Όταν άρχισα να γράφω αυτό το άρθρο για τον ψυχικό πόνο δεν ήξερα τι τίτλο να του δώσω. Ήμουν μεταξύ: “Το δώρο του πόνου”, “Πόνος: το καλύτερο κίνητρο για την αυτοβελτίωση” και “Πόνος: ο παρεξηγημένος δάσκαλος”, που τελικά και επικράτησε.
Αυτό που με παραξένεψε ήταν ότι και οι τρεις τίτλοι εμπεριείχαν ένα πολύ θετικό μήνυμα και αποτελούνταν από λέξεις που τις έχουμε συνδυάσει με γενικά θετικές εμπειρίες: δώρο, κίνητρο, αυτοβελτίωση, δάσκαλος. Ο σκοπός μου βέβαια δεν είναι να παρουσιάσω τον πόνο υπό ένα παραμορφωτικό πρίσμα για να του δώσω μια διαφορετική και πιο αισιόδοξη χροιά. Δεν θα μπορούσε όμως να γίνει και διαφορετικά.
Το πρόβλημα στη διαχείριση του πόνου δεν είναι ο πόνος. Είναι ότι δεν μαθαίνουμε να τον διαχειριζόμαστε προς όφελός μας. Όλοι κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το αναπόφευκτο της εξέλιξης και της αλλαγής.
Στη ρίζα όμως του προβλήματος βρίσκεται η αποξένωσή μας από την πραγματική μας φύση, απ’ τον αληθινό μας εαυτό. Το πρόβλημα αυτό το έχουν εντοπίσει και περιγράψει σε όλες του τις διαστάσεις αρκετοί άνθρωποι. Ο Βούδας (πριν από 2600 χρόνια) το ονόμασε “ο ψεύτικος εαυτός”, η Karen Horney (ψυχαναλύτρια) το ονόμασε “ο ιδεατός εαυτός” και σήμερα τείνει να επικρατήσει ο όρος “το Εγώ” που χρησιμοποιούν ευρέως άνθρωποι σαν τον Eckhart Tolle.
Ο πόνος που δημιουργείται εξαιτίας της αποξένωσής μας από την πραγματική μας φύση έχει κυρίως δύο χαρακτηριστικά: α) την πλάνη (αυταπάτη) ότι είμαστε ξεχωριστοί από το σύνολο της φύσης και β) την ανάγκη για αναζήτηση της ταυτότητάς μας σε διάφορες πρόσκαιρες μορφές, όπως είναι οι άλλοι άνθρωποι, οι σκέψεις μας, οι απόψεις μας, τα πολιτικά κόμματα, οι ταμπέλες, κ.ο.κ. Και τα δύο αυτά τροφοδοτούνται από την προσκόλλησή μας τόσο στην αίσθηση ότι είμαστε ξεχωριστοί από τους άλλους, όσο και στην αίσθηση ότι είμαστε αυτό που ασυνείδητα επιλέγουμε να μας εκπροσωπεί.
Το πρώτο χαρακτηριστικό μπορεί να το διακρίνει κανείς πολύ εύκολα απλά αν αναλογιστεί ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι ίδιοι είναι αυτό που ονομάζουμε ζωή και ότι η ζωή δεν είναι ένα ξεχωριστό, έξω από αυτούς, φαινόμενο. Το άλλο χαρακτηριστικό εκφράζεται από την ασυνείδητη ανάγκη μας να τοποθετούμε τον εαυτό μας σε διάφορα ερεθίσματα (απόψεις, ιδεολογίες, σκέψεις), να ταυτιζόμαστε με αυτά και ανάλογα να διαμορφώνουμε την ταυτότητά μας.
Όλοι έχουμε πέσει σ’ αυτή την παγίδα, στη δημιουργία ενός Εγώ. Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, ανάλογα με τα παιδικά του βιώματα και την ιδιοσυγκρασία της προσωπικότητάς του. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να αναρωτηθεί, αφού ένα τέτοιο φαινόμενο είναι τόσο ευρέως διαδεδομένο και αφορά όλους τους ανθρώπους, γιατί δεν λαμβάνουμε τα απαραίτητα μέτρα για να το αντιμετωπίσουμε; Και η απάντηση σ’ αυτό είναι ότι η περίοδος που διανύει τώρα η ανθρωπότητα είναι απλά ένα στάδιο στην εξέλιξή της.
Οι άνθρωποι θα αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν σοβαρά το πρόβλημα του Εγώ όταν κατανοήσουν ότι αυτό ήταν η πραγματική πηγή της δυστυχίας τους επί τόσες χιλιάδες χρόνια.
Ο πόνος λοιπόν είναι αναπόφευκτος. Και το θέμα είναι πόσο εξοικειωμένοι είμαστε με τον τρόπο που μας μεταβιβάζει τα μηνύματά του για να τον λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Όταν δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι τα αισθήματα ντροπής δεν είναι κάτι που συμβαδίζει με την πραγματική μας φύση, αλλά υποκρύπτουν αισθήματα κατωτερότητας, ενοχές και εγωκεντρικότητα, δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Ενώ ο οργανισμός μας μάς λέει ξεκάθαρα ότι πρέπει να αλλάξουμε τις πεποιθήσεις μας και τις σκέψεις που κάνουμε για τον εαυτό μας και για τους άλλους ανθρώπους (αφού όταν ντρεπόμαστε φοβόμαστε), εμείς αγνοούμε το μήνυμά του, βρίσκουμε διάφορες δικαιολογίες και συνεχίζουμε τη ζωή μας. Οι αιτίες όμως που δημιουργούν το συγκεκριμένο σύμπτωμα που αναφέραμε υπάρχουν, είναι εκεί και συνεχίζουν να θρέφονται από την ασυνειδησία μας – δεν γνωρίζουμε καν ότι η ντροπή δημιουργείται από τις σκέψεις που κάνει ο νους μας.
Αυτό σημαίνει να είναι κανείς ασυνείδητος: να πιστεύει τις σκέψεις του, να τις δέχεται ως αληθινές, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς καν να μπορεί να φανταστεί ότι δεν είναι υποχρεωμένος να υπακούει σ’ αυτές και να τις ακολουθεί – χωρίς να μπορεί να κάνει ένα βήμα πιο κει για να δει ότι οι σκέψεις του είναι απλά προϊόντα του νου που δημιουργήθηκαν από βιώματα του παρελθόντος και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Αυτό που έχει σημασία όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με τον ψυχικό πόνο είναι να μπορεί να τον ακούσει. Ακριβώς ό,τι κάνουμε με τον δάσκαλό μας. Η διαφορά μεταξύ του πόνου και ενός δασκάλου είναι ότι ο πόνος αποκλείεται να σου μεταβιβάσει λανθασμένα μηνύματα.
Όταν νιώθεις άγχος, όταν θυμώνεις ή έχεις φοβίες, ο οργανισμός σου ξέρει πολύ καλά ότι π.χ. στην περίπτωση του άγχους ευθύνονται οι σκέψεις που κάνεις για ενδεχόμενα μελλοντικά γεγονότα, στην περίπτωση του θυμού ευθύνονται οι προσδοκίες σου που δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα και στην περίπτωση των φοβιών ο νους σου είναι εγκλωβισμένος σε ένα μοτίβο σκέψεων που δεν έχεις αναγνωρίσει και αμφισβητήσει ποτέ σου. Απ’ την άλλη, ένας δάσκαλος μπορεί να διδάσκει στους μαθητές του ότι η γη είναι επίπεδη, ο ναζισμός καλός και οι θρησκείες απαραίτητες.
Με αυτή την έννοια ο πόνος είναι ένας παρεξηγημένος δάσκαλος: στην ουσία είναι ο καλύτερος δάσκαλος, αλλά εμείς δεν είμαστε εκπαιδευμένοι να αναγνωρίζουμε τους τρόπους επικοινωνίας του μαζί μας. Ο Ντοστογιέφσκι έχει εκφράσει πολύ ωραία αυτή την ιδιότητα που έχει ο πόνος να επικοινωνεί και να μας ενημερώνει όταν κάτι μέσα μας δεν πάει καλά και απαιτεί την προσοχή μας: “Μονάχα ένα φοβάμαι”, έλεγε, “να είμαι ανάξιος της οδύνης μου και των μαρτυρίων μου”.
Σε πρακτικό επίπεδο δεν είναι πάντα αυτονόητο ότι ο πόνος θα αποτελέσει ένα κίνητρο από το οποίο θα διδαχθούμε πολλά και θα βελτιωθούμε. Πρέπει επίσης κάποιες συνθήκες να επιτρέψουν να συμβεί αυτή η αντίδραση, αλλά και να έχουν προετοιμάσει το έδαφος για να φυτρώσει ο σπόρος.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που εξαιτίας του ανυπόφορου ψυχικού πόνου αυτοκαταστρέφονται με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν φταίει ότι ο πόνος είναι ανυπόφορος -σχεδόν ποτέ δεν είναι- αλλά ότι δεν είχαν αναγνωρίσει ότι βάδιζαν προς τη λάθος κατεύθυνση επί αρκετά χρόνια. Γιατί ο ψυχικός πόνος δεν εμφανίζεται από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλει τον χρόνο του για να ριζώσει και να αναπτυχθεί. Τα συμπτώματα της λάθος κατεύθυνσης που έχει πάρει κανείς στη ζωή του υπάρχουν από τα πρώτα κιόλας στάδια. Στην αρχή έχουν μικρή περιοδικότητα και είναι μικρής έντασης.
Με τον χρόνο όμως η ένταση αυξάνεται, εμφανίζονται όλο και πιο συχνά και με ολοένα και περισσότερες μορφές.
Ωστόσο, ακόμη και αν γνωρίζουμε ποια είναι τα αίτια του πόνου και μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε στους άλλους, δεν σημαίνει και ότι επισημαίνοντάς τους τα εκείνοι θα τα λάβουν υπόψη τους και θα ξεκινήσουν να τα διορθώνουν (φυσικά αυτό ισχύει και για εμάς). Η πεμπτουσία του πόνου βρίσκεται στο βίωμά του, όχι στη θεωρητική αναγνώριση των αιτιών που τον προκαλούν. Γι’ αυτό δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να τον αποφεύγουμε πάση θυσία. Πιο σημαντικό είναι να μάθουμε να συνεργαζόμαστε μαζί του γιατί μεταφέρει ένα προειδοποιητικό μήνυμα που δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε με κανέναν άλλον τρόπο.
Κανείς δεν πρόκειται να λάβει στα σοβαρά κάποιον που του λέει ότι πρέπει προληπτικά να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του, ή να γίνει πιο συνειδητός για να μην του δημιουργηθούν κάποια συμπτώματα. Δεν είναι αυτή η σειρά των γεγονότων απ’ την οποία διδάσκεται ο άνθρωπος. Πρώτα πρέπει να πονέσει και αυτός ο πόνος είναι που θα του δημιουργήσει την ανάγκη να αναζητήσει έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε να αλλάξουμε κανέναν, εκτός και αν ο άλλος ζητήσει βοήθεια από μόνος του, ή αναζητήσει (πάλι από μόνος του), με την ώθηση που θα του έχει δώσει ο πόνος, μια νέα κατεύθυνση στη ζωή του. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε για κάποιον που βρίσκεται σε μια τέτοια φάση της ζωής του είναι να του συμπαρασταθούμε και να τον στηρίξουμε.
Ο πόνος λοιπόν αποτελεί ίσως το ισχυρότερο κίνητρο που ωθεί κάποιον να γίνει πιο συνειδητός. Οι μορφές του όπως αναφέραμε είναι πάρα πολλές ανάλογα με την περίπτωση, το βίωμα, την προσωπικότητα και τον οργανισμό, αλλά το μήνυμα που μεταφέρει ο πόνος είναι πάντα το ίδιο: κοίτα μέσα σου, κάτι δεν πάει καλά, άλλαξε τώρα. Στο χέρι μας είναι να μάθουμε να τον ακούμε.