Μετά από ένα διαζύγιο οι πρώην σύζυγοι καλούνται να αντιμετωπίσουν διάφορες απαιτητικές καταστάσεις, που έχουν να κάνουν τόσο με τη συναισθηματική επεξεργασία και πρακτική διαχείριση του χωρισμού τους, όσο και με την αναδιοργάνωση της δικής τους ζωής. Οι συνθήκες γίνονται ακόμη πιο απαιτητικές όταν υπάρχουν και παιδιά, για τα οποία οφείλουν να εξασφαλίσουν συναισθηματική σταθερότητα και ασφάλεια, είτε είναι αυτοί που έχουν αναλάβει την επιμέλειά τους, είτε όχι.
Όσον αφορά τα παιδιά, το βέβαιο είναι ότι μπορούν να είναι ευτυχισμένα όταν βλέπουν γονείς ευτυχισμένους. Γονείς που δύνανται να αντιμετωπίσουν και να αξιοποιήσουν τις αντίξοες συνθήκες, ώστε να «κερδίσουν» κάτι καλό για τη ζωή τους. Ακόμη και μετά από ένα διαζύγιο, τα παιδιά μπορούν να αποκομίσουν πολύ θετικά στοιχεία, που θα τους χρησιμεύσουν ως «προίκα» για το μέλλον τους. Αρκεί οι γονείς τους να αφουγκράζονται με τρυφερότητα και σεβασμό τόσο τα δικά τους συναισθήματα, όσο και των παιδιών τους, να είναι σταθεροί στις επιλογές τους και να τις υπερασπίζονται, να αποφεύγουν τις διαμάχες και τις αλληλοκατηγόριες με τους πρώην συζύγους, και να φροντίζουν τα παιδιά τους, χωρίς όμως να παραμελούν να αντλούν ικανοποίηση και από τη δική τους ζωή (επαγγελματική, κοινωνική, προσωπική εξέλιξη).
Ο/η νέος/α σύντροφος
Αν διαλέξουμε να κρατήσουμε τον όρο «νέο/α σύντροφο», για το παρόν άρθρο, καλό είναι να τον διαφοροποιήσουμε από τις περιστασιακές σχέσεις και τους εκάστοτε ερωτικούς συντρόφους, που μπορεί να έχει ένας ενήλικας στη ζωή του. Τα παιδιά δεν χρειάζεται να γνωρίζουν τα πάντα για την ιδιωτική ζωή των γονιών τους, ούτε για τις συγκρούσεις που μπορεί να έχουν οι πρώην, πλέον, σύζυγοι πάνω σε αυτά τα θέματα. Κάτι τέτοιο μπορεί να τους δημιουργήσει αγωνία, σύγχυση ή ακόμη και επιπρόσθετη ευθύνη για θέματα που δεν αντιστοιχούν στο ρόλο τους. Αυτό που, κυρίως, χρειάζονται είναι γονείς, που μπορούν να είναι δίπλα τους και να τους δείχνουν την αγάπη και το ενδιαφέρον τους.
Όταν κανείς αποφασίσει να γνωρίσει τον/την νέο/α σύντροφο στα παιδιά του, αυτό σημαίνει ότι εμπιστεύεται τόσο τον άνθρωπο, όσο και τις βάσεις στις οποίες οι δύο σύντροφοι έχουν θέσει τη συγκεκριμένη σχέση. Προϋπόθεση της επισημοποίησης της σχέσης, άρα και της γνωριμίας με τα παιδιά, είναι οι δύο σύντροφοι να αισθάνονται σιγουριά για τη σχέση τους και έτοιμοι να την υπερασπίσουν με τέτοιο τρόπο που να την οδηγήσουν σε κάτι καλό.
Πως, πότε να γνωστοποιηθεί στα παιδιά;
Πολλές φορές τίθενται ερωτήματα όπως «πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να το πω στα παιδιά μου;», «τι να τους πω για την καινούρια μου σχέση;», «πως να τους μιλήσω;». Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες όπως: η ηλικία των παιδιών, η σχέση τους και με τους δύο γονείς, με πόση σαφήνεια είχαν ενημερωθεί για την οριστικότητα του χωρισμού των γονιών ή αν είχαν αφήσει περιθώρια για προσδοκίες επανασύνδεσής τους, αν τους είχαν μιλήσει ποτέ για το ενδεχόμενο μιας νέας σχέσης στη ζωή των γονιών ή αν τους είχαν αποκλείσει αυτή την πιθανότητα, και το πως οι ίδιοι νιώθουν για αυτό το νέο «άνοιγμα» στη ζωή τους.
Όταν θα προχωρήσει κανείς στην ενημέρωση των παιδιών, σημαντικό είναι να έχει απαντήσει σε προσωπικά του ερωτήματα ως προς την επιλογή του συντρόφου και την πιθανή προοπτική της σχέσης. Να μη ζητείται έμμεσα, δηλαδή, από το παιδί να «λύσει» τυχόν διλήμματα, με τη συγκατάθεση ή την απόρριψή του. Για παράδειγμα «να δω ποια θα είναι η αντίδρασή του και, αναλόγως, θα προχωρήσω ή θα διακόψω τη σχέση». Αν η ενημέρωση συνοδεύεται με αβεβαιότητα, ενοχές, επιφυλάξεις, τα παιδιά, όντας καλοί και αφοσιωμένοι ακροατές, είναι σε θέση να αντιληφθούν τις ανασφάλειες του γονιού τους και να δράσουν ανάλογα. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, είναι σαν να μετατίθεται η ευθύνη για τις αποφάσεις και τις επιλογές του ενήλικα στο παιδί.
Η ενημέρωση χρειάζεται να συμπεριλαμβάνει σταθερότητα και εμπιστοσύνη στην επιλογή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε λαμβάνονται υπόψη και δε γίνονται σεβαστά τα συναισθήματα του παιδιού. Ακόμη και αν η πρώτη αντίδραση είναι αρνητική, η καταλληλότερη απάντηση του γονιού είναι να ακούσει, να σεβαστεί και να προσπαθήσει να κατανοήσει τα μηνύματα που βρίσκονται πίσω από την αρχική αντίδραση. Αν σπεύσει να απολογηθεί, να δικαιολογηθεί ή να επιβάλει την επιλογή του νέου συντρόφου, ενδεχομένως να χάσει την ευκαιρία να ακούσει και να απαντήσει στις πραγματικές αγωνίες του παιδιού του.
Κάθε άνθρωπος, έτσι και τα παιδιά, χρειάζονται χρόνο για να προσαρμοστούν σε μια νέα κατάσταση. Μια αρνητική αντίδραση, και εφόσον δεν έχει να κάνει με αντικειμενικούς παράγοντες που αφορούν στο πρόσωπο του νέου συντρόφου (π.χ. κακοποιητική συμπεριφορά προς το παιδί ή τον/την σύντροφο), μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Μπορεί να αναρωτιέται αν ο γονιός θα συνεχίσει να το αγαπάει. Αν θα αλλάξουν πράγματα στη ζωή τους. Αν περνώντας καλά και δείχνοντας συμπάθεια για τον/την νέο/α σύντροφο του γονιού, προδίδει τον άλλο γονιό. Πολλά συναισθήματα, απορίες και ανησυχίες. Αν όμως αντιμετωπιστούν με σεβασμό, κατανόηση και τρυφερότητα, μπορούν να οδηγήσουν σε ακόμη καλύτερη και ουσιαστικότερη σχέση γονιού παιδιού.
Ποιος είναι ο ρόλος του νέου συντρόφου στη ζωή του παιδιού;
Σε μια σχέση οι σύντροφοι καλούνται, μέσα από τη δέσμευση και τη διαθεσιμότητά τους προς τον άλλον, να συν-υπάρξουν, να μοιραστούν, να «παντρέψουν» τα διαφορετικά τους στοιχεία και να παράγουν κάτι νέο, κάτι δικό τους, εμπλουτίζοντας τόσο τη σχέση τους, όσο και τους εαυτούς τους. Στην περίπτωση που ο ένας από τους δύο συντρόφους έχει παιδιά από προηγούμενο γάμο, η συνθήκη γίνεται πιο προκλητική. Ο/η νέος/α σύντροφος καλείται να χτίσει σταδιακά μια καινούρια, δική του σχέση με το παιδί. Και χρειάζεται εγρήγορση ώστε να αντιμετωπίζει τις διάφορες πιθανές αντιδράσεις του παιδιού, όπως ερωτήσεις που μπορεί να δημιουργούν αμηχανία, θυμό, επιφύλαξη, απόρριψη, συμπάθεια, αποδοχή, ανταγωνισμό ως προς τη διεκδίκιση του γονιού, κτλ.
Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι δεν πορεύεται μόνος του σε αυτή τη σχέση. Όλα αυτά είναι ζητήματα που μπορεί να αντιμετωπιστούν με επιτυχία, αν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο συντρόφων και συζητηθούν έτσι ώστε να βρεθούν οι ισορροπίες. Ο/η νέος/α σύντροφος χρειάζεται να έχει υπόψην του/ης ότι σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τον φυσικό γονέα. Είναι δυνατόν, ειδικά αν η σχέση προχωρήσει σε γάμο, να διαδραματίσει πολύ σημαντικούς ρόλους στη ζωή του παιδιού, όπως το να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, στήριξης και καθοδήγησης, χωρίς όμως να δρα ανταγωνιστικά ως προς τον φυσικό γονέα, αλλά συμπληρωματικά. Χρειάζεται προσοχή ώστε να διασφαλίσει μια σταθερή παρουσία, χωρίς να είναι υπερβολικά επιεικής, για να κερδίσει τη συμπάθεια του παιδιού (τα παιδιά είναι σε θέση να ξεχωρίσουν το ψεύτικο από το αληθινό) και χωρίς να είναι επικριτικός προς τον άλλο γονέα.
Αν οι δύο σύντροφοι έχουν αποφασίσει να υπερασπίσουν τη σχέση τους και την εξέλιξή της, οι πιθανές προκλήσεις, που θα προκύψουν από το παιδί, αλλά και από το υπόλοιπο συγγενικό περιβάλλον, περισσότερο εμπλουτιστικά μπορούν να λειτουργήσουν, παρά ανασταλτικά.