Δεν ξέρω που είσαι. Ξέρω που ήσουνα όμως.
Δεν ξέρω τι λες. Θυμάμαι όμως πάντα αυτά που έλεγες.
Δεν ξέρω που κοιμάσαι. Νιώθω απλά ακόμα την ηρεμία όταν ξεκουραζόσουν.
Δεν ξέρω αν γελάς. Ακούω όμως ακόμα τον ήχο απ το γέλιο σου.
Δεν ξέρω που είμαι. Ίσως γιατί είμαι ακόμα εκεί που ήμουν κι ας είμαι χιλιόμετρα μακριά.
Δεν θέλω να γράψω τίποτα τετριμμένο. Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το αποφύγω, από την άλλη όμως, οτιδήποτε άλλο γράψω δεν θα το καταλάβει κανείς.
Θα το καταλάβεις εσύ, εγώ, και ίσως εγώ κι εσύ.
Θα το καταλάβουν κάτι τοίχοι που άκουγαν, κάτι βρύσες που στάζανε, κάτι λουλούδια που άνθιζαν μέσα στο χειμώνα.
Θα το καταλάβουν κάτι πέτρες και κάτι θάλασσες.
Ούτε αυτές ξέρουν που είσαι, και πώς να σε βρουν μέσα σε τόσους ανθρώπους.
Ελπίζω μόνο να θυμούνται ότι ήμασταν η εξαίρεση μέσα σ ένα μεγάλο κανόνα.
Αυτός ο κανόνας που έκανε ένα μεγάλο κρακ και έσπασε αθόρυβα. Έσπασε σε χίλια κομμάτια κι ας τον ξανακόλλησες μετά.
Δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένας άθλια κολλημένος κανόνας προκειμένου ν αποφύγει να γίνει η απόλυτη εξαίρεση.
Δεν μπορώ να σου θυμώσω που έγινες πάλι κανόνας, είναι που θυμώνω με τον εαυτό μου που δεν μπορώ να μην είμαι η εξαίρεση.
Ξέρεις ότι προσπαθώ πολύ να μην πω αυτά που λένε τα κοριτσόπουλα στα δεκαπέντε.
Δυσκολεύομαι όμως, γιατί ένιωθα για δεκαπέντε.
Λίγο ο φλεβίτης πίσω απ τα γόνατα που εξαφανίστηκε, λίγο οι ρυτίδες δίπλα απ το στόμα που φαίνονταν σαν προέκταση του χαμόγελου, λίγο οι άσπρες τρίχες που στον ήλιο δεν τις ξεχώριζες.
Είναι που η δύναμη της εξαίρεσης σε κάνει να νιώθεις ότι μπορείς να πάρεις όλο τον κόσμο στις πλάτες σου.
Να τον σηκώσεις, να τον στριφογυρίσεις και να τον τοποθετήσεις πάλι στη σωστή του θέση.
Είναι που κάτι λέξεις δεν τις έχεις μάθει ακόμα. Δεν ξέρεις τι σημαίνει «πρέπει», δεν ξέρεις τι σημαίνει «δεν μπορώ».
Τις αγνοείς και προχωράς παρακάτω. Δεν θέλεις να τις μάθεις .
Κοιτάς μπροστά και δεν σε νοιάζει τι υπάρχει πίσω.
Και έχεις δρόμο. Δρόμους. Λεωφόρους.
Και δύναμη, ενέργεια, διάθεση, γνώση μέσα στην άγνοια, επιθυμία, λαχτάρα, Έρωτα.
Να, κοίτα τι κάνεις τώρα, μ έκανες και είπα την απαγορευμένη λέξη.
Αυτήν την τετριμμένη που υποσχέθηκα ότι δεν θα βγάλω απ το στόμα μου. Αυτή που κάποιοι τη μισούν και άλλοι τη σιχαίνονται. Οι μισοί γιατί δεν την ξέρουν και οι άλλοι μισοί γιατί κάποια στιγμή την γνώρισαν καλά.
Εγώ την γνώρισα να ξέρεις.
Όμως σωστό πόρισμα δεν μπορώ να βγάλω. Δεν μπορώ να την περιγράψω, ούτε να την μεταφέρω αυτούσια.
Είναι σαν να μιλάς για κήπους σ ένα κόσμο από βράχους.
Όσοι είδαν τους κήπους δεν χρειάζονται επεξήγηση. Όσοι ζουν στους βράχους δεν μπορείς να τους εξηγήσεις όσο κι αν προσπαθήσεις.
Θυμάσαι τι σου είπα στην αρχή; Είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος.
Μόνο εγώ. Και εσύ.
Να ξέρεις πάντως ότι εγώ δεν τη μίσησα.
Ίσως γιατί η λέξη από μόνη της δεν έχει καμία αξία.
Ίσως γιατί και να μην υπήρχε, θα την είχαμε φτιάξει εμείς.
Ίσως γιατί σ΄ αγάπησα περισσότερο, απ’ όσο μίσησα την καταστροφή μου.
Facebook: Dimitra Kafromani