαμε αμέριμνοι στις αλάνες της γειτονιάς μας, κλέφτες και αστυνόμους. Συνάμα, φοβάμαι που αυτό το παιχνίδι έγινε μέρος της καθημερινότητάς μας.
Νοσταλγώ το σχολείο! Ναι το σχολείο. Που διαβάζαμε, και μαθαίναμε πράγματα. Που ήταν μέρες χαράς ακόμη και για όσους δεν ήθελαν να διαβάσουν. Το άγχος που σε έπιανε, όταν ο δάσκαλος ρωτούσε: «ποιος θα πει το μάθημα σήμερα»; Και εσύ που δεν είχες διαβάσει, σήκωνες το χέρι σου δειλά δειλά, γιατί φοβόσουν μήπως ήσουν εσύ ο τυχερός! 8 ώρες περνούσες στα θρανία, και όπως ήταν φυσικό δεν έλειπαν και οι φάρσες στους δασκάλους. Τα γέλια, οι χαρές με τους συμμαθητές σου, τα όνειρα που κάνατε μαζί, τα λευκώματα.. Ακόμη τα έχω κρατήσει και όταν πηγαίνω στο πατρικό μου σπίτι, τα ανοίγω και τα διαβάζω. Διαβάζω τις σκέψεις των παιδικών μου φίλων..και τώρα τους διαβάζω μέσω των social media. Τι τρομερό!
Νοσταλγώ τους εφηβικούς έρωτες. Για την ακρίβεια τους αληθινούς.τους αυθεντικούς έρωτες. Οι ματιές που ανταλλάσσαμε, τα μπλουζ στα πάρτυ! Θυμάστε φαντάζομαι όλοι την «μπουκάλα»! Τι ήταν και αυτό. Θυμάμαι σαν τώρα, στα πάρτυ που συγκεντρωνόμασταν, μεταξύ μας οι κοπέλες λέγαμε ποιος μας αρέσει και με ποιον θα θέλαμε να ανταλλάξουμε φιλί στο παιχνίδι. Από μικρές πονηρές! Καθόμασταν λοιπόν, απέναντι σε αυτόν που μας άρεσε και τσουπ..γυρνούσε το μπουκάλι και έπεφτε το φιλί. Άλλο επίσης πονηρό παιχνίδι ήταν η «Πυθεία». Τι να κάνει ο κύριος στην κυρία; Και εκεί γινόταν κόλαση. Έρωτες, χωρίς πάρε δώσε, έρωτες χωρίς συμφέρον, έρωτες από την πρώτη ματιά. Έρωτες που ποτέ κανείς μας δεν θα ξεχάσει. Το πρώτο καρδιοχτύπι, οι αγκαλιές, τα φιλιά..
Νοσταλγώ, τις παιδικές φιλίες. Με αυτούς τους φίλους μεγαλώσαμε, μοιραστήκαμε προσωπικά μας πράγματα και στιγμές, κάναμε όνειρα, είχαμε προσδοκίες και στόχους. Είναι οι φίλοι που μας ξέρουν καλύτερα από τον καθένα, ίσως και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Χτισμένες σε γερά θεμέλια που δύσκολα γκρεμίζονται. Είναι φιλίες που κατέχουν ένα σημαντικό μέρος της καρδιά μας. Μας γυρνούν στα χρόνια της αθωότητας. Στα χρόνια που ήμασταν άνθρωποι.
Νοσταλγώ, την αυθεντικότητα , την ειλικρίνεια την αγάπη. Τις αρετές. Κάποτε ότι κάναμε το κάναμε γιατί το θέλαμε, χωρίς να έχουμε δεύτερες σκέψεις. Τώρα οι περισσότεροι από εμάς είμαστε ή καλύτερα γίναμε καχύποπτοι. Όλα γυρίζουν γύρω από τη λέξη συμφέρον. Μας πλησιάζει ένας άνθρωπος και αντί εμείς να δούμε τα θετικά αμέσως αναρωτιόμαστε γιατί να μας πλησιάζει; Τι θέλει από εμάς; Και έτσι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αφεθούν, τα συναισθήματά τους είναι κλειδωμένα, και οι σχέσεις οδεύουν ολοταχώς προς την καταστροφή.
Νοσταλγώ, τα όνειρα. Ναι τα όνειρα. Αυτά που όταν πέσεις στο κρεβάτι και αφού κάνεις την προσευχή σου, σε παίρνουν μαζί τους σε μία άλλη διάσταση. Τα όνειρα που σε ηρεμούν και όχι οι εφιάλτες που σε ξυπνούν βίαια μέσα στη νύχτα για να σου θυμίσουν τι έχεις να πληρώσεις και που. Τα όνειρα που σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, που σε πάνε ένα βήμα μπρος, που σου αφήνουν μία αίσθηση γαλήνης στην ψυχή σου.
Νοσταλγώ, την επικοινωνία. Την εποχή που δεν υπήρχαν Iphone και γκατζετάκια. Και πριν με πείτε οπισθοδρομική, δεν εννοώ τα επιτεύγματα της τεχνολογίας που σε πάνε μπροστά. Νοσταλγώ την εποχή που όταν πηγαίναμε για ποτό με τους φίλους, τους κοιτούσαμε στα μάτια, συζητούσαμε, γελούσαμε, ενίοτε κλαίγαμε! Τώρα, κοιτάμε στα μάτια το κινητό και γελάμε μόνοι μας, γιατί διαβάσαμε κάτι αστείο στο facebook ή στο twitter. Κολλημένοι σε μία οθόνη.
Μετά τη νοσταλγία, μου χτύπησε την πόρτα ο φόβος.Τα χρόνια πέρασαν. Το τέρας που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι προ των πυλών. Η ψυχολογία μας στα τάρταρα. Πανικός. Κατάθλιψη. Μιζέρια. Στενοχώρια. Και εκεί που λίγο πολύ όλοι τα έχουμε βιώσει και τα έχουμε περάσει, σκέφτομαι κάτι που με φέρνει στα ίσα μου και σταματώ να παραπονιέμαι. «Αν ξυπνήσω ένα πρωί, και αυτό που έχω σαν δεδομένο, και είναι η υγεία μου, και πια δεν την έχω, τότε τι θα κάνω; Πόσο μάταια θα μου φαίνονται όλα». Τότε λοιπόν, παίρνω τα πάνω μου και λέω, θα το παλέψω. Θα το παλέψουμε. Και όταν θα τα καταφέρουμε, μετά από χρόνια, θα συμπληρώσω και κάτι ακόμα στις νοσταλγίες μου. Τι θα είναι αυτό; «Νοσταλγώ», τη δύναμη και το σθένος που είχαμε, όταν το «τέρας» μας χτύπησε την πόρτα και εμείς το νικήσαμε!
Μαρκέλλα Σαράιχα