Είναι γεγονός πως για ένα παιδί, σε οποιαδήποτε ηλικία, το διαζύγιο των γονιών του είναι τεράστιο σοκ. Όμως έρευνες έχουν δείξει πως δεν είναι το διαζύγιο αυτό καθ’ αυτό που μπορεί να δημιουργήσεικοινωνικοψυχολογικές δυσκολίες στα παιδιά, αλλά το πως οι ίδιοι οι γονείς θα το αντιμετωπίσουν και θα το μεταφέρουν σε αυτά.
Έτσι ανάμεσα στους πιο σημαντικούς παράγοντες εμφανίζεται η χρονική στιγμή, ο τρόπος, η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας, το περιβάλλον, ο αριθμός των παιδιών, η ζωή πρίν και μετά, η ηλικία, η προσωπικότητα αλλά και η γενετική προδιάθεση του παιδιού στο πως αντιμετωπίζεται και πόσο επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση του παιδιού.
Οι πιο συνηθισμένες αλλαγές συμπεριφοράς μετά απο ένα διαζύγιο, είναι η επιθετική και πολλές φορές αντιδραστική συμπεριφορά, ειδικά στα αγόρια καθώς επίσης και τα συμπτώματα άγχους, απομόνωσης και χαμηλής διάθεσης.
Μελέτες έχουν δείξει πως τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν 40% περισσότερες πιθανότητες χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών (οινόπνευμα, ναρκωτικά..). Τα παιδιά αυτά είναι ευάλωτα στα συναισθήματά τους, ενώ φοβούνται πως ανά πάσα στιγμή θα χάνουν ανθρώπους που αγαπούν χωρίς να ξέρουν το γιατί, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των παιδιών θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για ότι έχει συμβεί.
Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν και κληθούν να ανταπεξέλθουν τα ίδια σε μία σχέση, παρουσιάζουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον έρωτα ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάζουν έναν εσωτερικό διχασμό:
Από τη μία έχουν την επιτακτική ανάγκη να αγαπήσουν, να δεθούν με κάποιον και να ολοκληρωθούν ως άνθρωποι και απο την άλλη έρχονται αντιμέτωποι με τον μεγάλο τους φόβο, ότι δηλαδή θα αποτύχουν όπως και οι γονείς τους, καθώς υπάρχει έλλειψη ικανοποιητικού προτύπου επιτυχημένης και χαρούμενης οικογένειας.
Χαρακτηριστική φοβία είναι πως δε θα ήθελαν ποτέ να δημιουργήσουν μια αποτυχημένη οικογένεια και παιδιά που θα πρέπει να μεγαλώσουν όπως τα ίδια.
Όμως τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για να προετοιμάσουν τα παιδιά τους και να τα βοηθήσουν να βιώσουν το διαζύγιο όσο πιο ανώδυνα γίνεται και πόσο καιρό πριν πρέπει να τα προετοιμάσουν; Ο διευθυντής του Family Center of the Jerusalem Institute for the study of Psychological Stress, G. Caplan, σε ένα άρθρο του στο Arch. Dis. Childhood, τονίζει ότι: «…είναι επιθυμητό, εάν είναι δυνατόν, η συζήτηση με τα παιδιά να γίνει συγχρόνως και με τους δυο γονείς παρόντες, γιατί έτσι θα πεισθούν οτι οι γονείς συμφωνούν. Ανάλογα με τις αντιδράσεις των παιδιών σε αυτές τις πρώτες συζητήσεις, θα κριθεί αν τέτοιου τύπου επαφές θα συνεχιστούν και πόσο συχνά, με τον έναν ή και τους δύο γονείς...» ενώ συμβουλεύει πως η συζήτηση πρέπει να γίνει μόνο μία έως δύο εβδομάδες πρίν τον χωρισμό για παιδιά προσχολικής ηλικίας, ένα με δύο μήνες πριν για παιδιά 5-8 ετών. Τα μεγαλύτερα παιδιά πρέπει να προετοιμαστούν ακόμα πιο πριν. Συνεχίζει λέγοντας πως οι γονείς πρέπει να έχουν κατανοήσει τα ακόλουθα σημεία πριν κάνουν οποιαδήποτε συζήτηση με τα παιδιά:
Ένα επίσης πολύ σημαντικό θέμα που μπορεί να επηρεάσει την καθημερινότητα ενός παιδιού μετά από ένα διαζύγιο είναι η παρουσία ενός νέου συντρόφου... Πότε είναι συνετό να τους παρουσιάσουμε τον νέο μπαμπά –μαμά- αδέλφια (αν υπάρχουν) και ποιες είναι οι αντιδράσεις που πρέπει να αναμένουμε; Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε η Κλινική Ψυχολόγος του M.Ed, Psy. D, Λένα Καστρησίου η οποία συνοψίζει λέγοντας ότι «…αυτό εξετάζεται ανά περίπτωση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε καμία περίπτωση τα παιδιά δεν πρέπει να εκτίθενται σε όλες τις ερωτικές περιπέτειες των γονέων τους και θα πρέπει να γνωρίζουν το νέο σύντροφο του γονιού τους όταν οι δύο σύντροφοι πάρουν την απόφαση ότι έχουν μία σοβαρή σχέση. Ο κανόνας για το τι λέμε στα παιδιά είναι η αλήθεια με απλά λόγια. Λίγα λόγια και αληθινά. Δε λέμε πολλά γιατί πραγματικά δε γνωρίζουμε τι ισχύει και για πόσο διάστημα. Πρέπει να είμαστε σύντομοι και σαφείς. Προσπαθούμε να κάνουμε το παιδί να κάνει ερωτήσεις και απαντάμε. Με άλλα λόγια κάνουμε διάλογο, όχι μονόλογο. Ακούμε τις απορίες και προσπαθούμε να τις λύσουμε. Δε {φορτώνουμε} το παιδί με λόγια που δεν είναι προετοιμασμένο να ακούσει. Καλύτερα η συζήτηση αυτή να γίνει σιγά-σιγά. Και πάλι η ηλικία και η ωριμότητα του παιδιού είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες».
Θα ήταν προτιμότερο η προσωπική ζωή των γονέων μετά το διαζύγιο, να παραμένει εκτός του σπιτιού και μακριά από τα παιδιά για να αποφύγουμε τη σύγχυση στο μυαλό τους και τις συγκρίσεις με την προηγούμενη ζωή τους, πριν το διαζύγιο. Δεν θα θέλαμε με τίποτα να εμφανίζουμε στα παιδιά μας τις εφήμερες σχέσεις μας κάθε τόσο, γκρεμίζοντάς τους με αυτό τον τρόπο το όποιο ιδανικό πρότυπο μιας συμβατικής οικογένειας τους έχει απομείνει.
Μετά την απόφαση του διαζυγίου, ο Γολγοθάς της επόμενης ημέρας, είναι η απόφαση της επιμέλειας, καθώς όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία ένας στους τέσσερις γάμους καταλήγει στο διαζύγιο, με επίκεντρο της συζυγικής “διαμάχης” την επιμέλεια των παιδιών.
Σε ημερίδα με θέμα “Η επιμέλεια των παιδιών στη διάσταση και το διαζύγιο”, που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, παρουσιάστηκε έρευνα σχετικά με ζητήματα γονικής μέριμνας και επιμέλειας παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τη ΜΚΟ ΓΟΝ.ΙΣ. (κατόπιν άδειας του Πρωτοδικείου Αθηνών), με την επιστημονική συνδρομή των καθηγητών Πανεπιστημίου Ι. Παραβάντη και Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή. Συνδιοργανωτής ο πρόεδρος του ΓΟΝ.ΙΣ. Πειραιά (Γονεϊκή Ισότητα για το παιδί), κ. Ιωάννης Παπαρηγόπουλος επισήμανε πως «Τα αποτελέσματα της έρευνας και τα προκύψαντα ποσοστά δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Στη χώρα μας, παρ’ ότι η γονική μέριμνα αποτελεί καθήκον και δικαίωμα αμφοτέρων των γονέων, στο διαζύγιο κυριαρχεί η αποκλειστική επιμέλεια των τέκνων από τον ένα γονέα». Η έρευνα που πραγματοποίησε η ΜΚΟ ΓΟΝ.ΙΣ. σε αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών απέδειξε ότι στην Ελλάδα εφαρμόζεται μόνο το σύστημα τηςαποκλειστικής επιμέλειας των τέκνων, δηλαδή η επιμέλεια ανατίθεται αποκλειστικά σε ένα μόνο γονέα. Στα αποτελέσματα της έρευνας δεν εμφανίστηκε ούτε μία απόφαση δικαστηρίου που να επιδικάζει κοινή επιμέλεια στους δύο γονείς. Πιο συγκεκριμένα, οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σχεδόν πάντα κατόπιν αγωγής της μητέρας (ποσοστό 89,42%) και αφορούν κυρίως τη διατροφή και όχι την επιμέλεια των παιδιών (ποσοστό 97,6% των αιτημάτων των γυναικών) ενώ η επιμέλεια ανατίθεται στη μητέρα -όταν αυτή υποβάλλει σχετικό αίτημα- σε ποσοστό 90,6%, ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο των παιδιών.
Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας (Α.Κ., άρθρο 1513), μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η επιμέλεια ανατίθεται αποκλειστικά στον ένα γονέα, εκτός αν οι δύο συμφωνήσουν να την ασκούν από κοινού ή αν το δικαστήριο αποφασίσει να κατανείμει διαφορετικά τη γονική μέριμνα. Κριτήριο, δε, για την ανάθεση της επιμέλειας είναι όχι το φύλο του γονέα, αλλά η καταλληλότητά του και το συμφέρον του τέκνου.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα κρίνεται καταλληλότερη απ’ ότι η ανάθεσή της και στους δύο, καθώς επίσης και γιατί πάντα η επιμέλεια δίνεται στη μητέρα, δεδομένου ότι το κριτήριο επιλογής είναι η καταλληλότητά του γονέα και το συμφέρον του παιδιού. Στο παραπάνω ερώτημα απαντά η κ. Μητσοπούλου μέλος του του ΓΟΝ.ΙΣ. αναφέροντας ότι «Στα πλαίσια του υφισταμένου δικαστικού συστήματος και των σχετικών διατάξεων, μετά το διαζύγιο τα παιδιά ανατρέφονται αποκλειστικά και μόνο από ένα γονέα, τη μητέρα, χωρίς δικαίωμα και αντίστοιχη υποχρέωση του άλλου (του πατέρα), για συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού. Έτσι, όχι μόνο δεν εξυπηρετείται το συμφέρον του παιδιού, αλλά αναιρείται η βασική παιδοκεντρική αρχή του Αστικού Κώδικα, όπως επίσης και παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των γονέων, καθώς και το δικαίωμα του παιδιού να ανατρέφεται και από τους δύο γονείς, όπως προβλέπεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού του ΟΗΕ».
Το διαζύγιο ακόμα και το πιο πολιτισμένο και συναινετικό είναι φορέας μεγάλου ψυχικού πόνου. Πόνου για το ζευγάρι που χωρίζει αλλά και για τα παιδιά του. Είναι μια επώδυνη διαδικασία, τη στιγμή που ήδη χωρίζουν οι γονείς, για ένα παιδί. Ανεξάρτητα από τους λόγους ή τις αιτίες του διαζυγίου το παιδί αγαπάει και τους δύο γονείς του. Ταυτόχρονα χρειάζεται και τους δύο γονείς ώστε να αναπτυχθεί ισορροπημένα. Θα πρέπει και οι δύο γονείς να καταβάλουν προσπάθεια ώστε η διαδικασία του διαζυγίου και οι επιπτώσεις του στο παιδί να περιοριστούν και να μην είναι τέτοιες, ώστε να επηρεαστεί επιπλέον, από την απώλεια του ενός από τους δύο γονείς.
Η κοινή φροντίδα των παιδιών και από τους δύο γονείς είναι η μόνη επιλογή όταν βάλουμε προτεραιότητα το συμφέρον του παιδιού. Ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση θα πρέπει είτε πριν το διαζύγιο είτε μετά τα παιδιά να προστατευτούν από διαμάχες, συγκρούσεις κ.λπ. Επομένως και οι δύο γονείς έχουν υποχρέωση να φροντίζουν από κοινού το παιδί τους είτε στο ίδιο είτε σε διαφορετικό σπίτι. Έτσι ένα παιδί όταν προέρχεται από το προστατευτικό περιβάλλον της οικογένειαςείτε είναι παιδί χωρισμένων γονιών είτε όχι, θα απολαμβάνει τη φροντίδα δύο γονέων με ισότιμο και ισορροπημένο τρόπο, ώστε να αναπτυχθεί συναισθηματικά και ψυχικά χωρίς να αισθανθεί την απώλεια του ενός γονέα.
Μαρία Κοντογιάννη