Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

H κάθε του πρώτη φορά..


Πρώτη μέρα στο σχολείο!
Πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο!
Πρώτη μέρα στη δουλειά!
Πρώτη μέρα στο στρατό!
Αλλά και πρώτος έρωτας, πρώτη σεξουαλική επαφή, πρώτη μέρα «μαζί», πρώτη μέρα «χώρια»...
Πόσα «πρώτα» στη ζωή μας, γοητευτικά και τρομακτικά συγχρόνως, κάποιες φορές...
Και όσο μεγαλώνουμε, λυπόμαστε, που τα «πρώτα», οι καινούργιες συγκινήσεις, συχνά, λιγοστεύουν...
Ωστόσο, κάποια από τα «πρώτα» τα ξαναπερνάμε με τα παιδιά μας...
Και τότε, ανάλογα με το νου και τη γνώση που έχουμε κερδίσει, με τα «μπαγκάζια» που κουβαλάμε, τα διαχειριζόμαστε. Έτσι ή αλλιώς.
Συχνά, προβληματιζόμαστε τί να κάνουμε, πώς να προετοιμάσουμε καλύτερα αυτήν την όποια πρωτιά για το παιδί μας. Για να την περάσει πιο ομαλά.
Ο γονιός όμως δεν χρειάζεται να πει κάτι, να αναλύσει, να προετοιμάσει...
Όχι την τελευταία ώρα.
Η δουλειά γίνεται από τότε που το παιδί είναι μικρό, προετοιμάζοντάς το να αντιμετωπίζει όλες τις πρώτες φορές της ζωής του, με τη βεβαιότητα ότι είναι ένα βήμα προς το μεγάλωμα.
Μια ευκαιρία για να μάθει πράγματα, να χαρεί με καινούργιες γνωριμίες και εμπειρίες, να γίνει ανεξάρτητο.
Εμείς, δείχνουμε στο παιδί μας, με τη ζωή μας την ίδια, ότι το καινούργιο μπορεί να ‘χει δυσκολίες ή απογοητεύσεις , όμως αυτό το ξεπερνάμε και πάμε παρακάτω, στη χαρά της γνώσης, της γνωριμίας με την ίδια τη ζωή.
Ακόμη κι αν η πρώτη μέρα είναι δύσκολη, μπορούν να ακολουθήσουν πολλές άλλες καλύτερες.
Αυτά όμως όλα προετοιμάζονται από πριν.
Το παιδί σε κάθε ηλικία, από τότε που γεννιέται, πρέπει να βοηθιέται από το περιβάλλον του στο να εντάσσεται σε κάθε εξελικτικό του στάδιο, με ομαλό τρόπο.
Το να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, να βγάλει τα pumpers, να πετάξει το μπιμπερό και την πιπίλα, να ακούσει και να πει παραμυθάκι ή τραγουδάκι, το να πλύνει τα δόντια του, το να έχει παρέες και ενδιαφέροντα, καθώς μεγαλώνει από μικρό μικρό, το βοηθούν να «πετά» χαρούμενα και ανεξάρτητα σε κάθε του πρώτη φορά!
 
Μαρία Ρουσοχατζάκη
Λογοπαθολόγος  M.S., C.C.C. – Συγγραφέας Παιδικών Βιβλίων
www.mrous.gr
E-mail : logos@mrous.gr
Facebook : Μαρία Ρουσοχατζάκη
Youtube: Μαρία Ρουσοχατζάκη
www.o-klooun.com

Ο Επίκουρος στον Αλμπέρ Καμί


Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αλγέρι και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πάνω στην ακμή της δημιουργίας του. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει στον επικήδειο που εκφώνησε ότι, ήταν ο πυρήνας που γύρω του περιστρέφονται με ταχύτητα τα ηλεκτρόνια του κόσμου, της ζωής και του πνεύματος.
Βέβαια εγώ σαν Επικούρειος μπορεί να διαφωνώ σε πολλά σημεία με το έργο του. Ή και με όλο, ακόμα το έργο του. Ίσως να απορρίψω την διακήρυξή του, για την συμφιλίωση με την μοίρα. Ή ακόμα να διαφωνώ με τους ακρογωνιαίους λίθους της φιλοσοφίας του, που είναι «ο κόσμος και ο πόνος» , «η γη και η έρημος» μέσα σ’ ένα σύμπαν που κείτεται σε συντρίμμια « με κατεδαφισμένα όλα τα ηθικά, ιδεολογικά και μεταφυσικά του στηρίγματα». Επίσης είναι δυνατόν να διαφωνήσω, διότι όλα αυτά είναι ανθρώπινες επινοήσεις και ξεφεύγουν, από αυτό που είπε ο Επίκουρος και το οποίο μας το διασώζει ο Φιλόδημος,
«ότι είναι αγοραίες και φορτικές εκείνες οι ιδέες για την ζωή, που δεν συμβάλουν στην ευδαίμονα ζωή».
Και διαφωνώ με το συνολικό έργο του Καμύ, διότι στόχος μας δεν είναι να απελευθερωθούμε από τις προκαταλήψεις αλλά να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ελευθερία, με φρόνηση και φιλία ώστε να φτιάξουμε μία ευτυχισμένη και καλύτερη κοινωνία.
Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ όλα του τα έργα που εμφανίστηκαν πριν το 1948 ο Καμύ διακηρύσσει την συμφιλίωση, όπως ειπώθηκε, με την μοίρα. Και σαν παλιός Μαρξιστής διατήρησε σε πολλά σημεία την προδιαγεγραμμένη ιστορία και την ειμαρμένη και καθόλου το τυχαίο και την ανθρώπινη βούληση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι πριν γίνει υπαρξιστής και επαναστάτης υπήρξε μέλος του Κ.Κ. Γαλλίας. Έτσι η φιλοσοφική σκέψη του Καμύ δέχεται το παράλογο της μοίρας του ανθρώπου, που ζει μέσα σ’ ένα αλόγιστο σύμπαν. Όσο και αν αναπτύξει το πνεύμα του είναι ανήμπορος μπροστά σ’ αυτήν την μοίρα και το μόνο που του απομένει είναι η προσήλωση σε κάποιο ιδανικό ικανό να διαφυλάξει μέσα στον κόσμο τις υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες. Προφανώς η μοίρα του Καμύ είναι ο Θάνατος, όμως ποιες είναι αυτές οι υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες; Για εμένα ως αξία είναι το δικαίωμα στην Ηδονή το οποίο αποσιωπά με επιμέλεια ο Καμύ.  
Στο βιβλίο του ο επαναστατημένος άνθρωπος (1951) ολοκληρώνεται ο Καμύ ως προσωπικότητα και ως άτομο. Θα πρέπει δε να το διαβάσει ο κάθε εχέφρων αναγνώστης και δη ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος. Το βιβλίο αυτό μας ενδιαφέρει και εμάς τους Επικούρειους, εκτός των άλλων, διότι μέσα σ’ αυτό κριτικάρει τον Επίκουρο.
Όμως πριν προχωρήσουμε στην ουσία της κριτικής του, για να δούμε ποιος είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος του Καμύ; Είναι απ’ ότι μας λέει
«ένας άνθρωπος που λέει όχι! Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται». «Είναι ακόμα και αυτός που λέει ναι από την πρώτη του κίνηση. Και το περιεχόμενο του όχι, είναι ότι «μέχρι εδώ και μην παρέκει» Και ο σκλάβος άνθρωπος που θα το πει αυτό στον αφέντη του, σημαίνει συνειδητοποίηση που προχωρεί, στην αντιμετώπιση του, σαν «ίσο προς ίσο». Τέλος αποδέχεται ο άνθρωπος την τελική πτώση (τον θάνατο) αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα που θα το ονομάσει π.χ. ελευθερία».
Μας λέει όμως ότι η «πραγματική ελευθερία δεν παρουσίασε άνοδο ανάλογη με την συνείδηση που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος γι’ αυτήν» και μας αναφέρει πως «η εξέγερση αποτελεί έργο του ενημερωμένου ανθρώπου που έχει συνείδηση των δικαιωμάτων του»
Θεωρεί δε ως «ιερό και απαραβίαστο» «τις κοινωνίες εκείνες που δεν υπάρχει αντικειμενικός προβληματισμός αφού οι απαντήσεις έχουν δοθεί μια για πάντα». (Θεοκρατία). Άρα «επαναστατημένος άνθρωπος είναι αυτός που βρίσκεται πριν ή μετά το «ιερό και απαραβίαστο» και αγωνίζεται για την επιβολή μιας ανθρώπινης τάξης που όλες οι απαντήσεις να είναι ανθρώπινες, δηλαδή λογικά διατυπωμένες». «Μπορούμε όμως μακριά από αυτό το ιερό και απαραβίαστο και τις απόλυτες αξίες του, να βρούμε τους κανόνες μιας συμπεριφοράς; Αυτή είναι η ερώτηση που θέτει η εξέγερση».
Χωρίζει τέλος την εξέγερση, στο βιβλίο του, στην μεταφυσική εξέγερση και στην ιστορική.
Βέβαια ορθώς ενημερωμένος διατυπώνει ότι «η ιστορία της εξέγερσης στον δυτικό κόσμο είναι αξεχώριστη απ’ την ιστορία του Χριστιανισμού». Δηλαδή η ιστορική εξέγερση ήταν ενάντια στην Θεοκρατία του μοναδικού Θεού και κατ’ επέκταση των μοναρχών. Η οποία υποκατεστάθη από τις ίδιες δομές και από τους νέους ανθρώπινους Θεούς όπως π.χ. ο Λένιν ή Στάλιν.
Μας αναφέρει επίσης ότι «η μεταφυσική εξέγερση είναι το κίνημα με το οποίο ένας άνθρωπος εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση του και σ’ ολόκληρη την δημιουργία. Είναι μεταφυσική γιατί αμφισβητεί τους σκοπούς του ανθρώπου και της δημιουργίας».
Ποιοι όμως είναι οι σκοποί του ανθρώπου; Μα εκείνοι! και όχι μόνο, που πάρα κάτω θα σας προβληματίσουν. Αλλά αλήθεια! Αναρωτιέμαι! γιατί να βάζουμε σκοπούς; Και αν η δημιουργία είναι έτσι φτιαγμένη, τότε δεν είναι άδική; Για τον γράφοντα υπάρχουνε οι εξής καταστάσεις στο σόφισμα που ακολουθεί και στο οποίο θα μπορούσε να προσαρμοστεί η οποιαδήποτε παραλλαγή. Ή υπάρχει Θεός που σημαίνει πως υπάρχει και σκοπός, οπότε οποιονδήποτε σκοπό και να θέσουμε, είτε ως ανθρωπότητα είτε σαν άτομα, ένας θα είναι ο σκοπός, αυτός του Θεού. Και ο σκοπός αυτός, στα χρόνια του Χριστιανισμού, είναι η κατάκτηση του Παραδείσου.
Αν όμως υποθέσουμε ότι ο Θεός αφήνει τον άνθρωπό να επιλέγει σκοπούς, τότε δεν χρειάζεται ο Θεός. Γιατί τον υποκαθιστά ο άνθρωπος και κατασκευάζει αυτός τον δικό του παράδεισο. Αν όμως ο Θεός δοκιμάζει τον άνθρωπό ώστε να κατακτήσει ξανά τον χαμένο παράδεισο, τότε κάποια στιγμή θα πρέπει, να αρνηθεί ο άνθρωπος να γίνει πειραματόζωο.
Επίσης αν δεν υπάρχει Θεός και είμαστε όλοι τυχαίοι σαν αυτόν τον κόσμο, με μια τυχαία προσωπικότητα, τότε ματαιοπονούμε στον να βάζουμε σκοπούς. Γιατί να βάλω τον οποιοδήποτε σκοπό αφού γνωρίζω ότι μια μέρα θα πεθάνω και όλα θα χαθούν.
Ο Μαρξ παρ’ ότι αρνήθηκε την έννοια Θεός εντούτοις πιστεύει στον σκοπό και στην αιτιοκρατία. Μας λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίος αλλά προϊόν ενός φυσικού προτσές.
Ο Επίκουρος δέχτηκε την ύπαρξη των Θεών, αλλά, οι Θεοί, ούτε το Σύμπαν έφτιαξαν, ούτε τον άνθρωπο, ούτε επεμβαίνουν στα φαινόμενα της φύσης και στα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος δε, είναι τυχαίος και προϊόν της φυσικής επιλογής.
Έτσι σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι μάταιο να θέτουμε σκοπούς διότι από την εμπειρία μας οι παράδεισοι είναι μέσα στο μυαλό μας.
Το παράλογο όμως σ’ αυτήν την υπόθεση είναι μία εγγενής κατάστασή. Ένα χαρακτηριστικό το οποίο αν το αρνηθούμε, θα οδηγηθούμε στο μοιραίο, στην αυτοκτονία. Και η κατάσταση αυτή έγκειται στο ότι δεν μπορεί να ζήσει κανείς άνθρωπος χωρίς να βάζει σκοπούς. Αν δεν βάλει ο άνθρωπος έστω έναν, οι πολλούς, από τον μικρότερο και ευτελή σκοπό, μέχρι τον μεγαλύτερο, τον ποιοτικότερο. Αν δεν βάλει σκοπό, προοπτική, τότε αυτοκτονεί.
Εδώ έχουμε μία Επικούρεια θεώρηση πάνω στην ανθρώπινη θέληση. Στο ότι η ανθρώπινη θέληση επιλέγει σκοπούς. Και εμείς ως Επικούρειοι, φρονώ, πως επιλέγουμε τους ποιοτικότερους. Ως Επικούρειοι επιλέγουμε το κίνητρο της φύσης που είναι η Ηδονή.
Τώρα το φιλοσοφικό ερώτημα το οποίον γεννάτε είναι γιατί να υπάρχει αυτή η θέληση; Αυτή η εγγενής τάση; Εικάζω πως, είτε είναι ένας εξωραϊσμός του ενστίκτου της επιβίωσης, ή είτε είναι η σκέψη ενός εξελιγμένου ανώτερου εγκεφάλου.
Όσον αφορά την δημιουργία, ναι είναι όντως λάθος. Στηρίζεται πάνω στον αιματηρό ανταγωνισμό. Εδώ βρίσκει το σωστό περιεχόμενο το «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου. Διότι όσο και αρμονική και αν βλέπουμε την φύση, εν τούτοις αυτή η αρμονία στηρίζεται στο έγκλημα.
Ο άνθρωπος! αν και φύση και αυτός, με την θέληση του μπορεί να υπερβεί την φύση με βάσει τον εξελιγμένο ανώτερο εγκέφαλό του. Και αυτό το βλέπουμε πιο ξεκάθαρα σήμερα με τις επιστημονικές καινοτομίες, με τις τεχνολογικές εφαρμογές, με τις ιατρικές κατακτήσεις κ.α. Μπορεί ακόμα να μην νίκησε τον θάνατο, αλλά η παρακαταθήκη και η εμπειρία, του δίνουν μία γεύση αθανασίας. Όμως εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει και η διαστρεβλωμένη υπέρβαση της φύσης. Είναι αυτή η ρυπαρή διαστρέβλωση, που βιώνουμε καθημερινά.
Άρα λοιπόν αυτή η μεταφυσική εξέγερση στην οποία αναφέρεται ο Καμύ μπορεί άραγε να έχει συντελεστεί και να έχει στεφθεί από επιτυχία; Η απάντηση είναι Ναι.
Όμως μας λέει ο Καμύ «αφού η ποινή του θανάτου καθορίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, ο επαναστάτης ν’ αναγνωρίσει και την δύναμη που τον κάνει να ζει μ’ αυτόν τον όρο». «Ο μεταφυσικός επαναστάτης, συνεχίζει, δεν είναι οπωσδήποτε άθεος, αλλά είναι αναγκαστικά βλάσφημος». Επίσης κάνει πολύ σωστά τον παραλληλισμό του Θεού και του Αφέντη γιατί και στα δύο ο άνθρωπος είναι δούλος. «Όμως και ο δούλος και ο αφέντης βρίσκονται πραγματικά στην ίδια θέση, η εφήμερη κυριαρχία του ενός είναι το ίδιο σχετική όσο η υποταγή στον άλλον». «Γι’ αυτό ο επαναστατημένος εξεγείρεται ενάντια στον αφέντη με αποτέλεσμα την εξέγερση ενάντια στον Θεό, θέλει να μιλήσει σαν ίσος προς ίσο μ’ αυτόν»
**
Και ερχόμαστε στο άκομψο κατά την άποψη μου κεφάλαιο τα παιδιά του Κάιν όπου μέσα σ’ αυτό κριτικάρει τόσον τον Προμηθέα όσον και τον Επίκουρο.
Ναι όντως μας αναφέρει πως η μεταφυσική εξέγερση υπόβοσκε στις πρώτες θεογονίες. Μας λέει επίσης ότι ήταν και προϊόν της Ελληνικής φιλοσοφίας (Ο Προμηθέας).
Όμως εδώ θα ήθελα θα παρατηρήσω κάτι. Τόσοι Έλληνες φιλόσοφοι λέτε να μην είχανε σκεφτεί την εξέγερση ή την επανάσταση; Απλά δεν υπήρχε η ανάγκη για κάτι τέτοιο, διότι διαβίωναν μέσα στην φύση, στρεφόμενοι με μέτρο ενάντια στην ίδια τους την κακή φύση. Μπορεί οι κοινωνίες να μην ήταν τόσο αρμονικές, αλλά ήταν πιο αρμονικές από την κάθε σημερινή. Έτσι για να επιδιώξουν μια αρμονικότερη κοινωνία θα έπρεπε οι άνθρωποι να αλλάξουν προς το καλύτερο, τον εαυτό τους. Ή αν θέλετε, να τον υπερβούν.
Αλήθεια, ποιοι και γιατί συντελέσαν στην προετοιμασία, κατά την διάρκεια του διαφωτισμού, των επαναστάσεων ή των διαστροφικών, όπως μας αναφέρει, εξεγέρσεων; Επαναστάσεων και εξεγέρσεων που συντελέσθηκαν από τον 19ο έως τον 20ο αιώνα; Και όλο αυτό το αίμα που χύθηκε; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν; Γιατί άραγε δεν είμαστε ευχαριστημένοι; Και γιατί πέφτουμε από μία δικτατορία στην άλλη; Ναι οι νεότεροι φιλόσοφοί ήταν αυτοί που τις σκέφτηκαν. Αλλά μήπως οι φιλόσοφοι είτε εκούσια είτε ακούσια επηρεάστηκαν από τον Χριστιανισμό και θέλανε να επικρατήσει ο δικός τους μεσσιανισμός; Μήπως θέλανε να γκρεμίσουν αυτήν την αντιδραστική θρησκεία και με μία τάση δήθεν προοδευτισμού να εγκαθιδρύσουν την δικιά τους θρησκεία;
Ναι! και αυτά μας λέει ο Καμύ στον επαναστατημένο άνθρωπο.
**
Όμως ας κοιτάξουμε λίγο το παρελθόν. Και σας φέρνω για παράδειγμα τον Λεωνίδα και τους 300. Ναι γι’ αυτούς η ολοκλήρωση τους ήταν να πεθάνουν για την πατρίδα. Και δεν ζήτησαν να αγιοποιηθούν και ούτε κανείς μπορούσε να τους αγιοποιήσει, γιατί θα αποτελούσε ύβρη για τα Ελληνικά δεδομένα. Θα αποτελούσε ύβρη, την στιγμή που επικρατούσε το μέτρο. Το μέτρο που μας αναφέρει και ο Καμύ. Ανάλογη ενέργεια ήταν και του Σωκράτη. Και ο Σωκράτης θα μπορούσε να είχε γίνει ιδρυτής μιας Θρησκείας, ή ενός πολιτικού κινήματος της εποχής.
Αυτό που κάνει ο Κάϊν κατά τον Καμύ, είναι μεν εξέγερση ενάντια στον Θεό, αλλά είναι και ό ίδιος ο υπέρ εγωιστής άνθρωπος. Επίσης η ενέργειά του θέλει να μας δείξει, την εναντίωση στον Θεό ή στο αφεντικό. Όσο θα είσαι αφεντικό ή Θεός εγώ θα σε παραβαίνω. Το έγκλημα όμως του Κάιν παραβαίνει το μέτρο και αυτό είναι ίδιον της ανατολίτικης κοσμοθεωρίας, ή της θρησκείας της ερήμου με ηγέτη τον Ιησού.
Τον Ιησού όμως τον πλασάρανε και σαν θεάνθρωπο και σαν σωτήρα, γι’ αυτό πήρε τις διαστάσεις που κακώς πήρε. Στηριζόμενος σ’ αυτόν μας μίλησε για δύο επίπλαστα και ασταθή συναισθήματα, όπως την ελπίδα και την αγάπη.
Αλλά ας επανέλθουμε στην δικιά μας θεογονία με την μεταφυσική επανάσταση του Προμηθέα όπως την αναφέρει ο Καμύ και η οποία δεν παρέβη το μέτρο. Με βάση τον Αισχύλο που «τον βάζει να φωνάζει το μίσος του ενάντια σ’ όλους του θεούς και βυθίζοντάς τον σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα μοιραίας απελπισίας . Τον προσφέρει στις αστραπές και τους κεραυνούς να τον αποτελειώσουν και αναφωνεί ο Προμηθέας. Αχ βλέπετε τι αδικία υπομένω»;
Πόσοι και πόσοι, είτε ανάπηροι, είτε φτωχοί, είτε ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας, είτε άτομα με οποιοδήποτε κουσούρι δεν το έχουν πει αυτό;
Καταλήγει δε ο Καμύ ότι στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου ο Προμηθέας πυρφόρος «αναγγέλλεται η βασιλεία του συγχωρεμένου επαναστάτη». «Ναι, λέει, οι Έλληνες δεν νοθεύουν τίποτα. Στα πιο ακραία τολμήματα τους έμεναν πιστοί στο μέτρο που το είχαν θεοποιήσει» και ως εκ τούτου «Η εξέγερση του Προμηθέα, μας αναφέρει, δεν στρέφεται ενάντια σ’ όλη την δημιουργία αλλά ενάντια στον Δία και στους άλλους Θεούς και που οι ημέρες τους είναι μετρημένες». Προσθέτει πως «πρόκειται για μια ιδιωτική υπόθεση, μια αμφισβήτηση για το καλό και όχι για μια πάλη του καλού και του κακού στον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στην φύση στην οποία ένοιωθαν να μετέχουν (οι Έλληνες). Αν εξεγερθούν ενάντια στην φύση είναι μία εξέγερση ενάντια στον εαυτό τους. Είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο». Είναι το έγκλημα του Καιν ενάντια στον αδελφό του.
Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και μία ακόμα από τις θεμελιώδεις διαφορές του Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό. Ότι δηλαδή, όπως τουλάχιστον πρεσβεύει ο Χριστιανισμός, ο άνθρωπος είναι ανώτερος από την φύση. Το αυξάνεσθε και πληθήνατε και κατακυριεύσατε την Γη δίδει όντως ποικίλες ερμηνείες ιδιαίτερα στον μολυσμένο και άμετρο κόσμο μας.
Διότι απ’ ότι μας αναφέρει και συμφωνώ και εγώ , «ότι δεν υπήρχαν οι άνθρωποι από την μια και οι Θεοί από την άλλη (στους Έλληνες). Η ιδέα της αθωότητας σε αντίθεση με την ενοχή, η πάλη του κακού και του καλού ήταν στους Έλληνες άγνωστα. Μέσα στο σύμπαν τους υπάρχουν περισσότερο σφάλματα παρά εγκλήματα. Το μόνο έγκλημα που υπάρχει είναι το ξεπέρασμα του μέτρου. Στον Χριστιανικό κόσμο δεν υπάρχουν σφάλματα αλλά εγκλήματα και το φοβερότερο απ’ αυτό, είναι το μέτρο. Οι Έλληνες δεν θεώρησαν ποτέ την σκέψη , και αυτό υποβιβάζει τον Χριστιανικό μας κόσμο, ένα αποκομμένο από τον κόσμο χώρο». Γι’ αυτό όπως αναφέραμε, η ιστορία της εξέγερσης στον δυτικό κόσμο δεν ξεχωρίζει από την ιστορία του Χριστιανισμού.
**
Και ερχόμαστε στο προκείμενο. Δηλαδή στον Επίκουρο του Καμύ.
«Η φοβερή θλίψη, λέει, του Επίκουρου βγάζει ένα νέο ήχο. Γεννιέται αναμφίβολα από το άγχος του θανάτου. Μπορούμε να εξασφαλιστούμε ενάντια σ’ όλων των λογιών τα πράγματα αλλά όσο για τον θάνατο μένουμε όλοι σαν τους κατοίκους μιας κυριευμένης ακρόπολης.»
«Ο Λουκρήτιος αναφέρει πως η ουσία αυτού του ευρύχωρου κόσμου είναι μόνο ο θάνατος, η καταστροφή. Γιατί λοιπόν να αναβάλει κανείς την απόλαυση για αργότερα»;
«Έτσι ο Επίκουρος μας λέει ότι ξοδεύουμε την ζωή μας και πεθαίνουμε με πόνο. Πρέπει λοιπόν να απολαμβάνουμε». «Αλλά σχολιάζει ο Καμύ τι παράξενη απόλαυση; Έρχεται με το να εθελοτυφλούμε μπροστά στα τείχη της ακρόπολης, με το να εξασφαλίζουμε νερό και ψωμί μέσα στην σιωπηλή σκιά». Και παρά κάτω αναφέρει τον προβληματισμό του Επίκουρου «μήπως ο θάνατος είναι το μηδέν; και απαντάει ο Επίκουρος στον εαυτό του. Όχι γιατί όλα είναι ύλη σ’ αυτόν τον κόσμο και ο θάνατος σημαίνει επιστροφή στο στοιχείο». Και μας προσθέτει ο Καμύ «πως η παράξενη ηδονή που μας μιλάει ο Επίκουρος είναι κυρίως η απουσία του πόνου. Είναι, μας αναφέρει, η ευτυχία της πέτρας».
Εδώ θα μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τον Καμύ: διότι η πέτρα δεν σκέπτεται, δεν δρα, δεν ερωτεύεται, δεν τρώει, δεν ζει τις χαρές της ζωής γιατί απλούστατα δεν έχει ζωή. Ζωή που εξύμνησε ο Επίκουρος όσο κανένας άλλος φιλόσοφος.
Το να ζεις σαν Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους είναι μία υπέρβαση. Είναι μία υπέρβαση της φύσης. Είναι ενάντια στην φύση του ανθρώπου. Είναι η εξαίρεση που μπορεί να γίνει ο κανόνας. Δηλαδή είναι η αντιμετώπιση των παθών του ανθρώπου. Τα πάθη και την υπέρβασή τους: και αυτό δεν μπορεί να τα έχει αντικειμενικά μία πέτρα.
Μας λέει παρακάτω ότι σκοτώνει ο Επίκουρος την ευαισθησία. Και διασαφηνίζει, μια σειρά πιο κάτω, ότι εννοεί την Ελπίδα. Και προσθέτει πως αυτό που λέει ο Έλληνας φιλόσοφος για τους Θεούς δεν είναι τίποτε άλλο από το «ότι όλη η δυστυχία των ανθρώπων έρχεται από την ελπίδα που τους βγάζει από την σιωπή της ακρόπολης και τους στήνει στις επάλξεις να προσμένουν την σωτηρία».
Ναι σωστά τα λέει ο Επίκουρος όσο και να τα κριτικάρει ο Καμύ. Προφανώς η ακρόπολη είναι ο κήπος του Επίκουρου. Ένας δημιουργικός κήπος με ζωντανές υπάρξεις όπου σκέφτονται τα άτομα, φιλοσοφούν, δρουν και δεν υπάρχει σιωπή. Και όσον αφορά την ελπίδα αυτή ήταν ξένη όχι μόνο για τους Επικούρειους αλλά και για τους περισσότερους από τους Έλληνες. Διότι οι Έλληνες θεωρούσαν τον πάνω κόσμο ότι ήταν καλύτερος σε σχέση με τον κάτω κόσμο. Την ελπίδα αυτό το ασταθές συναίσθημα ,όπως ειπώθηκε, μας το έφερε ο Χριστιανισμός . Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Λεωνίδας και οι 300, για παράδειγμα, ενώ γνώριζαν ότι θα πεθάνουν έφτασαν στην ολοκλήρωση τους πεθαίνοντας για ένα ιδανικό χωρίς να περιμένουν τίποτα από τους Θεούς. Ή το ότι θα οδηγηθούν σε μία ουτοπική περιοχή. Αυτή είναι και η ολοκλήρωση του ατόμου. Και αυτός θα πρέπει να είναι και ο σκοπός του. Ένας υπερβατικός σκοπός. Δηλαδή να δώσει μία ανώτερη προοπτική στο υπαρξιακό του πρόβλημα, στην μοναξιά του. Ενώ οι χριστιανοί δίνουν την ζωή τους προσμένοντας ότι θα πάνε σ’ ένα αβέβαιο παράδεισο. Σ’ έναν παράδεισο που κανείς δεν έχει δει και κανείς δεν έχει περιγράψει. Σ’ έναν παράδεισο που έγινε από τον Θεό χωρίς να ρωτηθεί το άτομο αν του αρέσει.
Το λεχθέν του Επίκουρου δηλαδή το να ζεις σαν θεός ανάμεσα στους ανθρώπους το έχει 
πάρει όχι τόσο κομψά ο Καμύ. Λέει πως «δεν αρνιέται του Θεούς ο Επίκουρος. αλλά τους απομακρύνει τόσο έντονα και οριστικά που η ψυχή δεν έχει άλλη διέξοδο παρά να κλειστεί πάλι στα τείχη. Οι Θεοί δεν έχουν καθόλου έννοιες ούτε προκαλούν τέτοιες σε κανέναν». Αλλά μας αναφέρει πως «Θεοί χωρίς ανταμοιβές και τιμωρίες είναι κουφοί θεοί». Και έπειτα προσθέτει ότι προσπαθεί ο Επίκουρος «να υψώσει τείχη γύρω από τον άνθρωπο, να ξανακλείσει τις πύλες της ακρόπολης και να πνίξει ανελέητα την ακαταμάχητη κραυγή της ανθρώπινης ελπίδας».
Αχ αλήθεια δεν είναι ανοησία να ζεις μια ζωή με απαγορεύσεις, πόνο και στέρηση για να μην χάσεις την κλήση ενός δικτάτορα Θεού που θέλει να σ’ έχει του χεριού του; Να σ’ έχει υποχείριο τόσον στην παρούσα όσο και στην υποτιθέμενη άλλη ζωή; Ας είμαστε ρεαλιστές και ας μην γεμίζουμε το μυαλό μας με φρούδες και ανόητες ελπίδες. Ναι σωστά τα λέει ο Επίκουρος, που αναφέρει κριτικάροντας τα λόγια του ο Καμύ. «Ξεγέλασα τις παγίδες σου ω μοίρα, έκλεισα όλους τους δρόμους απ’ όπου μπορούσες να με φτάσεις. Δεν θ’ αφεθούμε να νικηθούμε ούτε από εσένα ούτε από καμιά κακιά δύναμη. Και όταν η ώρα της αναπόφευκτης αναχώρησης θα σημάνει, η περιφρόνησή μας για κείνους που αγκιστρώνονται μάταια στην ύπαρξη θα ξεσπάσει στο ωραίο τραγούδι. Ω πόσο άξια ζήσαμε».
**
Τόσον ο Επίκουρος όσο και ο Λουκρήτιος μας λέει ο Καμύ αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι
«τα άτομα δεν ενώνονται μόνα τους σ’ ομάδες και αντί να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου νόμου στο πεπρωμένο που θέλει να αρνιέται, δέχεται μια τυχαία κίνηση που σύμφωνα μ’ αυτήν τα άτομα συναντιόνται και χωρίζουν. Δηλαδή αποσπάει τον άνθρωπο από το πεπρωμένο και τον αφήνει στην τύχη».
Μα η μη ύπαρξη του πεπρωμένου είναι το μεγαλείο μας και όσον αφορά την τύχη ταυτίζεται με την μοίρα που ελέχθει ανωτέρω.
Ωστόσο δεν νομίζω πως στο θέμα τύχης έχει δίκιο ο Καμύ. Νομίζω πως ο Επίκουρος δεν αφήνει τον άνθρωπο στην τύχη. Η άρνηση του πεπρωμένου, της ειμαρμένης και την τελεολογίας, εκ μέρους του, που εκφράζεται με την τυχαία κίνηση των ατόμων, θέλει να αναδείξει την βουλητική, όπως ειπώθηκε, ικανότητα του Ανθρώπου
Και ο Λουκρήτιος, συνεχίζει ο Καμύ, ένεκα του μίσους του για το πεπρωμένο και τον θάνατο λέει ότι τα μόρια, για να δώσουν την ύπαρξη, ενώνονται από σύμπτωση και όπου από σύμπτωση η ύπαρξη διαλύεται σε άτομα. Η τυφλή ακρόπολη τότε γίνεται ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Moenia Mundi, τα τείχη του κόσμου. Σ’ αυτό το σημείο βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματα σας.
**
Μας αναφέρει παρά κάτω πως «η μεγάλη υπόθεση δεν είναι η αποσιώπηση της ελπίδας αλλά ο ασκητισμός του Επίκουρου που δονείται και κορυφώνεται συχνά με κατάρες». «Το έλεος για τον Λουκρήτιο, προσθέτει, είναι να μπορεί να κοιτάζει τα πάντα μ’ ένα πνεύμα που δεν ταράζεται με τίποτα».
Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι κάπως αδικεί τον Επίκουρο ο Καμύ. Τόσον η ιδεολογία του όσο και η πρακτική του δεν ήταν ασκητική. Και το λάθε βιώσας δεν έχει καμιά σχέση με την ασκητική, αλλά με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Της κάθε εποχής που δεν επικρατεί η άμεση Δημοκρατία.
Και το έλεος που αναφέρθηκε είναι ένα συναίσθημα, του ανώτερου προς τον κατώτερο, γι’ αυτό ο Λουκρήτιος μπορεί να το βλέπει μ’ αυτό το πνεύμα. Όμως άλλο το έλεος και άλλο η βοήθεια και η στοργή, που πρακτικά αποδεικνύεται με την ανατροφή εκ μέρους του Επίκουρου των παιδιών του Μητρόδωρου.
«Το ίδιο πνεύμα μας λέει ο Καμύ τρέμει από την αδικία που γίνεται στον άνθρωπο εκ μέρους του Θεού. Ο Λουκρήτιος στο θαυμάσιο ποίημα του αναφέρεται στο πρώτο έγκλημα της θρησκείας που ήταν η Ιφιγένεια και η δολοφονία της αθωότητάς της». Όπως το κάνει και ο υπογράφων στο βιβλίο του, τα «Πάντα εν Σοφία Εποίησας; «Και ο Επίκουρος με έναν μαχητικό συλλογισμό λέει, γιατί το κακό θα πρέπει να τιμωρείται, αφού τώρα βλέπουμε ότι το καλό δεν αμείβεται»; Και συμπληρώνει ο Καμύ ότι
«ο άνθρωπος του Λουκρήτιου αρνιέται τους ανάξιους και εγκληματίες Θεούς για να πάρει ο ίδιος την θέση τους. Βγαίνει από το οχυρωμένο στρατόπεδο και αρχίζει τις πρώτες επιθέσεις ενάντια στην θεότητα και στ’ όνομα του ανθρώπινου πόνου».
Είναι το ίδιο που κάνω και εγώ. Αν ήμουν Θεός θα έφτιαχνα τον κόσμο καλύτερο, η μην τολμήσεις να στήσεις δικαστήριο γιατί θα σε δικάσω εγώ ω Θεέ. Ναι τα πάντα όχι εν σοφία, αλλά εν ανοησία εποίησας.
«Στον Λουκρήτιο το έγκλημα του ανθρώπου είναι απάντηση στο Θείο έγκλημα». «Και δεν είναι τυχαίο που το ποίημα του Λουκρήτιου, μας αναφέρει ο Καμύ, τελειώνει με μια θαυμαστή εικόνα βωμών των Θεών γεμάτο από πτώματα που κατηγορούν τους θεούς για τον λοιμό των Αθηνών».
Και πάλι αδικεί τον Λουκρήτιο ο Καμύ. Διότι εντάξει ο Θεός ή οι Θεοί κάνουν εγκλήματα που όλοι μας τα γνωρίζουμε, αν φυσικά επεμβαίνουνε στα ανθρώπινα. Όμως είμαι σίγουρος τώρα πια, όπως ήταν και ο Επίκουρος, πως δεν παρεμβαίνουν. Όμως από την άλλη, θα πρέπει και ο άνθρωπος να ακολουθήσει την ίδια τακτική; Εκτός αν έγκλημα θεωρείτε η κριτική, της υποτιθέμενης παρέμβασης των Θεών. Των Θεών εκείνων που εμπιστεύονται οι πολλοί. Διότι όπως είπε ο Επίκουρος σε μία δόξα του. 
Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν δέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά εκείνος που προσδίδει στους Θεούς ιδιότητες σύμφωνα με τις γνώμες των πολλών.
***
Μπάμπης Πατζόγλου
(Επίκουρος)
www.o-klooun.com

Ίρβιν Γιάλομ - «Να μετατρέψεις το ‘‘έτσι συνέβη’’ σε ‘‘έτσι το θέλησα’’ – αυτό και μόνο ονομάζω λύτρωση».

Ίρβιν Γιάλομ - «Να μετατρέψεις το ‘‘έτσι συνέβη’’ σε ‘‘έτσι το θέλησα’’ – αυτό και μόνο ονομάζω λύτρωση».
Τι μεγάλο ξάφνιασμα, να συνειδητοποιεί ξαφνικά πως δεν αποτελούσε πια την ανώτερη μορφή ζωής. Παράτησε το διάβασμα. Είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα, κι είχε έρθει η ώρα να προχωρήσει πέρα απ’ τον αντιπερισπασμό. Είχε έρθει η στιγμή να δει κατάματα τι ακριβώς του συνέβαινε. Κάτσε κάτω, Τζούλιους, είπε στον εαυτό του. Κάτσε κάτω κι αναλογίσου ότι πεθαίνεις. Έκλεισα τα μάτια.

Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε, ο θάνατος είχε τελικά κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή. Και τι μπανάλ εμφάνιση – ν’ ανοίγει απότομα η αυλαία μ’ έναν μπουλούκο δερματολόγο που έχει μια μύτη σαν αγγούρι, που κρατάει μεγεθυντικό φακό στο χέρι και φοράει λευκή ιατρική μπλούζα με τ’ όνομα του γραμμένο με μπλε γράμματα στη δεξιά πάνω τσέπη.
Του ήρθε στον νου μία σκηνή που είχε δει πριν από λίγους μήνες στις διακοπές του στη Χαβάη. Κάνοντας έναν περίπατο έφτασε τυχαία σε ένα μεγάλο βουδιστικό κέντρο διαλογισμού, κι είδε μία νέα γυναίκα να περπατάει σ’ έναν κυκλικό λαβύρινθο, φτιαγμένο από μικρές πέτρες λάβας. Όταν έφτασε στο κέντρο του λαβύρινθου σταμάτησε και έμεινε ακίνητη σ’ έναν όρθιο μακρύ διαλογισμό. Η αντανακλαστική αντίδραση του Τζούλιους σε κάτι τέτοιες θρησκευτικές τελετουργίες ήταν πολύ αρνητική, κυμαινόταν συνήθως ανάμεσα στην αίσθηση του γέλιου και τον αποτροπιασμό.
Τώρα όμως τα συναισθήματά του για ‘κείνη τη νέα γυναίκα ήταν πιο ήπια - τον πλημμύριζε η συμπόνια, όχι μόνο γι’ αυτήν αλλά και για όλους τους συνανθρώπους του, τα θύματα αυτής της παράξενης εξελικτικής διαστροφής που, ενώ σου χαρίζει τη συνειδητότητα, δε σου δίνει τον απαραίτητο ψυχολογικό εξοπλισμό, για ν’ αντιμετωπίσεις την οδύνη για το εφήμερο της ύπαρξης. Κι έτσι μέσα στα χρόνια, στους αιώνες, στις χιλιετίες κατασκευάζουμε ακούραστα πρόχειρες αρνήσεις της θνητότητάς μας. Θα πάψουμε ποτέ, θα πάψει κανένας από μας ν’ αναζητάει μία ανώτερη δύναμη, με την οποία να μπορεί να συγχωνευτεί, ώστε να υπάρχει για πάντα, ή κάποιο θεόσταλτο εγχειρίδιο οδηγιών, ή ένα ίχνος ότι είμαστε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, ή την ιεροτελεστία και την τελετουργία;
Κι όμως, καθώς αναλογιζόταν τ’ όνομά του στον κατάλογο του θανάτου, ο Τζούλιους αναρωτήθηκε μήπως λίγη τελετουργία δεν είναι τελικά τόσο κακό πράγμα. Εγκατέλειψε αμέσως την ίδια του τη σκέψη, σαν να τον έκαψε - τέτοια ήταν η παραφωνία της με τον αγώνα που έκανε σ’ όλη του τη ζωή ενάντια στην ιεροτελεστία. Περιφρονούσε πάντα τα εργαλεία με τα οποία οι θρησκείες απογυμνώνουν τους οπαδούς τους από κάθε λογική κι ελευθερία: τα τελετουργικά κοστούμια, τα λιβάνια, τα ιερά βιβλία, τους υπνωτιστικούς ψαλμούς, τα κομποσκοίνια, τα χαλιά της προσευχής, τις εσάρπες και τα καλπάκια, τις μίτρες και τις ράβδους των επισκόπων, τις όστιες και τα ιερά κρασιά, την τελευταία κοινωνία, τα κεφάλια που χαμηλώνουν και τα κορμιά που λικνίζονται στον ρυθμό αρχαίων ψαλμών, - όλα εξαρτήματα αυτού που θεωρούσε το ισχυρότερο και μακροβιότερο παιχνίδι εξαπάτησης στην ιστορία, ένα παιχνίδι που δίνει ακόμη περισσότερη ισχύ στους ηγέτες και ικανοποιεί τη δίψα των εκκλησιασμάτων για υποταγή.
Τώρα όμως, έχοντας πλάι του τον θάνατο, διαπίστωνε ότι δεν ένιωθε πια το ίδιο μένος. Ίσως αυτό που δεν του άρεσε να ήταν η επιβεβλημένη τελετουργία. Ίσως μπορούσε να πει κανείς μια καλή κουβέντα για τις μικρές προσωπικές τελετουργίες. Τον είχαν συγκινήσει οι περιγραφές των εφημερίδων για ‘κείνον τον πυροσβέστη στη Νέα Υόρκη, στο Σημείο Μηδέν, που σταματούσε, σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο του προς τιμήν των νεκρών, κάθε φορά που έφερνε στην επιφάνεια άλλη μια σορό μέσα απ’ τα ερείπια. Δεν είναι κακό να τιμάς τους νεκρούς… όχι, όχι τους νεκρούς, αλλά τη ζωή όσων έχουν πεθάνει. Ή μήπως ήταν κάτι παραπάνω από τιμή, μήπως ήταν κάτι περισσότερο από ιερή χειρονομία; Μήπως η τελετουργία των πυροσβεστών σήμαινε σύνδεσμο; Την αναγνώριση της σχέσης τους, της ταύτισής τους με το κάθε θύμα;
[…]Κι ίσως να ήταν ένας τρόπος για να τιμήσουν και τις δικές τους τις ζωές, σκέφτηκε. Τι άλλο έχουμε; Τι άλλο εκτός απ’ αυτό το θαυμαστό, το ευλογημένο διάλειμμα ύπαρξης και συνειδητότητας; Αν υπάρχει κάτι να τιμήσει και να ευλογήσει κανείς, είναι αυτό – το ανεκτίμητο δώρο της ύπαρξης και μόνο. Να ζεις μέσα στην απόγνωση, επειδή η ζωή έχει ένα τέλος ή επειδή δεν έχει ανώτερο σκοπό ή κάποιο εγγενές σχέδιο, είναι σκέτη αχαριστία. Να οραματιστείς έναν παντογνώστη δημιουργό και ν’ αφιερώσεις τη ζωή σου σε ατελείωτη γονυκλισία, μοιάζει ματαιότητα. Και σπατάλη, επίσης: γιατί να πετάξεις τόση αγάπη σε μια φαντασίωση, όταν έτσι κι αλλιώς φαίνεται να υπάρχει τόσο μεγάλο έλλειμμα αγάπης στη γη; Καλύτερα ν’ ασπαστείς τη λύση του Σπινόζα και του Αινστάιν: να κλίνεις λίγο το κεφάλι, ν’ αγγίξεις το καπέλο σου σε αναγνώριση των κομψών νόμων και του μυστηρίου της φύσης και να συνεχίσεις το εγχείρημα του ζην.
[…]Έπειτα από μερικές μέρες που ένιωσε πιο ήρεμος, και που λιγόστεψαν τα κύματα του πανικού, οι σκέψεις του στράφηκαν στο μέλλον. «Μια καλή χρονιά», είχε πει ο Μπομπ Κίνγκ, «δεν υπάρχει εγγύηση, αλλά δεν είναι παράλογο να ελπίζει κανείς πως θα ζήσει μια χρονιά με καλή υγεία». Πώς να περάσει όμως αυτήν τη χρονιά; Ένα πράγμα που αποφάσισε ήταν να μη μετατρέψει αυτήν την καλή χρονιά σε κακή, πενθώντας που είναι μόνο μία.
Μια νύχτα, μη μπορώντας να κοιμηθεί κι αναζητώντας παρηγοριά, έψαξε πολλή ώρα στη βιβλιοθήκη του. Στα βιβλία που είχαν σχέση με τη δουλειά του δεν έβρισκε τίποτα που να πλησιάζει έστω και ελάχιστα τη δική του τωρινή κατάσταση, τίποτα που ν’ αφορά το πώς να ζήσει κανείς, ή πώς να δώσει ένα νόημα στις μέρες που του απομένουν. Τότε όμως το μάτι του έπεσε σ’ ένα ταλαιπωρημένο αντίτυπο του Τάδε έφη Ζαρατούστρα του Νίτσε. Αυτό το βιβλίο το γνώριζε πολύ καλά: πριν από πολλές δεκαετίες, γράφοντας ένα άρθρο για τη σημαντική αλλά παραγνωρισμένη επιρροή του Νίτσε στον Φρόυντ, το είχε μελετήσει διεξοδικά. Ο Ζαρατούστρα είναι ένα γενναίο βιβλίο που σε διδάσκει, όσο κανένα άλλο, πώς να σέβεσαι και να γιορτάζεις τη ζωή, σκέφτηκε. Ναι, ίσως αυτό να ήταν το εισιτήριο. Έχοντας πάρα πολύ άγχος για να το διαβάσει απ’ την αρχή, το ξεφύλλισε τυχαία και διάβασε επιλεκτικά κάποια κομμάτια που είχε υπογραμμίσει.
«Να μετατρέψεις το ‘‘έτσι συνέβη’’ σε ‘‘έτσι το θέλησα’’ – αυτό και μόνο ονομάζω λύτρωση».
Αυτό που καταλάβαινε ο Τζούλιους σ’ αυτά τα λόγια του Νίτσε ήταν ότι έπρεπε να επιλέξει τη ζωή του – έπρεπε να τη ζήσει κι όχι να την αφήσει να τον ζήσει εκείνη. Μ’ άλλα λόγια έπρεπε ν’ αγαπήσει τη μοίρα του. Και πάνω απ’ όλα υπήρχε εκείνο το ερώτημα που έθετε κάθε τόσο ο Ζαρατούστρα,αν θα ήμασταν πρόθυμοι να επαναλάβουμε αυτούσια τη ζωή που ζήσαμε ξανά και ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Παράξενο διανοητικό πείραμα – κι όμως, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο πολλή καθοδήγηση του πρόσφερε: Το μήνυμα που μας στέλνει ο Νίτσε είναι να ζήσουμε με τέτοιον τρόπο, ώστε να είμαστε πρόθυμοι να επαναλαμβάνουμε την ίδια ζωή αενάως.
Συνέχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο και σταμάτησε σε δυό φράσεις έντονα υπογραμμισμένες με τον ροζ φωσφορίζοντα μαρκαδόρο του: «Ανάλωσε τη ζωή σου». «Πέθανε τη σωστή στιγμή».
Αυτές τον αφορούσαν. Ζήσε τη ζωή σου στον υπέρτατο βαθμό. Και τότε, μόνο τότε, πέθανε. Μην αφήσεις αβίωτη ζωή πίσω σου. Ο Τζούλιους παρομοίαζε τα λόγια του Νίτσε με μια ψυχολογική δοκιμασία Rorschach. Πρόσφεραν και τα δυό τόσο πολλές αντίθετες οπτικές γωνίες, ώστε το τι θα έπαιρνε απ’ αυτά ο αναγνώστης καθοριζόταν απ’ την προσωπική του κατάσταση. Τώρα διάβαζε με μια πολύ διαφορετική διάθεση. Η παρουσία του θανάτου τον ωθούσε σε μια άλλη, πιο φωτισμένη ανάγνωση: σελίδα τη σελίδα, έβρισκε ενδείξεις για έναν πανθεϊστικό σύνδεσμο που παλιότερα δεν του είχε δώσει μεγάλη σημασία. Όσο και να εξυμνούσε, ακόμα και να δόξαζε, ο Ζαρατούστρα τη μοναξιά, όσο και να αναζητούσε την απομόνωση για να δώσει ζωή σε μεγάλες σκέψεις, παρ’ όλ’ αυτά ήταν αφοσιωμένος στο ν’ αγαπά και να εξυψώνει τους άλλους, να τους βοηθάει να τελειοποιήσουν και να υπερβούν τον εαυτό τους, να μοιράζεται μαζί τους την ωριμότητά του – αυτό μάλιστα.
Ξανάβαλε τον Ζαρατούστρα στη θέση του και κάθισε στο σκοτάδι κοιτάζοντας τα φώτα των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέητ. Σκεφτόταν τα λόγια του Νίτσε και προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Σε λίγα λεπτά συνήλθε: ήξερε ακριβώς τι να κάνει και πώς να ξοδέψει την τελευταία του χρονιά. Θα ζούσε ακριβώς όπως είχε ζήσει την περασμένη χρονιά – και την προηγούμενη και τη χρονιά πριν από ‘κείνη. Λάτρευε τη δουλειά του ψυχοθεραπευτή. Λάτρευε να συνδέεται με άλλους ανθρώπους και να βοηθάει να ζωντανέψει κάτι μέσα τους. Ίσως η δουλειά του να ήταν μια μετουσίωση του χαμένου του συνδέσμου με τη γυναίκα του. Ίσως να είχε ανάγκη τον θαυμασμό, την επιβεβαίωση και την ευγνωμοσύνη όσων βοηθούσε. Ακόμα κι έτσι, ας έπαιζαν τον ρόλο τους και κάποια σκοτεινά κίνητρα, ήταν ευγνώμων που ήταν αυτή η δουλειά του. Ευλογημένη δουλειά.
***
Irvin D. Yalom - Η Θεραπεία του Schopenhauer
www.o-klooun.com

Νονοι και δωρα (ιδεες)

  Ένα από τα πιο σημαντικά  δώρα  που πρέπει να κάνετε στα βαφτιστήρια σας είναι η πασχαλινή λαμπάδα. Συμβολίζει την Ανάσταση του Κυρίου, τη...