Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Jean Paul Sartre - 4 μεγάλες αλήθειες της ζωής

Jean Paul Sartre - 4 μεγάλες αλήθειες της ζωής
Ήταν 15 Απριλίου του 1980, όταν ο Jean Paul Sartre άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι εξαιτίας ενός οιδήματος που είχε στον πνεύμονα. Περισσότεροι από 50.000 Παριζιάνοι τον συνόδευσαν την επόμενη ημέρα μέσα από τους δρόμους της πόλης στην τελευταία του κατοικία, το κοιμητήριο του Montparnasse, στο οποίο βρίσκονται μέχρι και σήμερα θαμμένες οι στάχτες του μεγάλου Γάλλου φιλόσοφου, λογοτέχνη και κριτικού.
s-SARTRE.jpg
η Κηδεία Στο Παρίσι
Ο Sartre γεννήθηκε το 1905 στο Παρίσι, στο οποίο και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ο πατέρας του, καπετάνιος του Ναυτικού, πέθανε όταν ο Sartre ήταν μωρό και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε όταν ο ίδιος ήταν 12 χρονών -προς μεγάλη του απογοήτευση, καθώς είχε αναπτύξει μια πολύ στενή σχέση μαζί της. Χαρακτηριστικό του Sartre ήταν ο στραβισμός από τον οποίο έπασχε και έκανε το ένα του μάτι να «φεύγει», με αποτέλεσμα να φορά όλη του τη ζωή ένα ζευγάρι τεράστια, βαριά γυαλιά. Επίσης ήταν πολύ κοντός και συχνά περιέγραφε τον εαυτό του ως «άσχημο». Όταν βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964, αρνήθηκε να το παραλάβει λέγοντας πως το βραβείο αυτό είναι σύμβολο καπιταλισμού και αστισμού.
Πέρα από κάθε ιδιαιτερότητα και εξωτερικό χαρακτηριστικό, όμως, ο Jean Paul Sartre ήταν ένας από τους σπουδαιότερους φιλόσοφους που έχουν περάσει από αυτόν τον κόσμο και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του Υπαρξισμού, αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του στην στρατευμένη τέχνη προς όφελος της κοινωνίας. Για την ακρίβεια, ήταν αυτός που έκανε «μόδα» τη βαθιά σκέψη και τη φιλοσοφία.
o-JEAN-PAUL-SARTRE.jpg
Το πυκνογραμμένο, δυσνόητο βιβλίο του «Το Είναι και το Μηδέν», ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του όχι τόσο επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης τους, αλλά ακριβώς επειδή, στην πλειοψηφία τους, δεν μπορούσαν. Άλλωστε ο Sartre ήταν αυτός που ξεκίνησε την ιδέα -η οποία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα- πως πρέπει να σεβόμαστε τα βιβλία για το μυστήριο που φαίνεται πως πάνε να αγγίξουν και όχι και τη σαφήνεια των ισχυρισμών τους.
Το κίνημα του Υπαρξισμού δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τη συνεισφορά του έργου του Sartre, ο οποίος έκανε αρκετά ξεκάθαρες μερικές ουσιαστικές αλήθειες για τη ζωή -όσο παράδοξο κι αν είναι να βάζεις τις λέξεις «ξεκάθαρο», «Υπαρξισμός» και «Sartre» στην ίδια πρόταση.
EAN-PAUL-SARTRE2.jpg
1. Τα πράγματα είναι πάντα πολύ πιο παράξενα από όσο πιστεύουμε
Ο Sartre δίνει πάντα ιδιαίτερη προσοχή στις στιγμές που ο κόσμος γύρω μας αποκαλύπτεται ως πολύ πιο παράξενος και πονηρός από όσο τον έχουμε συνηθίσει. Εκείνες τις στιγμές που η λογική που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα για να αντιμετωπίσουμε όσα συμβαίνουν δεν είναι διαθέσιμη, μετατρέποντας έτσι την πραγματικότητα σε ένα παράλογο, ακόμα και τρομακτικό μέρος. Το μυθιστόρημά του «Η Ναυτία» του 1938, είναι γεμάτο με τέτοιες ιστορίες. Όποιος είναι «Σαρτρικός» έχει γνώση της ύπαρξης του ανθρώπου όταν αυτή έχει απογυμνωθεί από κάθε προκατάληψη και σταθεροποίηση παραδοχών που μας έχει κάνει να πιστεύουμε η καθημερινή μας ρουτίνα.
2. Είμαστε ελεύθεροι
Οι παράξενες στιγμές στη ζωή μας είναι σίγουρα άβολες, τρομακτικές και πολλές φορές μας αποπροσανατολίζουν, όμως ο Sartre τραβά την προσοχή μας σε αυτές λόγω των απελευθερωτικών διαστάσεων που μπορούν να πάρουν. Η ζωή είναι πολύ πιο αλλόκοτη από όσο μπορεί να πιστεύουμε (το να πηγαίνεις στη δουλειά, να τρως μαζί με ένα φίλο, να επισκέπτεσαι τους γονείς σου -τίποτα από αυτά δεν είναι προφανές ή έστω και κοντά στο «φυσιολογικό»), ταυτόχρονα όμως λειτουργεί ως μία επίπτωση με άπειρες πιθανότητες.
Τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από όσο αφήνουμε τους εαυτούς μας να φαντάζονται μέσα στην πιεστική ρουτίνα δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που μας απασχολούν κάθε μέρα. Μόνο αργά το βράδυ ή όταν είμαστε άρρωστοι στο κρεβάτι ή ταξιδεύουμε με τρένο σε έναν άγνωστο προορισμό, δίνουμε την άδεια στον εαυτό μας να ονειροπολήσει προς λιγότερο συμβατικές κατευθύνσεις. Εκείνες οι στιγμές είναι ταυτόχρονα ανησυχητικές και απελευθερωτικές.
Μπορεί να χωρίσουμε από το σύντροφό μας, να μετοικήσουμε σε μια νέα χώρα, να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας, αλλά συνήθως σκεφτόμαστε λόγους για να μην το κάνουμε.
Ο Sartre, μέσα από τις περιγραφές στιγμών αποπροσανατολισμού, θέλει να μας δώσει πρόσβαση σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Θέλει να μας ωθήσει μακριά από την εφησυχασμένη, κανονική προοπτική και να απελευθερώσει τη φαντασία μας: ίσως να μη χρειάζεται να παίρνουμε το λεωφορείο για τη δουλειά, ίσως να μη χρειάζεται να λέμε πράγματα που δεν εννοούμε σε ανθρώπους που δε συμπαθούμε ή να θυσιάζουμε την ενέργεια και τη ζωτικότητά μας για ψευδαισθήσεις ασφάλειας και σιγουριάς.
PAUL-SARTRe.jpg
3. Δεν πρέπει να ζούμε «κακή τη πίστει»
Ο Sartre έδωσε έναν όρο στο φαινόμενο του να ζούμε χωρίς να χρησιμοποιούμε την ελευθερία μας όπως πρέπει. Το ονόμασε «κακή πίστη».
Έχουμε κακή πίστη κάθε φορά που λέμε στον εαυτό μας πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε υπό ένα συγκεκριμένο τρόπο και κλείνουμε μάτια και αυτά σε εναλλακτικές. Είναι κακή πίστη το να επιμένουμε πως πρέπει να κάνουμε ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς ή να ζούμε με ένα συγκεκριμένο άτομο ή να φτιάχνουμε το σπίτι μας σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Μην μπερδεύετε, ωστόσο, την υπαρξιακή αυτή στάση του Sartre με αυτές που γράφονται στα βιβλία αυτό-βοήθειας, του τύπου «μπορείς να γίνεις ό,τι θες, αρκεί να το πιστέψεις». Η λογική του Sartre είναι πολύ πιο στενάχωρη, θλιβερή και τραγική από αυτούς τους απλοϊσμούς. Θέλει απλώς να επισημάνει πως έχουμε περισσότερες επιλογές από όσες πιστεύουμε συνήθως πως έχουμε, ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις η επιλογή αυτή είναι η αυτοκτονία -την οποία και ο Sartre υποστήριζε ένθερμα.
4. Είμαστε ελεύθεροι να διαλύσουμε τον καπιταλισμό
Ο μεγαλύτερος παράγοντας που αποτρέπει τους ανθρώπους από το να είναι ελεύθεροι, είναι τα λεφτά. Οι περισσότεροι από εμάς αποκλείουμε μια μεγάλη γκάμα επιλογών -μετανάστευση σε μια καλύτερη χώρα, αλλαγή καριέρας, διαζύγιο- με τη δικαιολογία πως αν είχαμε λεφτά θα το κάναμε, τώρα όμως δε γίνεται.
Αυτή η παθητική συμπεριφορά μπροστά στη δύναμη του χρήματος εξόργιζε τον Sartre σε πολλά επίπεδα αλλά κυρίως σε αυτό της πολιτικής. Σκεφτόταν τον καπιταλισμό ως ένα τεράστιο μηχάνημα σχεδιασμένο να δημιουργεί μια αίσθηση ανάγκης που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Μας κάνει να πιστεύουμε πως πρέπει να δουλέψουμε ένα συγκεκριμένο αριθμό ωρών, να αγοράσουμε ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία, να πληρώνουμε τους ανθρώπους ένα συγκεκριμένο χαμηλό αντίτιμο για την εργασία τους. Σε όλα αυτά, όμως, υπάρχει μόνο η άρνηση για ελευθερία και η άρνηση να πάρουμε όσο σοβαρά πρέπει την πιθανότητα να ζήσουμε διαφορετικά τις ζωές μας.
o-SARTRE.jpg
1 Δεκεμβρίου 1969: ο Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Ζαν-Πολ Σαρτρ κάνει μια παύση προβληματισμένος κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας στο Παρίσι σχετικά με τα εγκλήματα πολέμου του Βιετνάμ. (Φωτογραφία από τον Καν Lancaster / Express / Getty Images)
Ο Sartre μας έθεσε μερικά πολύ σημαντικά ερωτήματα (Μπορούμε να αλλάξουμε την πολιτική ώστε να ανακτήσουμε επαφή με τις θεμελιώδεις ελευθερίες μας; Πώς μπορεί να αλλάξει η συμπεριφορά μας απέναντι στο κεφάλαιο; Πόσες ώρες πρέπει να δουλεύει κάποιος μέσα στην εβδομάδα; Πώς μπορούν να αλλάξουν τα τοξικά, γεμάτα προπαγάνδα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που διαθέτουμε; κλπ) χωρίς όμως να τα απαντήσει. Μας παρέθεσε τις πιθανότητες, αφήνοντας σε εμάς το έργο της εκπλήρωσής τους.

Πηγή: huffingtonpost

Οι Εραστές της Τερουέλ... Les amants de Teruel

Οι Εραστές της Τερουέλ... Les amants de Teruel
Στις αρχές του 13ου αιώνα στο Teruel της Αραγονίας στην Ισπανία ερωτεύονται δύο νέοι, ο Juan Diego Marcilla και η Isabel Segura. Ο Juan ζητάει το χέρι της Isabel αλλά ο πατέρας της αρνείται εξαιτίας της κοινωνικής διαφοράς των δύο οικογενειών. Παρόλα αυτά συμφωνεί να δώσει μια ευκαιρία στον Juan και του δίνει πέντε χρόνια διορία να γίνει πλούσιος.
Ο Juan προκειμένου να πλουτίσει γίνεται σταυροφόρος. Στην διάρκεια των πέντε χρόνων ο πατέρας προσπαθεί να πείσει την κόρη να παντρευτεί αλλά εκείνη αρνείται. Στο τέλος έχει πεισθεί ότι ο αγαπημένος της δεν θα επιστρέψει ποτέ και δίνει την συγκατάθεση της να παντρευτεί τον εκλεκτό του πατέρα της, όμως ο Juan επιστρέφει πλούσιος. Έχοντας πληροφορηθεί για το γάμο της αγαπημένης του το βράδυ μπαίνει κρυφά στο δωμάτιο της και απελπισμένος της ζητά το αποχαιρετιστήριο φιλί αλλά εκείνη αρνείται, διότι «ο θεός δεν θα ήθελε να ξεγελάσει τον σύζυγό της». Ο Juan από την συγκίνηση και την απελπισία πέφτει μπροστά της νεκρός.
Στην κηδεία του την επομένη η Isabel αποφασίζει να πάει στην εκκλησία, ντυμένη το νυφικό της, και να δώσει το αποχαιρετιστήριο φιλί που αρνήθηκε. Η συγκίνηση και η θλίψη της, όμως, είναι τόσο μεγάλη που την στιγμή του ασπασμού δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή από τη θλίψη της».
Los-Amantes-de-Teruel.jpg
Los-amantes-de-teruel2.jpg
Έκτοτε, από τον 13ο αιώνα, βρίσκονται θαμμένοι δίπλα-δίπλα στο παρεκκλήσι του καθεδρικού της Τερουέλ στην Αραγονία. Είναι οι θρυλικοί «εραστές της Τερουέλ».....Όταν το ''Για πάντα'' αποκτά νέα διάσταση και ουσία.
 
Η ιστορία έγινε ταινία το 1962 από τον Raymond Rouleau και Ο Μίκης Θεοδωράκης έντυσε μουσικά την ταινία με ερμηνεύτρια την Edith Piaf (click here to listen) και στίχους του Jacques Plantes.
 Los-amantes-de-teruel3.jpg
Πηγή: artcellar.gr

Albert Einstein: Ο Κόσμος όπως τον βλέπω εγώ.

Albert Einstein: Ο Κόσμος όπως τον βλέπω εγώ.
"Μόνο το άτομο έχει αίσθηση υπεθυνότητας"
- Nietzsche
Αλβέρτος Αϊνστάιν (1925) χωρίς περαιτέρω σχολιασμό:
Ο Κόσμος όπως τον βλέπω εγώ.
Σε τι παράξενη κατάσταση βρισκόμαστε εμείς οι θνητοί! Καθένας από εμάς βρίσκεται εδώ για μια σύντομη επίσκεψη· δεν γνωρίζει για ποιο σκοπό, αν και μερικές φορές νομίζει ότι τον αισθάνεται. Αλλά από την οπτική γωνία της καθημερινής ζωής, χωρίς να εμβαθύνουμε, υπάρχουμε για τον συνάνθρωπο μας - καταρχάς για αυτούς στων οποίων τα χαμόγελα και την ευημερία στηρίζεται όλη η ευτυχία μας και αμέσως μετά για όλους αυτούς που δεν γνωρίζουμε προσωπικά και με την μοίρα των οποίων είμαστε ενωμένοι με τον δεσμό της συμπόνοιας. Εκατό φορές κάθε μέρα, θυμίζω στον εαυτό μου ότι η εσωτερική και εξωτερική ζωή μου εξαρτάται από την εργασία των άλλων ανθρώπων, ζωντανών και νεκρών, και ότι πρέπει να υπερβάλω εαυτόν για να μπορέσω να δώσω στο ίδιο μέτρο με το οποίο έχω λάβει και συνεχίζω να λαμβάνω. Με ελκύει η απλή ζωή και συχνά καταπιέζομαι από το αίσθημα ότι απορροφώ μια μη αναγκαία ποσότητα από την εργασία των συνανθρώπων μου. Θεωρώ τις ταξικές διαφορές αντίθετες προς την δικαιοσύνη και, σε τελική ανάλυση, βασισμένες στον εξαναγκασμό. Θεωρώ επίσης ότι η απέριττη ζωή κάνει καλό σε όλους, φυσικά και πνευματικά.
Σίγουρα δεν πιστεύω στην ανθρώπινη ελευθερία με την φιλοσοφική έννοια. Όλοι δρουν όχι μόνο υπό την επιρροή ενός εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επίσης σύμφωνα και με μια εσωτερική ανάγκη. Η ρήση του Σοπενχάουερ, ότι "ο άνθρωπος μπορεί να δρα όπως αυτός θέλει, αλλά όχι να θέλει όπως αυτός θέλει" αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για εμένα από την νεότητα μου και μια συνεχή παρηγοριά και μια αμείωτη πηγή υπομονής στις δυσκολίες της ζωής, της δικιάς μου και των άλλων. Αυτό το συναίσθημα φιλεύσπλαχνα μετριάζει την αίσθηση υπευθυνότητας που τόσο εύκολα μπορεί να σε παραλύσει, και μας εμποδίζει στο να πάρουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους πολύ σοβαρά· συντελεί σε μια άποψη της ζωής στην οποία το χιούμορ, προπαντός, έχει την θέση που του αρμόζει.
Το να αναρωτιέσαι το νόημα ή το αντικείμενο της ύπαρξης σου ή της δημιουργίας γενικά μου έμοιαζε πάντα παράλογο από αντικειμενικής απόψεως. Και όμως ο καθένας έχει συγκεκριμένα ιδανικά που καθορίζουν την κατεύθυνση των προσπαθειών του και των κρίσεων του. Υπό αυτήν την έννοια ποτέ δεν κοίταξα την ευκολία και την ευτυχία σαν αυτοσκοπούς - μια τέτοια ηθική βάση βρίσκω ως πιο αρμόζουσα για ένα κοπάδι γουρούνια. Τα ιδανικά που φώτισαν τον δρόμο μου και κατ' επανάληψη μου έδωσαν κουράγιο να αντιμετωπίζω την ζωή πρόσχαρα, ήταν η Αλήθεια, η Καλοσύνη και η Ομορφιά. Χωρίς την αίσθηση συντροφικότητας με ανθρώπους του ιδίου πνεύματος, της ενασχόλησης με τον στόχο, τον αιώνια ανέφικτο στον τομέα της τέχνης και της επιστημονικής έρευνας, η ζωή θα μου φαινόταν κενή. Τα συνηθισμένα αντικείμενα της ανθρώπινης προσπάθειας - ιδιοκτησία, εξωτερική επιτυχία, πολυτέλεια - μου φαινόντουσαν πάντα άξια περιφρονήσεως.
Η παθιασμένη αίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπευθυνότητας πάντα αντιπαραβαλλόταν παράξενα με την σαφή μου ελευθερία από την ανάγκη για απευθείας επαφή με άλλα ανθρώπινα όντα και κοινότητες. Βαδίζω το δικό μου δρόμο και ποτέ δεν άνηκα στη χώρα μου, το σπίτι μου, τους φίλους μου ή ακόμα και στην οικογένεια μου, με όλη μου την καρδιά· αντιμέτωπος με όλους αυτούς τους δεσμούς ποτέ δεν έχασα το επίμονο αίσθημα της απόσπασης, της ανάγκης για μοναξιά - ένα αίσθημα που αυξάνεται με τα χρόνια. Οι άνθρωποι αποκτούν απότομα συνείδηση, χωρίς να το μετανιώσουν, των ορίων της πιθανότητας για αμοιβαία κατανόηση και συμπόνοια με τους συνανθρώπους τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος χωρίς αμφιβολία χάνει ένα μέρος της εγκαρδιότητας και της αθωότητας· από την άλλη, είναι κατά πολύ περισσότερο ανεξάρτητος από απόψεις, συνήθειες και κρίσεις των συνανθρώπων του και αποφεύγει τον πειρασμό να βασιστεί σε τέτοια ανασφαλή θεμέλια.
Το πολιτικό ιδεώδες μου είναι αυτό της δημοκρατίας. Ας είναι ο κάθε άνθρωπος σεβαστός σαν άτομο και κανένας να μην γίνεται είδωλο. Είναι μια ειρωνεία της μοίρας ότι εγώ ο ίδιος έχω γίνει αποδέκτης υπερβολικού θαυμασμού και σεβασμού από τους συνανθρώπους μου χωρίς εγώ ούτε να ευθύνομαι και ούτε να το αξίζω. Η αιτία για αυτό ίσως να είναι η επιθυμία, ανέφικτη για τους πολλούς, να κατανοήσουν την μία ή δύο ιδέες τις οποίες έχω με τις ασθενικές δυνάμεις μου επιτύχει μέσω ακατάπαυστου αγώνα. Γνωρίζω πολύ καλά ότι είναι απαραίτητο για την επιτυχία κάθε σύνθετου εγχειρήματος, ότι ένας άνθρωπος θα πρέπει να κάνει την σκέψη και να κατευθύνει και γενικά να φέρει την ευθύνη. Αλλά αυτοί που καθοδηγούνται δεν πρέπει να αναγκάζονται, θα πρέπει να μπορούν να διαλέγουν τον αρχηγό τους. Ένα αυταρχικό σύστημα καταναγκασμού, κατά την άποψη μου, σύντομα αποσυντίθεται. Γιατί η δύναμη πάντα έλκει ανθρώπους χαμηλής ηθικής, και πιστεύω ότι είναι ένας αμετάβλητος κανόνας ότι τους ιδιοφυείς τυράννους, τους διαδέχονται αχρείοι. Γι' αυτό το λόγο πάντα εναντιώθηκα σε συστήματα όπως αυτά που βλέπουμε στην Ιταλία και την Ρωσία σήμερα. Αυτό το οποίο έχει επιφέρει δυσφήμιση στην επικρατούσα σημερινή μορφή δημοκρατίας της Ευρώπης δεν μπορεί να αποδοθεί στην ιδέα της δημοκρατίας, αλλά στην έλλειψη σταθερότητας των αρχηγών των κυβερνήσεων και στον απρόσωπο χαρακτήρα του εκλογικού συστήματος. Πιστεύω ότι από αυτήν την άποψη οι ΗΠΑ έχουν οργανωθεί καλύτερα. Έχουν ένα υπεύθυνο Πρόεδρο που εκλέγεται για μια επαρκή περίοδο και έχει επαρκή αρμοδιότητα για να είναι υπεύθυνος στις πράξεις του. Από την άλλη, αυτό που εκτιμώ στο δικό μας πολιτικό σύστημα είναι η πιο εκτεταμένη πρόνοια που υπάρχει για το άτομο σε περίπτωση ασθένειας ή ανάγκης. Αυτό που πραγματικά αξίζει στην παρέλαση της ανθρώπινης ζωής μου φαίνεται ότι δεν είναι η Πολιτεία αλλά το δημιουργικό, ευαίσθητο άτομο, η ατομικότητα· αυτή μόνη της δημιουργεί το ευγενές και το μεγαλειώδες, ενώ το κοπάδι σαν τέτοιο παραμένει αμβλύ στη σκέψη και αμβλύ στο συναίσθημα.
Αυτό το θέμα με φέρνει στο χειρότερο γνώρισμα της φύσης του κοπαδιού, το στρατιωτικό σύστημα, το οποίο απεχθάνομαι. Το ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αντλήσει ευχαρίστηση στο να παρελαύνει σε σχηματισμό στον τόνο μιας μπάντας είναι αρκετό για να με κάνει να τον περιφρονήσω. Ο μεγάλος εγκέφαλος του, του δόθηκε από λάθος· μια σπονδυλική στήλη ήταν όλο κι όλο ότι χρειαζόταν. Αυτό το σημάδι πανώλης του πολιτισμού θα έπρεπε να καταργηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ηρωισμός από διαταγή, παράλογη βία, και όλες οι δηλητηριώδεις ανοησίες που κάνει στο όνομα του πατριωτισμού - πόσο τα μισώ όλα αυτά! Ο πόλεμος μου φαίνεται ένα πρόστυχο και ποταπό πράγμα: Καλύτερα να με κόβανε κομμάτια από το να πάρω μέρος σε τέτοιο αποτροπιασμό. Και όμως, παρ' όλα αυτά, τόσο υψηλή είναι η άποψη μου για την ανθρώπινη φυλή που πιστεύω ότι αυτή η λάμια θα είχε από καιρό εξαφανιστεί, αν ο υγιής νους των εθνών δεν είχε συστηματικά διαφθαρεί από τα εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα που ενεργοποιούνται μέσω των σχολείων και του Τύπου.
Το ωραιότερο πράγμα που μπορούμε να έχουμε την εμπειρία του είναι το μυστηριώδες. Είναι το θεμελιώδες συναίσθημα το οποίο βρίσκεται στο λίκνο της αληθινής τέχνης και της αληθινής επιστήμης. Αυτός που το γνωρίζει και δεν μπορεί πια να το θαυμάσει, να αισθανθεί έκπληξη, είναι σαν νεκρός, ένα σβησμένο κερί. Η εμπειρία του μυστηρίου - ακόμα κι αν ήταν αναμεμειγμένη με φόβο - ήταν αυτή που προκάλεσε την θρησκεία. Η γνώση της ύπαρξης πραγμάτων στα οποία δεν μπορούμε να διεισδύσουμε, των εκδηλώσεων της βαθύτερης λογικής και της πιο αστραποβολούσας ομορφιάς , τα οποία είναι προσβάσιμα στη λογική μας στις πιο βασικές τους μορφές - είναι αυτή η γνώση και αυτό το συναίσθημα που συνιστούν την πραγματικά θρησκευτική συμπεριφορά· υπό αυτήν την έννοια και μόνο υπό αυτήν, είμαι ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Δεν μπορώ να συλλάβω ένα Θεό που ανταμείβει και τιμωρεί τα δημιουργήματα του, ή έχει θέληση του ίδιου είδους μ' αυτή που εμείς αντιλαμβανόμαστε στους εαυτούς μας. Ένας άνθρωπος που μπορεί να επιζήσει του φυσικού θανάτου του είναι επίσης πέρα από την κατανόηση μου, ούτε θα επιθυμούσα να ήταν αλλιώς· τέτοιες ιδέες είναι για τους φόβους ενός παράλογου εγωισμού αδύναμων ψυχών. Είναι αρκετό για εμένα το μυστήριο της αιωνιότητας της ζωής, και ο υπαινιγμός της θαυμαστής δομής της πραγματικότητας, μαζί με την ειλικρινή προσπάθεια να κατανοήσω ένα μέρος, που δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο μικρό, του λόγου που αποκαλύπτει τον εαυτό του στη φύση.
einsteins-god.jpg
The World as I see it
What an extraordinary situation is that of us mortals! Each of us is here for a brief sojourn; for what purpose he knows not, though he sometimes thinks he feels it. But from the point of view of daily life, without going deeper, we exist for our fellow-men — in the first place for those on whose smiles and welfare all our happiness depends, and next for all those unknown to us personally with whose destinies we are bound up by the tie of sympathy. A hundred times every day I remind myself that my inner and outer life depend on the labours of other men, living and dead, and that I must exert myself in order to give in the same measure as I have received and am still receiving. I am strongly drawn to the simple life and am often oppressed by the feeling that I am engrossing an unnecessary amount of the labour of my fellow-men. I regard class differences as contrary to justice and, in the last resort, based on force. I also consider that plain living is good for everybody, physically and mentally.
In human freedom in the philosophical sense I am definitely a disbeliever. Everybody acts not only under external compulsion but also in accordance with inner necessity. Schopenhauer's saying, that "a man can do as he will, but not will as he will," has been an inspiration to me since my youth up, and a continual consolation and unfailing well-spring of patience in the face of the hardships of life, my own and others'. This feeling mercifully mitigates the sense of responsibility which so easily becomes paralyzing, and it prevents us from taking ourselves and other people too seriously; it conduces to a view of life in which humour, above all, has its due place.
To inquire after the meaning or object of one's own existence or of creation generally has always seemed to me absurd from an objective point of view. And yet everybody has certain ideals which determine the direction of his endeavours and his judgments. In this sense I have never looked upon ease and happiness as ends in themselves — such an ethical basis I call more proper for a herd of swine. The ideals which have lighted me on my way and time after time given me new courage to face life cheerfully, have been Truth, Goodness, and Beauty. Without the sense of fellowship with men of like mind, of preoccupation with the objective, the eternally unattainable in the field of art and scientific research, life would have seemed to me empty. The ordinary objects of human endeavour — property, outward success, luxury — have always seemed to me contemptible.
My passionate sense of social justice and social responsibility has always contrasted oddly with my pronounced freedom from the need for direct contact with other human beings and human communities. I gang my own gait and have never belonged to my country, my home, my friends, or even my immediate family, with my whole heart; in the face of all these ties I have never lost an obstinate sense of detachment, of the need for solitude — a feeling which increases with the tears. One is sharply conscious, yet without regret, of the limits to the possibility of mutual understanding and sympathy with one's fellow-creatures. Such a person no doubt loses something in the way of geniality and light-heartedness; on the other hand, he is largely independent of the opinions, habits, and judgments of his fellows and avoids the temptation to take his stand on such insecure foundations.
My political ideal is that of democracy. Let every man be respected as an individual and no man idolized. It is an irony of fate that I myself have been the recipient of excessive admiration and respect from my fellows through no fault, and no merit, of my own. The cause of this may well be the desire, unattainable for many, to understand the one or two ideas to which I have with my feeble powers attained through ceaseless struggle. I am quite aware that it is necessary for the success of any complex undertaking that one man should do the thinking and directing and in general bear the responsibility. But the led must not be compelled, they must be able to choose their leader. An autocratic system of coercion, in my opinion, soon degenerates. For force always attracts men of low morality, and I believe it to be an invariable rule that tyrants of genius are succeeded by scoundrels. For this reason I have always been passionately opposed to systems such as we see in Italy and Russia to-day. The thing that has brought discredit upon the prevailing form of democracy in Europe to-day is not to be laid to the door of the democratic idea as such, but to lack of stability on the part of the heads of governments and to the impersonal character of the electoral system. I believe that in this respect the United States of America have found the right way. They have a responsible President who is elected for a sufficiently long period and has sufficient powers to be really responsible. On the other hand, what I value in our political system is the more extensive provision that it makes for the individual in case of illness or need. The really valuable thing in a pageant of human life seems to me not the State but the creative, sentient individual, the personality; it alone creates the noble and the sublime, while the herd as such remains dull in thought and dull in feeling.
This topic brings me to that worst outcrop of the herd nature, the military system, which I abhor. That a man can take pleasure in marching in formation to the strains of a band is enough to make me despise him. He has only been given his big brain by mistake; a backbone was all he needed. This plague-spot of civilization ought to be abolished with all possible speed. Heroism by order, senseless violence, and all the pestilent nonsense that goes by the name of patriotism — how I hate them! War seems to me a mean, contemptible thing: I would rather be hacked in pieces than take part in such an abominable business. And yet so high, in spite of everything, is my opinion of the human race that I believe this bogey would have disappeared long ago, had the sound sense of the nations not been systematically corrupted by commercial and political interests acting through the schools and the Press.
The fairest thing we can experience is the mysterious. It is the fundamental emotion which stands at the cradle of true art and true science. He who knows it not and can no longer wonder, no longer feel amazement, is as good as dead, a snuffed-out candle. It was the experience of mystery — even if mixed with fear — that engendered religion. A knowledge of the existence of something we cannot penetrate, of the manifestations of the profoundest reason and the most radiant beauty, which are only accessible to our reason in their most elementary forms — it is this knowledge and this emotion that constitute the truly religious attitude; in this sense, and in this alone, I am a deeply religious man. I cannot conceive of a God who rewards and punishes his creatures, or has a will of the type of which we are conscious in ourselves. An individual who should survive his physical death is also beyond my comprehension, nor do I wish it otherwise; such notions are for the fears or absurd egoism of feeble souls. Enough for me the mystery of the eternity of life, and the inkling of the marvelous structure of reality, together with the single-hearted endeavour to comprehend a portion, be it never so tiny, of the reason that manifests itself in nature.

Πηγή: sobaresapopseis

Αναζητώντας τη γενετική βάση της ομοφυλοφιλίας

Αναζητώντας τη γενετική βάση της ομοφυλοφιλίαςThe science of homosexuality from Edward Clint
Όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο άρθρο (Ομοφυλοφιλία: Φυσικό φαινόμενο, διαστροφή της φύσης, ασθένεια ή κοινωνική επιλογή;), η ομοφυλοφιλία είναι ένα αρκετά συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο, που απαντάται σε πληθώρα οργανισμών. Παρά το γεγονός αυτό, μπορεί κάποιος να πει ότι η ομοφυλοφιλία ναι μεν αποτελεί συχνό φυσικό φαινόμενο για πολλά είδη, ο άνθρωπος όμως είναι εξαίρεση. Ειδικά λοιπόν για τον άνθρωπο, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ομοφυλοφιλία έχει κάποια γενετική βάση ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι καθαρά θέμα επιλογής (lifestyle choice). Αν είναι θέμα προσωπικής επιλογής, που καθορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες καθώς αναπτυσσόμαστε, όσοι υποστηρίζουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια επιλογή διαστροφής, θα οδηγήσουν τους ομοφυλόφιλους σταδιακά σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
Αν υπάρχει όμως γενετική βάση, τότε προκύπτει το εξής συμπέρασμα: Είτε πρόκειται για γενετική ασθένεια, είτε πρόκειται για μια φυσιολογική γενετική παρέκκλιση που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει και δεν χρήζει θεραπείας (αφού δεν είναι ασθένεια). Στην πρώτη περίπτωση, αν η σεξουαλικότητα καθορίζεται από μια επιστημονικά τεκμηριωμένη χημική διεργασία που επιδέχεται θεραπευτικής αγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι να συμπεριφερόμαστε στον ομοφυλόφιλο ως ασθενή και η περιθωριοποίησή του θα εξαρτάται από το αν η κοινωνία είναι φιλελεύθερη ή όχι (οπότε θα έχουν παρόμοια αντιμετώπιση π.χ. με τα άτομα με ειδικές ανάγκες, σωματικές αναπηρίες κτλ.). Στη δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει να ερευνηθεί η «εξελικτική» της χρησιμότητα (αν υπάρχει) και σε τι ποσοστό επηρεάζει το κοινωνικό περιβάλλον την εκδήλωση αυτής της παρέκκλισης.
Σε άρθρο τους λοιπόν, οι Zhang και Odenwald αναφέρουν ότι μελετώντας τις αρσενικές Drosophila(μικρές μύγες) βρήκαν πώς οι «ομοφυλοφιλικές πράξεις» μεταξύ τους, μπορούσαν να προκληθούν με τεχνικές που ενεργοποιούσαν ένα γονίδιο w (εκ του white=λευκό γιατί σχετίζεται και με το χρώμα των οφθαλμών). Μαζική ενεργοποίηση και έκφραση του γονιδίου αυτού είχε ως συνέπεια να διεξάγονται τελετουργικά μεταξύ αρσενικών σε αλυσίδες ή κύκλους των πέντε και περισσότερων ατόμων. Μάλιστα, αν πλησίαζε μια θηλυκή Drosophila, σπάνια έδειχνε ενδιαφέρον κάποια αρσενική. Αυτό το εύρημα, το οποίο επανέλαβαν και άλλοι εργαστηριακά είχε σαν αποτέλεσμα να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η λανθασμένη έκφραση του γονιδίου w επηρεάζει σημαντικά τη σεξουαλική συμπεριφορά των αρσενικών ατόμων Drosophila.
Στη συνέχεια όμως, οι Zhang και Odenwald μπαίνουν στη διαδικασία να συμπεράνουν αυθαίρετα και με βάση τα ανθρώπινα κριτήρια, ότι η σεξουαλική συμπεριφορά της Drosophila είναι ομοφυλοφιλική και κυρίως προεκτείνουν τα αποτελέσματά τους και στο ανθρώπινο είδος, χωρίς καμία άλλη πειραματική προσέγγιση. Το άρθρο τους παρόλα αυτά, καταφέρνει να ανοίξει μια ολόκληρη κουβέντα γύρω από τα «gay γονίδια» (περιοδικό Time – Search for a Gay Gene). Νωρίτερα, ο LeVay στο περιοδικό Science είχε δημοσιεύσει τα αποτελέσματα μιας έρευνας, από τα οποία συμπέρανε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει βιολογικό υπόβαθρο, εκθέτοντας τις διαφορές στο μέγεθος του υποθαλάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων ανδρών.
Ακολουθεί μια σειρά ερευνών, όπως αυτή του Hamer, στην οποία ισχυρίζεται πώς η ομοφυλοφιλία περνάει από γενιά σε γενιά μέσω των γυναικών με ένα γενετικά καθορισμένο τρόπο, οι οποίες όμως, όπως και αυτές των Shang-Odenwald και LeVay, έχουν πολλά τρωτά σημεία και μερικές φορές εξάγουν και αυθαίρετα συμπεράσματα. Τόσο οι παραπάνω μελέτες όσο και όσες ακολούθησαν έδωσαν αρκετές ενδείξεις για να οδηγηθεί στη συνέχεια η επιστήμη στο συμπέρασμα, ότι η ομοφυλοφιλία φαίνεται να σχετίζεται με ένα σύνολο γονιδίων κι όχι μόνο με ένα ή δύο.
Η McCarthy, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Maryland, θεωρεί όμως πιο πιθανή την«επιγενετική» εξήγηση της ομοφυλοφιλίας, όπως αυτή υποστηρίζεται από κάποια πιο σύγχρονα άρθρα, όπως αυτό του William Rice. Η επιγενετική (epigenetics) γενικά, μελετά τις επίκτητες μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων, οι οποίες ούτε απορρέουν ούτε συνεπάγονται αλλαγές στο επίπεδο της αλληλουχίας του DNA. Συγκεκριμένα λοιπόν για την ομοφυλοφιλία, ο Rice και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν το 2012 μια μελέτη, η οποία δείχνει ότι κάποια συνδεόμενα με το φύλο γονίδια «ανοιγοκλείνουν» τη λειτουργία τους ανταποκρινόμενα σε ορμονικά ερεθίσματα μέσα στη μήτρα και τα οποία παράγονται τόσο από τη μάνα, όσο και από το παιδί. Αυτή η «μάχη» δεν καθορίζει το φύλο του εμβρύου άμεσα μιας και αυτό έχει καθοριστεί γενετικά εξαρχής. Όμως, αν τα ερεθίσματα επιμείνουν όταν το παιδί γεννηθεί και αυτό αποκτήσει στη συνέχεια δικά του παιδιά, αυξάνονται οι πιθανότητες κάποια από αυτά να είναι ομοφυλόφιλα.
Σε επόμενη δημοσίευση (2013), ο Rice προτείνει μάλιστα και ένα επιγενετικό μοντέλο για την ομοφυλοφιλία, έχοντας στη διάθεσή του μερικά δεδομένα παραπάνω και σίγουρα ανοίγει έναν νέο δρόμο ερμηνείας της ομοφυλοφιλίας μέσω της θεωρίας των επιγενετικών αλλαγών. Όλες όμως οι παραπάνω έρευνες, αν και έχουν συμβάλλει στο να μαζευτεί ένας μεγάλος όγκος ενδείξεων για τη βιολογική βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν έχουν καθορίσει ή αποδείξει αμετάκλητα τους ακριβείς (επι)γενετικούς μηχανισμούς του σεξουαλικού προσανατολισμού. Το γεγονός ότι δεν έχει επιστημονικά καθοριστεί με ακρίβεια η βιολογική βάση της ομοφυλοφιλίας δεν εξηγεί σε καμία περίπτωση όμως,  τη γενικότερη κοινωνική αντίληψη που την αποκλείει και θεωρεί δεδομένο ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί αποκλειστικά επιλογή του ατόμου χωρίς (ή ελάχιστη) γενετική προδιάθεση, ενώ υπάρχουν περισσότερες επιστημονικές ενδείξεις για το αντίθετο.
Για να μπορέσει όμως, να απαντηθεί ολοκληρωμένα το ερώτημα αν γεννιέσαι ή γίνεσαι ομοφυλόφιλος καθώς και αν η ομοφυλοφιλία είναι ασθένεια, κρίνεται απαραίτητο να δούμε την ομοφυλοφιλία από εξελικτική σκοπιά. Στο επόμενο άρθρο λοιπόν, θα αναδείξουμε τις θεωρίες που υπάρχουν σχετικά με την πιθανή εξελικτική σημασία της ομοφυλοφιλίας.

Μ. Βαμβουνάκη: "Τα ίδια και τα ίδια… (Η μοναξιά πάλι)"

Μ. Βαμβουνάκη: "Τα ίδια και τα ίδια… (Η μοναξιά πάλι)"
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό, δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες... Εκείνοι που δεν αντέχουν τημοναξιά. Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν. Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά.
Και κάποιοι που πιστεύουν πως, εντέλει, μοναξιά δεν υπάρχει, μια και παντού βρίσκεται ο Θεός [...]
Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη. Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιάκάνουν τις πιο απερίσκεπτες, τις πιο σπασμωδικές και, ως εκ τούτου, τις πιο επικίνδυνες επιλογές. Διότι αν δεν μπορείς να μένεις, στην ανάγκη έστω, μόνος, αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου, τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς, να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου.
Συμβιβασμούς στις φιλίες, στον έρωτα, στο επάγγελμα, στον γάμο, με τα παιδιά σου, με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω, αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου), με τους γείτονες, με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο, με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι. Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι. Δεν έχει καιρό, αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία: να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους, μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.
Όμως, η βαρύτερη αιτία ανθρώπινης δυστυχίας δεν είναι ο πόνος, η ματαίωση, η ερήμωση, η αρρώστια, η φτώχεια και όσα δεινά φέρνει σε όλους η ζωή. Η μεγαλύτερη αιτία δυστυχίας μας είναι ο συμβιβασμός, οι συμβιβασμοί που κάνουμε.
Διότι τα πιο μεγάλα χαρίσματα που δόθηκαν στην ύπαρξη για να ζήσει με πληρότητα είναι δύο: η αγάπη και η ελευθερία. Πρώτα η ελευθερία και ύστερα η αγάπη, αφού μόνο στον βαθμό που είσαι ελεύθερος μπορείς να αγαπάς. Είναι μεγάλος μετρητής ευτυχίας το ερώτημα: Πόσο ελεύθερος είμαι; Πόσο αγαπώ; Υπάρχουν άραγε πολλοί που αντέχουν να απαντήσουν έντιμα; Με μια σχετική ακρίβεια έστω;
Όλο το λέμε και το ξαναλέμε ότι φόβος μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού.
Κατά βάθος τρομάζουμε να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας, όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι συμβιβασμοί, οι απωθήσεις, οι δειλίες, οι λαθεμένες και αναίτιες στην ουσία υποχωρήσεις, μαζεύεται εντός μας μία υπόγεια αποθήκη που δύσκολα πια καθαρίζεται.
Δύσκολα μπαίνεις εκεί, στο μισοσκόταδο, να ψάξεις, να ψαύσεις και να βάλεις κάποια τάξη. Εκεί είναι σκεπασμένοι οι καθρέφτες με τα λευκά σεντόνια του πένθους, που ρίχνουν πάνω στο ασήμι οι τεθλιμμένοι στο σπίτι ενός νεκρού, μια και πένθος θυμίζει ένας χαμένος εαυτός.
Όσο κι αν θέλει να αγαπήσει ένας χαρακτήρας που τρομάζει υπερβολικά με τη μοναξιά, η εξάρτηση και η ανάγκη είναι τόσο μεγάλες που η γνήσια αγάπη περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η αγάπη όμως είναι μονάχα του πρώτου πλάνου – πίσω από κάτι άλλο, πληγωμένη εξαφανίζεται. Η αγάπη, και η πιο ταπεινή, είναι το πιο περήφανο από τα αισθήματά μας.
Από την άλλη, ένας χαρακτήρας αναγκεμένος, ένας χαρακτήρας εξαρτημένος, πνίγει και ενοχλεί εκείνον με τον οποίο θέλει να σχετίζεται. Ένας τέτοιος τύπος μπορεί να βολεύει τον άλλο με τις εξυπηρετήσεις ή τις κολακείες που πρόθυμα χαρίζει, όμως δεν του εμπνέει εκτίμηση.
Είναι μεγάλης αξίας να μπορείς να λες – και να το εννοείς -: «Είμαι μαζί σου εφόσον συμπλέουμε όμορφα, αλλιώς φεύγω! Δεν είναι ότι παύω να σε αγαπώ, να σε βοηθάω, αλλά μπορώ να σε αγαπώ και από μακριά! Μπορώ να σε νοιάζομαι και από μακριά, αλλά δεν θέλω να σε συναναστρέφομαι! Το κοντά-κοντά μού χαλάει τον χαρακτήρα μου, το κοντά μάς λερώνει την αθωότητά μας».
Υπάρχουν μάλιστα κάποια πρόσωπα δικά μας που μόνο από απόσταση μπορεί να τους αγαπά και να τους κατανοεί κανείς. Κοντά τους και για διάφορους λόγους είναι λες και η φύση ταράσσεται, ξεπερνάει τις ανθρώπινες συνήθεις αντοχές το να παλεύεις με στοιχεία του χαρακτήρα τους [...]
Δίχως όρια στις ανταλλαγές μας δεν είμαστε αξιαγάπητοι, είμαστε μπελάς και ρεζιλίκι. Το πολύ πολύ, και το έσχατο, προσφερόμαστε ως ένα αντικείμενο χρήσης. Κάθε είδους χρήσης και ανάλογα με την περίσταση. Καταντούμε «άνθρωπος-πουρές» που έλεγε ο μπαμπάς μου, παίρνουμε το σχήμα τού όπου μας βάζουνε. Άσχημος δεν είναι ο δίχως δικό του προσωπικό σχήμα;
Ακόμη και οι γονείς, που όλο υποχωρούν και κάνουν στα παιδιά τους ό,τι ζητήσουν και ό,τι είναι γνήσιο και αληθινά καλό, με τα χρόνια καταντούν αντικείμενα των παιδιών τους. Τα παιδιά μπορεί να τους χρησιμοποιούν – έτσι τα έμαθαν -, όμως παράλληλα τους θυμώνουν, τα απογοητεύουν, τα εκνευρίζουν διότι από νωρίς καταλαβαίνουν ότι έχουν γονείς χωρίς χαρακτήρα, χωρίς προσωπικότητα. Πού να στηριχθούν κι αυτά, τι να τα οδηγήσει όσο μεγαλώνουν;
Τέτοιοι «τρυφεροί» γονείς τα μπουκώνουν με δωρεές και ευκολίες, όμως δεν τα εμπνέουν να τους σέβονται, να τους υπολογίζουν, να θέλουν να τους μιμηθούν. Δεν υπάρχει μέτρο, σταθμά και αλφάδι σε τέτοιες ανακατωμένες οικογένειες, τα παιδιά θα εξελιχθούν ασύμμετρα, δυσαρμονικά, δυσλειτουργικά, και σίγουρα εξαρτημένα από πρόσωπα και πράγματα, έξω από το ταραγμένο οικογενειακό σπίτι.
Χρειάζονται αγώνες για να χτίζεις αυθεντικές σχέσεις. Γιατί είναι μεγάλος αγώνας το να ρισκάρεις, αν χρειαστεί, απώλειες. Όμως το ρίσκο είναι προϋπόθεση της ειλικρίνειας, βασική προϋπόθεση ελευθερίας. Προϋπόθεση γνήσιας σχέσης τελικά. Ο Χριστός λέει αιωνίως εκείνο το δυσνόητο για τον μαλθακό τρόπο που θέλουμε να ζούμε: «Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει να την χάσεις«.
Όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος.
 vamvounaki7.png
Μάρω Βαμβουνάκη, Σιωπάς για να ακούγεσαι (εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα
Πηγή: to23ogramma

Η αποστασιοποίηση των ανθρώπων

Η αποστασιοποίηση των ανθρώπων
Στον Β' παγκόσμιο πόλεμο, σε ένα από τα γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ένας τρόφιμος παρατηρούσε κάθε μέρα τη συμπεριφορά των ανθρώπων που τους έφερναν για πρώτη φορά εκεί. Οι νέοι τρόφιμοι σύντομα μάθαιναν ότι θα τους οδηγούσαν οι στρατιώτες για το μπάνιο τους στα ντους. Είχαν ακούσει από τους παλιότερους, ότι υπήρχαν και ντους που δεν έβγαζαν νερό, αλλά θανατηφόρο αέριο.
Κάθε μέρα, καθώς οι τρόφιμοι συγκεντρώνονταν σε ευθεία ουρά στην πορεία προς τα ντους, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν σε τι είδους ντους κατευθύνονταν, φυσιολογικό ή θανατηφόρο. Δεν γνώριζαν αν θα ζήσουν κι εκείνη την ημέρα. Το μυαλό τους υπέθετε το χειρότερο, ότι τους περιμένει το τέλος τους.
Το συναίσθημα του φόβου ενεργοποιούσε την φυσιολογική αντίδραση του άγχους ως άμυνα. Μία άμυνα που διαθέτει το μυαλό, προκειμένου να ενεργοποιήσει το σώμα να τρέξει ή να παλέψει. Καθώς όμως υπήρχαν αυτόματα όπλα που τους στόχευαν ολόγυρα, οι άνθρωποι αυτοί θεωρούσαν μάταιο να τρέξουν προς κάποια κατεύθυνση, να προσπαθήσουν να διαφύγουν. Το πολύ μεγάλο άγχος τους, περιμένοντας στην ουρά, εκτονωνόταν μέσα από τον ιδρώτα, το τρέμουλο, τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς και άλλα ψυχοσωματικά συμπτώματα.
2monosi.jpg
Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν καθημερινά, η πορεία προς τα ντους, που δεν ήξερες τι θα βγάλουν μόλις στεκόσουν κοντά τους. Το οξύ και παρατεταμένο άγχος ήταν απίστευτο, και κρατούσε όλη τη διάρκεια της ημέρας, καθώς δεν ήξερες αν αύριο θα ζεις ακόμη. Σιγά σιγά το παρατεταμένο άγχος οδηγούσε στην θλίψη. Επιπλέον θλίψη ερχόταν καθώς, οι λιγοστές δραστηριότητες που μπορούσες να κάνεις με τους άλλους τροφίμους, έδειχναν μάταιες. Εδώ δεν ήξερες αν θα ζεις αύριο καλά καλά, τι να προγραμματίσεις να κάνεις να περάσεις ευχάριστα.
Μετά από κάποιο διάστημα, το μυαλό «έβαζε» μπροστά έναν ασυνείδητο μηχανισμό που διαθέτει, προκειμένου να αντιμετωπίσει πρόχειρα την κατάσταση του συνεχούς φόβου και άγχους, ο οποίος λέγεται Μόνωση συναισθημάτων.
Η μόνωση του συναισθήματος ως άμυνα έχει μεγάλη αξία. Οι χειρουργοί δεν θα ήταν σε θέση να εργάζονται αποδοτικά εάν διαρκώς τους απασχολούσε η αγωνία των ασθενών τους, η προσωπική τους αποστροφή στην αρχή, όταν χειρουργούν τις πρώτες φορές έναν ασθενή. Ούτε στρατηγοί θα ήταν σε θέση να σχεδιάσουν μία μάχη αν τους απασχολούσε διαρκώς η φρίκη του πολέμου. Έτσι το μυαλό μας έχει την απίστευτη ικανότητα να «στέλνει» τα συναισθήματα, όπως εδώ του φόβου, στο ασυνείδητο.
Έτσι, χάριν αυτού του μηχανισμού, μπορούμε να εκτελούμε μία διαδικασία ιδιαίτερα φορτισμένη σε συναίσθημα, όπως το να χειρουργεί ένας χειρούργος, χωρίς να φοβάται. Πρόκειται για έναν μηχανισμό ιδιαίτερα χρήσιμο, «έμφυτο» σε όλους τους ανθρώπους. Τι συμβαίνει όμως όταν χρησιμοποιούμε «περισσότερο απ όσο πρέπει» τον μηχανισμό αυτό; Αν πχ τον «μεταφέρουμε» και στην καθημερινή μας ζωή;
melancholy_1891_edvard_munch.jpg 
Ας «μεταφέρουμε» την ιστορία μας στο σήμερα, την εποχή της οικονομικής κρίσης.
Το μυαλό μας αντιλαμβάνεται την απειλή της επιβίωσης μας ως κίνδυνο, δεν έχει σημασία αν πρόκειται για όπλα που μας σημαδεύουν ή το ότι φοβόμαστε για την επιβίωσή μας λόγω οικονομικών λόγων. Η οικονομική απειλή εκλαμβάνεται ως ένα «αόρατο» όπλο. Μάλιστα, η οικονομική απειλή δεν αντιμετωπίζεται όπως ο «ορατός» εχθρός, έχει μία ασάφεια, λόγω του ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε έλεγχο άμεσα πάνω σε αυτήν, να απλώσουμε τα χέρια και να την αντιμετωπίσουμε. Είναι μέσα στο μυαλό μας και η απειλή αυτή «φωλιάζει» στην σκέψη μας. Μας κάνει να φανταζόμαστε ότι θα μας συμβεί ό,τι χειρότερο. Και αν γίνει συνειδητή και δεν μας «εκδηλώνεται» με εκνευρισμό, και επιθετικότητα προς τους συνανθρώπους μας, και πάλι, είναι πιο δύσκολο και απαιτεί γνώση, για να ασκήσουμε έλεγχο στην σκέψη μας και να μην αφήσουμε τον φόβο και τις αρνητικές σκέψεις να μας «παραλύσουν» ή να μας θλίψουν. Ο κάθε άνθρωπος, η κάθε οικογένεια, απομονώνεται και βλέπει την κρίση ως ατομικό πρόβλημα, όχι ως ομάδα.
 straopedo-sygkentrosis1.jpg
Τι έγινε στην ιστορία μας όμως; Τι έγινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που αναφερόμασταν με τον μηχανισμό της Μόνωσης;
Οι τρόφιμοι των στρατοπέδων αυτών, στην πορεία προς τα ντους, ήταν πια απαθείς, πορεύονταν σαν ρομπότ προς αυτά, χωρίς καμία θέληση να αντιδράσουν. Ο φόβος είχε απωθηθεί στο ασυνείδητο, και οι άνθρωποι ήταν πια ανίκανοι και απαθείς, ακόμη και στο να σκεφτούν να αντιδράσουν . Ακόμα και ο φόβος ή η θλίψη είναι συναισθήματα που στόχο έχουν να μας παρακινήσουν να δράσουμε για να πάψουν. Αυτή η απάθεια ήταν πολύ χειρότερη όμως, σήμαινε πια αποδοχή της κατάστασης ως μη ανατρέψιμη.
Σήμερα χρειάζεται προκειμένου να «σώσουμε» τον εαυτό μας, να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να σώσουμε την ομάδα στην οποία ανήκουμε, την κοινωνία μας, καθώς το άτομο μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα τόσο μεγάλο φαινόμενο, εξακολουθώντας να επιδιώκει μόνο το ατομικό του συμφέρον. Χρειάζεται να βοηθήσουμε άλλους, καθώς η πτώση της ψυχολογίας των άλλων, συμπαρασύρει και την διάθεση του ατόμου.
Ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να αλλάξει πολλά, όσα η πραγματική ανθρώπινη επαφή. Όχι η ηλεκτρονική μέσω διαδικτύου που μας απομονώνει για λόγους οικονομίας στα διαμερίσματά μας, η πραγματική επικοινωνία. Μπορούμε να πούμε ότι για να αλλάξουμε ως κοινωνία, πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε μόνο ατομικά, όπως πολλά χρόνια είχαμε μάθει, τονίζοντας το στοιχείο του ότι μάθαμε τον ατομισμό ως συμπεριφορά.
-Μπορείς να μην φθονείς τον διπλανό σου, αν έστω δεν μπορείς να χαρείς με την χαρά του;
-Να προσπαθήσεις να μάθεις από τους ικανούς, αντί να προσπαθείς να τους εμποδίσεις, αν έχεις την δύναμη αυτή;
-Να επιδιώκεις να κατακτήσεις την γνώση με την αξία σου, και όχι να αποκτήσεις τίτλους για να νιώσεις «κάποιος» απέναντι στους άλλους; Οι τίτλοι δεν κάνουν έναν άνθρωπο σπουδαίο, ούτε απαραίτητα αντιπροσωπεύουν γνώση ανάλογη.
–Μπορείς να μην ανταγωνίζεσαι αλλά να συναγωνίζεσαι; Να βλέπεις την καλλιέργεια πίσω από την εμφάνιση και να την εκτιμάς;
-Να βλέπεις σπουδαίους ανθρώπους σε «χαμηλές θέσεις» και να τους λες πόσους μπορούν να επηρεάσουν θετικά από εκεί που βρίσκονται; Αν δεν μπορούμε να τα κάνουμε αυτά, είναι επειδή έτσι μάθαμε και συνηθίσαμε. Κι όμως, κι αυτό, μπορούμε να το αλλάξουμε!
(Τα ιστορικά παραδείγματα είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι απαραίτητο ότι είναι με ακρίβεια ιστορικά απόλυτα σωστά αλλά έχουν σε κάποια σημεία αλλαχθεί με στόχο την καλύτερη κατανόηση ψυχολογικών μηχανισμών του ανθρώπου).
Νικόλαος Βακόνδιος
Ψυχολόγος – πτυχιούχος ΑΠΘ
www.nvakondios.gr

Πηγή: antikleidi.com

Η ευφυΐα είναι ασθένεια

Η ευφυΐα είναι ασθένεια
Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Στο δημοτικό, η πιο απαίσια βρισιά είναι το να σε αποκαλέσουν διανοούμενο. Αργότερα, το να είσαι διανοούμενος γίνεται σχεδόν προτέρημα. Όμως αυτό είναι ψέμα: το να είσαι διανοούμενος είναι κουσούρι.
Όπως οι ζωντανοί γνωρίζουνε πως θα πεθάνουν, ενώ οι νεκροί δε γνωρίζουνε τίποτα, πιστεύω πως το να είναι κανείς έξυπνος είναι χειρότερο από το να είναι βλάκας, γιατί ένας βλάκας δεν αντιλαμβάνεται τη βλακεία του, ενώ ένας έξυπνος, ακόμα κι αν είναι ταπεινός και μετριόφρων, ξέρει πως είναι έξυπνος, έτσι κι αλλιώς.
Λέει κάπου ο Εκκλησιαστής: όστις προσθέτει γνώσιν, προσθέτει πόνον. Μην έχοντας όμως ποτέ τη τύχη να πάω στο κατηχητικό μαζί με τα άλλα παιδιά, δε προειδοποιήθηκα έγκαιρα για τους κινδύνους που ενέχει η μελέτη.
Είναι πολύ τυχεροί οι χριστιανοί που τόσο νέοι έχουν ήδη μάθει να φυλάγονται από τους κινδύνους της ευφυΐας. Θα ξέρουν έτσι για όλη τους τη ζωή πως να την αποφεύγουν. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι...
Η ευφυΐα είναι μια αποτυχία της εξέλιξης. Εύκολα μπορώ να φανταστώ, στην εποχή των πρώτων προϊστορικών ανθρώπων, σε μια μικρή φυλή, όλα τα παιδιά να τρέχουν μέσα στη πυκνή βλάστηση, να κυνηγούν τις σαύρες, να μαζεύουν φρούτα του δάσους για το βραδινό φαγητό και μετά, σιγά-σιγά, ερχόμενα σ' επαφή με τους μεγάλους, να γίνονται τέλειοι άντρες ή γυναίκες: κυνηγοί, κουβαλητές, ψαράδες, βυρσοδέψες...
Όμως, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά τη ζωή τούτης της φυλής, θ' αντιληφτούμε πως ορισμένα παιδιά δε συμμετέχουν στις ομαδικές δραστηριότητες: παραμένουν καθιστά δίπλα στη φωτιά, ασφαλή μέσα στα σπήλαια.....
Το ό,τι περνούν τις μέρες τους δίχως να κάνουν τίποτα, δεν οφείλεται στη τεμπελιά τους, όχι, θα ήθελαν κι αυτά να χοροπηδούν με τους φίλους τους, αλλά δεν μπορούν. Φέρνοντάς τα στο κόσμο, η φύση έκανε το στραβοπάτημά της.
Στη φυλή αυτή, υπάρχει ένα κοριτσάκι που είναι τυφλό, ένα αγοράκι που κουτσαίνει, ένα άλλο παιδί που είναι αδέξιο κι αφηρημένο... Έτσι λοιπόν, τα παιδιά αυτά μένουν στον καταυλισμό και, καθώς δεν έχουν τίποτα να κάνουν και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια δεν έχουν ακόμη εφευρεθεί, δεν έχουν άλλη λύση από το να σκέπτονται και ν' αφήνουν το νου τους ν' αλωνίζει λεύτερος. Περνούν λοιπόν το καιρό τους με σκέψεις, προσπαθούν ν' αποκρυπτογραφήσουν τον κόσμο, σκαρφίζονται ιστορίες κι εφευρίσκουν πράματα.
Κατ' αυτό τον τρόπο γεννήθηκε ο πολιτισμός: επειδή κάποια παιδιά μ' ατέλειες δεν είχανε τίποτ' άλλο να κάνουν. Αν η φύση δε σακάτευε κανέναν, αν το καλούπι ήταν πάντα αψεγάδιαστο, η ανθρωπότητα θα είχε παραμείνει ένα είδος πρωτόγονων ανθρώπων, ευτυχισμένων, που δε θα σκέφτονταν διόλου τη πρόοδο ...
Με κατατρέχει η κατάρα της λογικής. ... Μήνες τώρα αναλογίζομαι την ασθένεια που με κάνει να σκέφτομαι υπερβολικά κι έχω συμπεράνει με βεβαιότητα πως υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στη δυστυχία μου και την ακράτεια της λογικής μου. Το να σκέφτομαι, να προσπαθώ να καταλάβω, δε μου απέφερε ποτέ τίποτα, αλλ' αντιθέτως στρεφόταν πάντα εναντίον μου. ...
Το να προσπαθεί κανείς να καταλάβει, είναι κοινωνική αυτοκτονία, αυτό σημαίνει πως δε μπορείς πια να γευτείς τη ζωή χωρίς να νιώσεις, άθελά σου, τόσο σαν αρπακτικό όσο και σαν ανατόμος που διαμελίζει το αντικείμενο της μελέτης του. Πολύ συχνά, σκοτώνουμε αυτό που προσπαθούμε να καταλάβουμε, επειδή, όπως συμβαίνει και με τον μαθητευόμενο γιατρό, η πραγματική γνώση δε μπορεί ν' αποκτηθεί χωρίς ανατομή ...
Οι άνθρωποι απλουστεύουν τον κόσμο χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τη σκέψη, έτσι λοιπόν αποκτούν βεβαιότητες. Και το να έχεις βεβαιότητες, είναι η πιο ισχυρή απόλαυση σε τούτο τον κόσμο, πολύ ισχυρότερη κι από το χρήμα, το σεξ και την εξουσία μαζί. Το ν' αποποιηθεί κανείς τη πραγματική ευφυΐα, είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τις βεβαιότητές του κι είναι πάντοτε το αόρατο έξοδο για τον τραπεζιτικό λογαριασμό της συνείδησης μας. ...
Κάτι που μπορούμε να παραδεχτούμε, είναι πως το να έρχεται κανείς συχνά σ' επαφή με τα μεγάλα έργα, το να χρησιμοποιεί το πνεύμα του, το να διαβάζει συγγράμματα μεγαλοφυών ανθρώπων, ίσως να μη τον κάνει απαραίτητα ευφυή, καθιστά όμως τον κίνδυνο αυτό, ακόμη περισσότερο.
Υπάρχουν άνθρωποι φυσικά, που μπορεί να έχουν διαβάσει Φρόϋντ, Πλάτωνα, μπορεί να παίζουν στα δάχτυλα τα κουόρκ και να ξέρουν να ξεχωρίσουν ένα κυνηγετικό γεράκι από ένα τσιχλογέρακα, αλλά να είναι εντούτοις ανόητοι.
Παρ' όλ' αυτά, δυνητικά, η ευφυΐα, ερχόμενη σ' επαφή με πολλαπλά ερεθίσματα κι αφήνοντας το πνεύμα όλο και πιο συχνά να βυθίζεται σε μιαν ατμόσφαιρα εμπλουτιστική, βρίσκει κατάλληλο έδαφος για ν' αναπτυχθεί, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αναπτύσσεται μια ασθένεια.
Διότι η ευφυΐα είναι ασθένεια.

Martin Page, Πως Έγινα Βλάκας*
(Εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ, 2004)
*Το «Πώς έγινα βλάκας» είναι ένα βιβλίο του Martin Page το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2004 από τις εκδόσεις Αστάρτη.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Αντουάν, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα. Υποφέρει από υπερβολική ευφυΐα. Μελετά πολύ και σκέφτεται ακόμα περισσότερο. Πριν από κάθε πράξη του, εξετάζει όλες τις παραμέτρους και όλες τις επιπτώσεις που αυτή πιθανόν να έχει. Αυτό τον κάνει να συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά από τους γύρω του και να αισθάνεται δυστυχισμένος. Έτσι αποφασίζει να αλλάξει, να γίνει πιο βλάκας και άρα πιο ευτυχισμένος!
Αρχικά προσπαθεί να γίνει αλκοολικός πιστεύοντας ότι το πιοτό θα του δώσει τη λύση. Αποτυγχάνει όμως παταγωδώς και καταλήγει στο νοσοκομείο. Μετά αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αλλά μελετώντας όλα τα σχετικά περί αυτοχειρίας αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να απομακρυνθεί απ' οτιδήποτε του διεγείρει το πνεύμα (πνευματώδεις συζητήσεις, βιβλία κλπ). Αποφασίζει, λοιπόν, να γίνει κρετίνος!
Πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο βιβλίο με χιούμορ αλλά και με κοινωνικό προβληματισμό.
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Πάολο Κοέλο από την ανάποδη, που βάζει τον ήρωα του σε μια πνευματική αναζήτηση της χαμένης βλακείας» (Πασκάλ Μπρυκνέρ)

Πηγή: axia-logou
Ο Martin Page γεννήθηκε το 1975. Πέρασε τα νεανικά του χρόνια στα νότια προάστια και σήμερα ζει στη συνοικία Σατώ-Ρουζ του Παρισιού. Προτού δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα, Πώς έγινα βλάκας, περιπλανήθηκε για μερικά χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Ήταν ένας ντιλετάντε φοιτητής που, κάθε χρόνο, άλλαζε σχολή. Έτσι σπούδασε νομικά, ψυχολογία, γλωσσολογία, ιστορία τέχνης και ανθρωπολογία. Δούλεψε σαν νυχτοφύλακας, άνθρωπος γενικών καθηκόντων σε φεστιβάλ και επιτηρητής σε κολέγια και λύκεια. Έχει μια ήρεμη ζωή που του επιτρέπει να γράφει μυθιστορήματα. Πότε πότε, γράφει και προλόγους βιβλίων. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε 29 γλώσσες. Του αρέσει πολύ η βροχή, οι περίπατοι στο Παρίσι, ο κινηματογράφος, η τζαζ, η μαγειρική και ο Γούντι Άλλεν.

Μ. Γιωσαφάτ – Ποιοι αγαπάνε και τι είναι Αγάπη;

Μ. Γιωσαφάτ – Ποιοι αγαπάνε και τι είναι Αγάπη;
Γι' αυτό μιλάμε συνέχεια. Μπερδεύεται ό έρωτας με την Αγάπη. Είναι όμως δύο διαφορετικά πράγματα. Γι' αυτό είναι μπερδεμένα και στις περισσότερες γλώσσες. Οπότε χρησιμοποιείται ή 'ίδια λέξη, «amor», και για τον έρωτα και για την αγάπη. Στα αγγλικά υπάρχει διαφορά. Λένε, «I am in love», είμαι ερωτευμένος, αλλά όταν αγαπάμε λένε, «I love».
Είναι άλλο πράγμα το ένα, άλλο το άλλο κι έτσι κάπως ξεχωρίζεται. Aλλά, ενώ είναι άλλο πράγμα, ό κόσμος το μπερδεύει κι έτσι χρησιμοποιείται παντού. Στην Ελλάδα, βέβαια, το είχαν ξεχωρίσει οι αρχαίοι Έλληνες και το ήξεραν. 'Άλλο πράγμα είναι ό έρωτας κι άλλο ή αγάπη. Η ελληνική γλώσσα έχει την πιο ξεκάθαρη διάκριση: το «αγαπώ» και το «είμαι ερωτευμένος». Θα πείτε, δεν μπορεί να είναι και τα δύο μαζί; 'Aσφαλώς.
Αυτά τα πράγματα μάς απασχολούν από παιδάκια μέχρι να πεθάνουμε. Ό άνθρωπος, όπως και τα περισσότερα θηλαστικά, έχει την ανάγκη, έκτος από το σεξ, πού είναι βασικό για την αναπαραγωγή και την ευχαρίστηση πού προκαλεί, να έχει ένα attachment στενό, ένα συναισθηματικό δεσμό, χωρίς τον όποιο τα μικρά ζώα πεθαίνουν, αν δεν τον αναπτύξουν με τη μάνα τους, και τα ανθρώπινα βέβαια. Άμα έχετε ένα παιδάκι και ή μάνα του δεν τ' αγαπήσει, το εγκαταλείψει, θα πεθάνει κι αυτό. Αρά, το σεξ συνδέεται με την αναπαραγωγή και με την επιβίωση. Αλλά για την επιβίωση σημαντικότερο είναι να δημιουργήσουμε μετά ένα δεσμό μ' ένα πρόσωπο, πού το λέμε μητέρα. Και, όπως είπα, μητέρα είναι οποιοδήποτε πρόσωπο πού φροντίζει το παιδί. Και το ανθρώπινο παιδί χρειάζεται να είναι εξαρτημένο από τη μητέρα για πολλά χρόνια. Και αργότερα, μητέρα είναι ολόκληρη ή οικογένεια. Γι' αυτό και ό δεσμός είναι σημαντικότατος .
Αν δεν αναπτυχθεί τον πρώτο χρόνο, ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερα προβλήματα να αναπτύξει δεσμούς αργότερα, να είναι σχετικά ευτυχισμένος και να μπορεί να χαρεί τη ζωή και να τη ζήσει δημιουργικά. Αυτό στην παιδική ηλικία γίνεται μετά τα τέσσερα-πέντε περίπου, όταν το παιδί μπορεί να ξεπεράσει λίγο τα οιδιπόδεια προβλήματα.
Και πώς τα ξεπερνάει; Σιγά-σιγά, ανάλογα με τούς γονείς. Οι γονείς δημιουργούν το πρόβλημα. Όπως είπα και την άλλη φορά, προσκολλώνται σε ένα παιδί και προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα τού γάμου τους χρησιμοποιώντας τα παιδιά. Είναι συνηθέστατο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Όπου, αν ό άντρας δεν είναι ευχαριστημένος με τη γυναίκα του, αν δεν μπορεί να την αγαπήσει, στρέφεται προς την κόρη του και με διάφορους τρόπους δημιουργεί μιαν ενοχική, αιμομικτική ή συναισθηματική κατάσταση με την κόρη του, πού φαινομενικά είναι πατρική αγάπη, πράγμα πού πιστεύει κιόλας.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα, ιδιαίτερα στην παλαιότερη γενιά, με την περίφημη 'Ελληνίδα μητέρα, την υπερπροστατευτική, ή οποία χρησιμοποιούσε το παιδί για να σταθεί σ' ένα γάμο, όπου ό άντρας συνήθως δεν την αγαπούσε. Ή γυναίκα ήταν πολύ κατώτερη κοινωνικά, χρειαζόταν κάποιον και να την στηρίξει αργότερα και να της δίνει την συναισθηματική ικανοποίηση πού δεν έπαιρνε από τον άντρα της. 'Έτσι ήταν ό γάμος παλαιότερα, τώρα είναι καλύτερος. Παρά τα διαζύγια κ.λπ., τα ζευγάρια είναι πολύ καλύτερα σήμερα, πιο πραγματικά.
Αυτά θα ξεπεραστούν, όταν είναι μεν οι γονείς προσκολλημένοι στο παιδί, άλλα ξεκάθαρα δείχνουν με διάφορους τρόπους ότι, «Εγώ δεν πρόκειται να σε παντρευτώ, ή σχέση παιδιού-γονιού δεν είναι έτσι». Αυτό και το λέμε, άλλα σημασία ιδίως έχει πώς το εκδηλώνουμε. Μετά τον πρώτο χρόνο, πού ή πολύ στενή σχέση είναι απαραίτητη, δεν φέρνουμε τα παιδιά στο κρεβάτι, δεν διατηρούμε τη στενή σχέση. Όχι στα 25 ή κόρη να κοιμάται με τον πατέρα ή ό γιος με τη μάνα! 'Υπάρχουν λίγες περιπτώσεις τέτοιες, αλλά στις μικρότερες ηλικίες είναι πολύ συχνό.
Και δεν είναι μόνο ό ύπνος μαζί, είναι ό τρόπος των χαδιών, ή εντύπωση πού δίνει ή μητέρα στο παιδί ότι αυτό αγαπήσει παραπάνω απ' τον άντρα της, και το παιδί το βλέπει κιόλας, γιατί είναι έντονη ή σχέση, και κολλάει στη σχέση. Δεν το αφήνει ή μάνα του ή ό πατέρας του να φύγει. Όταν όμως οι γονείς έχουν καλή σχέση, πράγμα σπάνιο δυστυχώς, τότε όλα λύνονται εύκολα. Το παιδί βλέπει ότι δεν μπορεί να διασπάσει το γάμο των γονιών και το παίρνει απόφαση. Αποκόπτει τα ερωτικά αισθήματα, τα απωθεί, μπαίνουν στο ασυνείδητο και δημιουργεί μια πιο κεκαθαρμένη σχέση, πού δεν έχει έντονη σεξουαλικότητα ή έχει απωθηθεί ή έχει μπει κάτω από το χαλί. Τότε το παιδί αρχίζει και δέχεται και τον πατέρα και τη μητέρα, γιατί έχει πάψει ο έντονος ανταγωνισμός, ό φόβος θανάτου ή οι τιμωρίες από τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα φονικά αισθήματα πού έχει το παιδί, πολύ έντονα αναμφίβολα. Έτσι, αρχίζει να τούς αποδέχεται λίγο καλύτερα και αυτό είναι ή αρχή μιας καλύτερης σχέσης, πού τη λέμε αγάπη, και αργότερα μπορεί να συνδυαστεί με τον έρωτα και το σεξ. 'Άλλο είναι το σεξ, άλλο είναι ό έρωτας και άλλο είναι η αγάπη. Τώρα, αν μπορεί να τα έχει κανείς όλα αυτά μαζί, αυτή είναι ή τέλεια σχέση πού είπαμε, άλλα είναι στο 5-10%, δυστυχώς. Άλλου υπάρχει το σεξ περισσότερο, άλλου ό έρωτας πού είναι φαντασιωτικός κι άλλου ή αγάπη.
Όπως είπαμε, ό έρωτας είναι ή προβολή των αναγκών μας σε άλλους ανθρώπους, πού ελπίζουμε ότι θα τις ικανοποιήσουν. Αυτό λέμε έρωτα βασικά. Κι επειδή θέλουμε να τις ικανοποιήσουν, τον εξιδανικεύουμε τον άλλον και πιστεύουμε ότι είναι αυτός πού θέλουμε. Ή επιθυμητή μητέρα, όπως λέω, ή δ επιθυμητός πατέρας. Δεν βλέπουμε τα ελαττώματα, γιατί τότε το έχουμε ανάγκη. Αν έχει κάποια στοιχεία, μετά του βάζουμε κι εμείς ένα σωρό και ξαφνικά γίνεται ή ιδανική γυναίκα ή ό ιδανικός άντρας, πού διαφέρει απ' όλες τις άλλες γυναίκες κ.λπ. Και αυτό, όπως είπαμε, κρατάει πολύ λίγο, δυστυχώς, άλλα είναι πολύ ωραίο, γι' αυτό όλοι το ψάχνουμε. Είναι πάρα πολύ ωραίο να αισθάνεσαι ότι κάποιος σε θέλει και είναι έτοιμος να ικανοποιήσει τις ανάγκες σου, να σε αγαπήσει, να σε αποδέχεται όπως είσαι. Αυτά δεν τα έχουμε στη ζωή κι έτσι όέρωτας είναι ή μόνη διέξοδος για να συμπληρώσουμε αυτά πού δεν πήραμε απ' τη μάνα μας ή απ' τον πατέρα μας.
Προχθές μου λέει μια γυναίκα: «Εμένα με αγαπούσε πάρα πολύ και ή μάνα μου και ό πατέρας μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχω τέτοια προβλήματα στις σχέσεις μου». Έ, ξέρουμε τώρα ότι ή υπερβολική «αγάπη» της υπερπροστατευτικής Ελληνίδας μητέρας δεν είναι πραγματικήαγάπη. Ή πραγματική αγάπη δεν είναι υπερπροστασία, δεν πνίγουμε το παιδί. Αν το πνίγουμε, το χρησιμοποιούμε.

Απόσπασμα από το βιβλίου του Ματθαίου Γιωσαφάτ "Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί;"
Πηγή: antikleidi.com

Νονοι και δωρα (ιδεες)

  Ένα από τα πιο σημαντικά  δώρα  που πρέπει να κάνετε στα βαφτιστήρια σας είναι η πασχαλινή λαμπάδα. Συμβολίζει την Ανάσταση του Κυρίου, τη...