Υπογράφεται στο Λονδίνο, με τη συμμετοχή και της Ελλάδας, η συμφωνία
για τη διαγραφή του γερμανικού χρέους, που έθεσε τα θεμέλια για το
μετέπειτα «οικονομικό θαύμα» της Γερμανίας.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του δημόσιων και ιδιωτικών δανειακών υποχρεώσεων διαγράφηκε. Το υπόλοιπο μέρος διευθετήθηκε Μ΄ εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους: αποπληρωμή σε γερμανικό νόμισμα, επιμήκυνση χρόνου εξόφλησης, χαμηλότατα επιτόκια και «πλαφόν» στο ύψος καταβολής τοκοχρεολυσίων.
Οι σχετικές διεργασίες ξεκίνησαν αμέσως μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (δυτικής) Γερμανίας. Από τον Οκτώβριο του 1950 ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία είχαν συμφωνήσει με τη δυτικογερμανική κυβέρνηση, που διαδέχτηκε το συμμαχικό κατοχικό εξουσίας, για το πρόβλημα χρέους.
Η Γερμανία αναγνώριζε τις προπολεμικές και μεταπολεμικές υποχρεώσεις της. Η εκπλήρωσή τους, όμως, θα γινόταν έτσι, ώστε να μην κινδυνεύει η γερμανική οικονομία και κοινωνία με «ανεπιθύμητες επιπτώσεις…».
Αποπληρωμή
Αναγνώριζαν την αρχή ότι η αποπληρωμή του χρέους έπρεπε να είναι ρεαλιστική και να βασίζεται στις οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας.
Έχει σημασία να δούμε πιο αναλυτικά μερικούς από τους όρους της συμφωνίας του Λονδίνου:
*Τα συμβατικά συνολικά χρέη της Γερμανίας (προπολεμικά και μεταπολεμικά χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις) ανερχόταν σε 38,8 δισ. μάρκα. Το ποσοστό αυτό μεταφραζόταν περίπου σε 20%-25% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της.
*Το χρέος διαγράφηκε κατά 62,6%.
*Η αποπληρωμή του υπόλοιπου προβλεπόταν σε 10 – 30 χρόνια με μάρκα.
*Το επιτόκιο κυμαινόταν από 0%-5%. Τα πέντε πρώτα χρόνια, με αρχή το 1953, τα χρέη θα καταβάλλονταν άτοκα.
*Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα ξεπερνούσε το ένα εικοστό των εξαγωγών της. Δηλαδή, θα κατέβαλε ποσά που δεν ήταν ανώτερα του 5% των εσόδων της από το εξαγωγικό γερμανικό εμπόριο. Χωρίς να διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ή να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό για αποπληρωμή του.
Η βασική αρχή ήταν πως η Γερμανία υποχρεωνόταν ν΄ αποπληρώσει το χρέος, που απέμεινε μετά τη διαγραφή, διατηρώντας ένα επίπεδο ανάπτυξης, που θα την καθιστά ικανή ν΄ ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και να βελτιώνει παραλλήλως το βιοτικό επίπεδο του λαού της. Θα επέστρεφε στη φερεγγυότητα χωρίς ο δρόμος αυτός να περνά μέσα από τη φτώχεια του πληθυσμού της. Επιπλέον, αν η εκπλήρωση αυτών των όρων υπερέβαινε τις πραγματικές δυνατότητές της, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία, μ΄ επιμέρους διαπραγματεύσεις.
Από τη γερμανική πλευρά «αρχιτέκτονας» της συμφωνίας ήταν ο Χέρμαν Αμπς. Διοικητής της Deutsche Bank την περίοδο του χιτλερισμού, άτυπος οικονομικός σύμβουλος των βρετανικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία κι αργότερα συνεργάτης του καγκελάριου Αντενάουερ, αλλά και διοικητής της Dresdner Bank μέχρι τη δεκαετία του 1970. Με «ελληνική δράση», μάλιστα, αφού συμμετείχε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο αναγκαστικό δάνειο του Χίτλερ από την Ελλάδα και στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.
Με τις ρυθμίσεις δεν είναι καθόλου περίεργο πως η αποπληρωμή του γερμανικού χρέους έγινε δυνατή πολύ νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Μετά την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου (1958) το χρέος έπεσε στο 6% του ΑΕΠ. Το 1960 η Γερμανία απαλλάχτηκε από τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις.
Οι νικητές του Β Παγκοσμίου Πολέμου είχαν πάρει «μαθήματα» από τις ανάλογες ρυθμίσεις, που είχαν επιβάλει στην ηττημένη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε είχαν εξοντώσει το γερμανικό λαό και οδήγησαν στη φασιστικοποίηση της χώρας. Η συμφωνία του Λονδίνου, σε συνδυασμό με το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η βάση για το περίφημο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα». Η γερμανική οικονομία σημείωσε καταπληκτικές επιδόσεις από τότε. Σε διάστημα δέκα χρόνων το ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Ουδέποτε στο μέλλον καταγράφηκαν τόσο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όσο τη δεκαετία που ακολούθησε. Η συμφωνία του Λονδίνου θεωρήθηκε, τα κατοπινά χρόνια, από πολλούς, ως πρότυπο λογικής ρύθμισης χρεών κι έγινε σημείο αναφοράς στις διεκδικήσεις φτωχών και υπερχρεωμένων χωρών. Όπως επίσης κι άλλων πρωτοβουλιών έως τις μέρες μας.
/communenews.blogspot.com
Το μεγαλύτερο ποσοστό του δημόσιων και ιδιωτικών δανειακών υποχρεώσεων διαγράφηκε. Το υπόλοιπο μέρος διευθετήθηκε Μ΄ εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους: αποπληρωμή σε γερμανικό νόμισμα, επιμήκυνση χρόνου εξόφλησης, χαμηλότατα επιτόκια και «πλαφόν» στο ύψος καταβολής τοκοχρεολυσίων.
Οι σχετικές διεργασίες ξεκίνησαν αμέσως μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (δυτικής) Γερμανίας. Από τον Οκτώβριο του 1950 ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία είχαν συμφωνήσει με τη δυτικογερμανική κυβέρνηση, που διαδέχτηκε το συμμαχικό κατοχικό εξουσίας, για το πρόβλημα χρέους.
Η Γερμανία αναγνώριζε τις προπολεμικές και μεταπολεμικές υποχρεώσεις της. Η εκπλήρωσή τους, όμως, θα γινόταν έτσι, ώστε να μην κινδυνεύει η γερμανική οικονομία και κοινωνία με «ανεπιθύμητες επιπτώσεις…».
Αποπληρωμή
Αναγνώριζαν την αρχή ότι η αποπληρωμή του χρέους έπρεπε να είναι ρεαλιστική και να βασίζεται στις οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας.
Έχει σημασία να δούμε πιο αναλυτικά μερικούς από τους όρους της συμφωνίας του Λονδίνου:
*Τα συμβατικά συνολικά χρέη της Γερμανίας (προπολεμικά και μεταπολεμικά χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις) ανερχόταν σε 38,8 δισ. μάρκα. Το ποσοστό αυτό μεταφραζόταν περίπου σε 20%-25% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της.
*Το χρέος διαγράφηκε κατά 62,6%.
*Η αποπληρωμή του υπόλοιπου προβλεπόταν σε 10 – 30 χρόνια με μάρκα.
*Το επιτόκιο κυμαινόταν από 0%-5%. Τα πέντε πρώτα χρόνια, με αρχή το 1953, τα χρέη θα καταβάλλονταν άτοκα.
*Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα ξεπερνούσε το ένα εικοστό των εξαγωγών της. Δηλαδή, θα κατέβαλε ποσά που δεν ήταν ανώτερα του 5% των εσόδων της από το εξαγωγικό γερμανικό εμπόριο. Χωρίς να διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ή να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό για αποπληρωμή του.
Η βασική αρχή ήταν πως η Γερμανία υποχρεωνόταν ν΄ αποπληρώσει το χρέος, που απέμεινε μετά τη διαγραφή, διατηρώντας ένα επίπεδο ανάπτυξης, που θα την καθιστά ικανή ν΄ ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και να βελτιώνει παραλλήλως το βιοτικό επίπεδο του λαού της. Θα επέστρεφε στη φερεγγυότητα χωρίς ο δρόμος αυτός να περνά μέσα από τη φτώχεια του πληθυσμού της. Επιπλέον, αν η εκπλήρωση αυτών των όρων υπερέβαινε τις πραγματικές δυνατότητές της, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία, μ΄ επιμέρους διαπραγματεύσεις.
Από τη γερμανική πλευρά «αρχιτέκτονας» της συμφωνίας ήταν ο Χέρμαν Αμπς. Διοικητής της Deutsche Bank την περίοδο του χιτλερισμού, άτυπος οικονομικός σύμβουλος των βρετανικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία κι αργότερα συνεργάτης του καγκελάριου Αντενάουερ, αλλά και διοικητής της Dresdner Bank μέχρι τη δεκαετία του 1970. Με «ελληνική δράση», μάλιστα, αφού συμμετείχε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο αναγκαστικό δάνειο του Χίτλερ από την Ελλάδα και στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.
Με τις ρυθμίσεις δεν είναι καθόλου περίεργο πως η αποπληρωμή του γερμανικού χρέους έγινε δυνατή πολύ νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Μετά την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου (1958) το χρέος έπεσε στο 6% του ΑΕΠ. Το 1960 η Γερμανία απαλλάχτηκε από τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις.
Οι νικητές του Β Παγκοσμίου Πολέμου είχαν πάρει «μαθήματα» από τις ανάλογες ρυθμίσεις, που είχαν επιβάλει στην ηττημένη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε είχαν εξοντώσει το γερμανικό λαό και οδήγησαν στη φασιστικοποίηση της χώρας. Η συμφωνία του Λονδίνου, σε συνδυασμό με το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η βάση για το περίφημο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα». Η γερμανική οικονομία σημείωσε καταπληκτικές επιδόσεις από τότε. Σε διάστημα δέκα χρόνων το ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Ουδέποτε στο μέλλον καταγράφηκαν τόσο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όσο τη δεκαετία που ακολούθησε. Η συμφωνία του Λονδίνου θεωρήθηκε, τα κατοπινά χρόνια, από πολλούς, ως πρότυπο λογικής ρύθμισης χρεών κι έγινε σημείο αναφοράς στις διεκδικήσεις φτωχών και υπερχρεωμένων χωρών. Όπως επίσης κι άλλων πρωτοβουλιών έως τις μέρες μας.