Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ..ΤΖΑΜΠΑ!

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

ΕΤΣΙ..

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

Για μας..τους ρομαντικους!!!

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

Πόσο σωστό!!!

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ!

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

ΑΥΤΟ...

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

Stefan Klein - Τα όνειρα. Επιστροφή σε μια λησμονημένη χώρα.


Γιατί χάνουμε το ένα τρίτο της ζωής μας;
Ο ύπνος είναι γεμάτος θαύματα. Σαρλ Μπωντλαίρ
Κάποτε οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα όνειρά τους αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι εικόνες της νύχτας είχαν τουλάχιστον την ίδια βαρύτητα με τα συμβάντα της μέρας.
Είναι εντυπωσιακή η παρουσίαση του θέματος από τον εθνολόγο Γκούνναρ Λάντμαν (Gunnar Landtman), ο οποίος έζησε στις αρχές του 20ού αιώνα με τους Κιβάι, μια φυλή απομονωμένη σ’ ένα μεγάλο ποτάμιο νησί στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Μια φορά, κάποιος Κιβάι ονειρεύτηκε ότι ένας φίλος τού χάρισε ακριβά δώρα. Μόλις ξύπνησε, άρχισε να ψάχνει το σπίτι για να βρει τους θησαυρούς. Όταν η γυναίκα του απόρησε για ποιον λόγο σερνόταν κι έψαχνε καταγής, της απάντησε θυμωμένος: «Μη μιλάς. Είδα καλά πράγματα.»
Ακόμη και σήμερα, πολλές φυλές στην Παπούα-Νέα Γουινέα δεν λένε ότι «είδαν ένα όνειρο» αλλά ότι «έζησαν ένα όνειρο». Και οι δικοί μας πρόγονοι σκέφτονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πριν από 200 χρόνια, τα όνειρα αποτελούσαν θέμα συζήτησης στην ευρωπαϊκή καθημερινότητα και, βέβαια, επηρέαζαν αποφασιστικά τις ενέργειες των ανθρώπων.
Είναι γνωστό το περιστατικό όταν, μια νύχτα του 1732, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ της Μεγάλης Βρετανίας διέταξε να ζέψουν τ’ άλογα στην άμαξά του επειδή στον ύπνο του είχε εμφανιστεί η πεθαμένη γυναίκα του. Δεν ησύχασε παρά μόνον αφού ο αμαξάς τον οδήγησε μέχρι τον τάφο της στο Αββαείο του Γουέστμινστερ.
Σήμερα, τέτοια περιστατικά μάς φαίνονται παράλογα. Όσα βιώνουμε τη νύχτα τα θυμόμαστε σαν απόκοσμες, σουρεαλιστικές εικόνες – εάν και εφόσον θυμόμαστε κάτι. Αν στη μέση της νύχτας εμφανιστεί ένα μικρό παιδί στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του, ταραγμένο απ’ τον εφιάλτη που έζησε, εκείνοι το συμβουλεύουν να ξεχάσει ό,τι συνέβη: «Δεν είναι τίποτα, όνειρο ήταν.»
Για τους προγόνους μας, τα όνειρα σήμαιναν γνώση· για εμάς, είναι αποκυήματα της φαντασίας. Ακόμη κι ο χαρακτηρισμός «ονειροπόλος» έχει κάτι υποτιμητικό. Σήμερα έχουμε πια αποξενωθεί από τα όνειρά μας κι ο γρήγορος ρυθμός της ζωής δεν μας διευκολύνει να τα προσεγγίσουμε πάλι. Όποιος νιώθει πως έφτασε στα όρια της εξάντλησης από τον ρυθμό της καθημερινότητας είναι ευνόητο ότι θα διαγράψει από τη μνήμη του τα βιώματα της νύχτας. Μάλιστα, πολλοί συνάνθρωποί μας είναι πεπεισμένοι ότι δεν βλέπουν καθόλου όνειρα.
«Στη δυτική κοινωνία, οι γέφυρες ανάμεσα στο ημερήσιο μισό και στο νυχτερινό μισό του ανθρώπου έχουν γκρεμιστεί»,
γράφει ο γάλλος ανθρωπολόγος Ροζέ Μπαστίντ (Roger Bastide). Από την εποχή του Διαφωτισμού, η προσοχή μας εστιάστηκε κυρίως στη λογική: «Απαξιώσαμε το νυχτερινό μισό της ζωής μας.» Ωστόσο, κάποιες φορές διαισθανόμαστε τι μας διαφεύγει. Νιώθουμε πιο ξεκάθαρα τούτη την απώλεια την ώρα που ξυπνάμε. Την ώρα που εισβάλλουν στο κεφάλι μας οι πρώτοι θόρυβοι της μέρας κι αρχίζουν να ξεδιπλώνονται οι πρώτες μας σκέψεις, εμείς βρισκόμαστε παράλληλα και σε έναν άλλον κόσμο – σαν να διπλασιάστηκε αιφνιδίως η ζωή μας.
Από τη συνείδησή μας περνούν εικόνες που μοιάζουν με νέφη ομίχλης. Συχνά είναι τόσο θολές ώστε εξαϋλώνονται αμέσως μόλις προσπαθήσει κανείς να τις συγκρατήσει. Μερικές φορές όμως οι εικόνες των ονείρων είναι τόσο επιβλητικές που δεν μπορούμε ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτές – καθορίζουν τη διάθεσή μας όλη τη μέρα. Καμιά φορά, συγκεκριμένα όνειρα τα θυμόμαστε ακόμη κι ύστερα από χρόνια. Τέτοιες στιγμές ακριβώς νιώθουμε ότι οι εμπειρίες της μέρας δεν είναι παρά ένα μέρος μόνο της πραγματικότητας – αλλά νιώθουμε επίσης πόσο πλούσιο κι ενδιαφέρον μπορεί να είναι το άλλο κομμάτι της ζωής μας, εκείνο που συνήθως παραβλέπουμε.
Μήπως όμως σήμερα απλώς ονειρευόμαστε λιγότερο απ’ ό,τι οι προηγούμενες γενιές; Ασφαλώς όχι. Το ότι οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, βιώνουν κάτι στον ύπνο τους είναι μια εγγενής λειτουργία του εγκεφάλου. Επιπλέον, σε αντίθεση με το σώμα, ο εγκέφαλος δεν ηρεμεί ποτέ. Για πολλά χρόνια είχε παγιωθεί η αντίληψη ότι ο ενήλικος δεν ονειρεύεται πάνω από δύο ώρες περίπου κάθε νύχτα – και μάλιστα αποκλειστικά και μόνο στη διάρκεια του αποκαλούμενου ύπνου REM.
Ωστόσο, νεότερες έρευνες αποκάλυψαν πως αυτό δεν αληθεύει. Σε όλες τις φάσεις του ύπνου, πε- ριοδικά ή ακόμη και συνεχώς, οι άνθρωποι βλέπουν εικόνες, νιώθουν συναισθήματα, βυθίζονται σε σκέψεις, δημιουργούν αναμνήσεις, εξασκούνται σε κινήσεις. Πώς μπορέσαμε ν’ αδιαφορήσουμε γι’ αυτές τις τόσο πολύπλευρες εμπειρίες;
Για να στριμώξουμε στις ώρες που είμαστε ξύπνιοι όσο πιο πολλά βιώματα μπορούμε, φτάνουμε στα όρια της εξουθένωσης. Πολλοί συνάνθρωποί μας προσπαθούν απεγνωσμένα να καθυστερήσουν τα γεράματα. Τι θα δίναμε αν κάποιος μπορούσε να μας προσφέρει έξι ώρες πρόσθετης ζωής κάθε ημέρα; Θα ήταν το αντίστοιχο 20 χρόνων ζωής. Αυτός είναι ο συνολικός χρόνος που βλέπει όνειρα στη ζωή του ο μέσος Γερμανός. Όμως σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν σε τούτο το χρονικό διάστημα ξεχνιούνται, έχουν γίνει καπνός το επόμενο πρωί.
Δεν μπορούμε –ούτε και θα το θέλαμε– να επιστρέψουμε στον κόσμο των ονείρων των προγόνων μας. Μία από τις πιο παραγνωρισμένες αλλαγές στην ιστορία του ανθρώπου είναι ότι οι πρόγονοί μας άρχισαν να κοιμούνται γαλήνια μόλις πριν από οκτώ γενιές περίπου. Σήμερα, όποιος δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ύπνου θεωρεί απολύτως αυτονόητο να πέφτει για ύπνο το βράδυ στο κρεβάτι του και να ξυπνά το επόμενο πρωί δίχως καμιά διακοπή, εκτός ίσως από μια νυχτερινή επίσκεψη στην τουαλέτα.
Αυτό ήταν αδιανόητο για τους προγόνους μας. Τις νύχτες άλλοτε κοιμόνταν και άλλοτε έμεναν ξύπνιοι, εναλλάξ, και ήταν συνηθισμένο να μιλάνε για τον «πρώτο» και για τον «δεύτερο» ύπνο της νύχτας που πέρασε. Όποιος έπεφτε με το σούρουπο στο κρεβάτι του, ξεθεωμένος απ’ τη σκληρή δουλειά, δεν ήταν δυνατόν να κοιμηθεί χωρίς διακοπή 10 ή περισσότερες ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Ακόμα και οι πιο εύποροι, που είχαν μεν φως απ’ τα κεριά, αλλά όχι και πολλούς τρόπους να περνούν ευχά- ριστα την ώρα τους, νύσταζαν νωρίς.
Επιπλέον, οι κάμαρες όπου οι άνθρωποι συνήθως αποσύρονταν για ν’ αναπαυθούν δεν ήταν ό,τι το καλύτερο για να κοιμηθεί κανείς, αφού ρεύματα αέρα έμπαιναν από παντού, με αποτέλεσμα το ξημέρωμα να σηκώνονται όλοι ξεπαγιασμένοι απ’ το κρύο. Μέχρι τότε, βέβαια, τους είχαν ξυπνήσει επανειλημμένα οι άλλοι παρακοιμώμενοι (συνήθως ολόκληρη η οικογένεια κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι), οι οποίοι στριφογύριζαν, έβηχαν ή ροχάλιζαν.
Το χωριστό στρώμα και τα χωριστά σκεπάσματα ήταν μια πολυτέλεια που απολάμβαναν ελάχιστοι, οι οποίοι και πάλι δεν είχαν εγγυημένη ηρεμία διότι εκεί μέσα καραδοκούσαν ψύλλοι και κοριοί. Έτσι, κάθε λίγο και λιγάκι οι άνθρωποι πετάγονταν αλαφιασμένοι από τα όνειρά τους. Όταν ξυπνούσαν, η ανάμνηση όσων είχαν ζήσει ήταν ακόμα νωπή, οι σκηνές των ονείρων ορθώνονταν με κάθε λεπτομέρεια μπροστά τους.
«Ο ύπνος μου είναι όλο διακοπές και γεμάτος όνειρα»,
λέει κάποιος στην κωμωδία Γαλάτεια, που παίχτηκε στην αγγλική Αυλή την ίδια εποχή με τα δράματα του Σαίξπηρ. Ανατρέχοντας σε προσωπικά ημερολόγια που γράφτηκαν στις αρχές των νεότερων χρόνων, ο ιστορικός Ρότζερ Ήκερτς (Roger Ekirch) έδειξε πόσο συχνά οι άνθρωποι ένιωθαν «αναστατωμένοι», «σαστισμένοι», καμιά φορά ακόμα και «ταλαιπωρημένοι» απ’ τα νυχτερινά βιώματά τους.
Σε μερικές περιοχές του κόσμου, ο «ύπνος σε δόσεις» είναι συνηθισμένος ακόμη και σήμερα. Στους Άβιλα Ρούνα, λόγου χάρη, μια φυλή κοντά στις πηγές του Αμαζονίου, στον Ισημερινό, ο ύπνος είναι μέρος της κοινωνικής τους ζωής. Κανείς δεν διανοείται να απομονωθεί τη νύχτα σ’ ένα δωμάτιο: όλοι οι κάτοικοι του χωριού κοιμούνται μαζί, δίπλα δίπλα, στο ύπαιθρο, με μοναδική προστασία ένα αχυρένιο σκέπαστρο. Όποιος ξυπνήσει απ’ τους θορύβους των ζώων του τροπικού δάσους, απ’ τον ανήσυχο ύπνο των διπλανών του, ακόμη και απ’ το φως του φεγγαριού, κάθεται δίπλα στη φωτιά που καίει όλη νύχτα, αργοπίνει ένα ζεστό ρόφημα κι αφηγείται τα όνειρά του.
«Η καθημερινότητα είναι πλεγμένη αδιαχώριστα με τη δεύτερη ζωή, του ύπνου και των ονείρων»,
γράφει ο ανθρωπολόγος Εδουάρδο Κον (Eduardo Kohn), που μελέτησε επιτόπου τους Ρούνα. «Τα όνειρα αποτελούν μέρος του εμπειρικού τους κόσμου.»
Στις διακοπές του ύπνου δεν οφείλεται μόνο το ότι διατηρούνται πιο πολλά όνειρα στη μνήμη, αλλά και ότι οι ονειρικές σκηνές μοιάζουν ιδιαίτερα ρεαλιστικές σε όποιον ξυπνά. Όμως το ίδιο συμβαίνει και στους κατοίκους των σημερινών μεγαλουπόλεων, όπως έδειξε πειραματικά ο αμερικανός ψυχίατρος Τόμας Γουίρ (Thomas Wehr).
Ο ερευνητής αυτός προσομοίωσε στο εργαστήριο τις μακρές νύχτες του χειμώνα, που όσοι συμμετείχαν στο πείραμα έπρεπε να τις περνούν δίχως τηλεόραση και ηλεκτρικό ρεύμα. Στο μεταξύ, ο Γουίρ κατέγραφε την εγκεφαλική λειτουργία και τα επίπεδα κάποιων ορμονών. Διαπίστωσε λοιπόν ότι οι συμμετέχοντες, όταν ξυπνούσαν μετά τον πρώτο ύπνο τους, δεν συνειδητοποιούσαν πως ήταν ξύπνιοι. Η αντιληπτική τους ικανότητα έμοιαζε περισσότερο με μια κατάσταση που θυμίζει έκσταση, μια κατάσταση στην οποία τα όρια μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου είναι ασαφή. Πρόκειται για φαινόμενο γνωστό σε όσους κάνουν διαλογισμό.
Κάπως έτσι πρέπει να βίωναν και οι πρόγονοί μας τις διακοπές στον ύπνο τους. Αν θυμόνταν ένα όνειρο μες στην καρδιά της νύχτας, οι εικόνες του θα έμοιαζαν τόσο αληθινές όσο και τα αντικείμενα στην κρεβατοκάμαρά τους.
Όνειρα απ’ το μακρινό παρελθόν του ανθρώπου καθορίζουν τη ζωή μας ακόμα και σήμερα. Ο λόγος είναι ότι κάποια στιγμή, στο μισοσκόταδο μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, πέρασαν στην ανθρώπινη συνείδηση μερικές εικόνες που άφησαν τα ίχνη τους στη φιλοσοφία και στις θρησκείες. Τα όνειρα των προγόνων μας, λοιπόν, διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις μας για το τι είναι ο άνθρωπος. Σήμερα θεωρούμε ότι βιώνουμε μία πραγματικότητα, όμως οι πρόγονοί μας βίωναν δύο. Οι εμπειρίες της νύχτας, αν και διαφορετικές, στέκονταν ισότιμα δίπλα σε ό,τι έπεφτε στην αντίληψή τους κατά τη διάρκεια της μέρας. Έτσι, οι παλιότερες γενιές ζούσαν μια ζωή πιο πλούσια απ’ τη δική μας, αλλά και γεμάτη αντιφάσεις.
Γιατί ποια εξήγηση μπορούσε να δοθεί στο ότι στον ύπνο τους εμφανίζονταν οι νεκροί, ότι πράγματα μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους και το αντίστροφο, και ότι την ώρα που κοι- μόνταν είχαν την ικανότητα να μετακινούνται άκοπα στον χώρο και τον χρόνο, αδιαφορώντας ακόμη και για τη βαρύτητα; Όποιος θεωρεί τα όνειρα πραγματικότητα πρέπει και να θεωρεί δεδομένο ότι τη νύχτα έχει την ικανότητα να πετά και να συναντάει τους νεκρούς. Το αυτονόητο συμπέρασμα είναι πως το Εγώ δεν μπορεί να περιορίζεται μέσα στο σώμα που κοιμάται ούτε να υπακούει στους νόμους της φυσικής.
Έτσι λοιπόν, τα βιώματα των ονείρων μάς οδήγησαν στην πέραν πάσης αμφιβολίας σημαντικότερη ιδέα όλων των εποχών: ότι έχουμε ψυχή. Μια ψυχή ενωμένη με το σώμα, όταν είμαστε ξύπνιοι, αλλά που στη διάρκεια του ύπνου –και μετά θάνατον– ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια.
Τέτοια επιχειρήματα ανέπτυξε η προσωκρατική ελληνική φιλοσοφία, έτσι σκέφτονται οι πρωτόγονοι πολιτισμοί ακόμη και σήμερα. Για τους Κιβάι στην Παπούα-Νέα Γουινέα, τα όνειρα είναι βιώματα των ψυχών, οι οποίες πετούν τη νύχτα σαν περιστέρια και διασχίζουν τον κόσμο (προφανώς, στην επιστροφή τους δέχονται μερικές φορές και κάποια δώρα).
Οι Άβιλα Ρούνα, που περνούν τις νύχτες όλοι μαζί κοντά στις πηγές του Αμαζονίου, πιστεύουν ότι στον ύπνο οι ψυχές τους επικοινωνούν με νεκρούς συγγενείς, αλλά και με τα νεκρά θηρία της ζούγκλας. Στους Τάγκαλογκ των Φιλιππίνων, μάλιστα, απαγορεύεται να ξυπνούν όποιον κοιμάται, γιατί η ψυχή του δεν βρίσκεται εκεί.
Τέτοιες αντιλήψεις μπορεί να μας φαίνονται αφελείς. Όμως τόσο οι μύθοι των αρχέγονων προγονικών φυλών όσο και οι πρώτοι φιλόσοφοι τοποθετούσαν τα όνειρα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που στις μέρες μας συχνά το παραβλέπουμε και το οποίο η επιστήμη ανακάλυψε μόλις τα τελευταία χρόνια. Τα όνειρα είναι κάτι παραπάνω από ένα παράξενο αλλά ταυτοχρόνως ασήμαντο δημιούργημα του νου: οδηγούν ευθέως στα μεγάλα ερωτήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Πού βρίσκεται η ουσία της ύπαρξής μας, στο πνεύμα ή στο σώμα; Ποια είναι η αλληλεξάρτηση αυτών των δύο;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δίχως την εμπειρία των ονείρων, οι πρώτοι πολιτισμοί δεν θα είχαν επικεντρωθεί σε τέτοιου είδους αινιγματικά ερωτήματα. Με τον ίδιο περίπου τρόπο, το φαινόμενο των ονείρων εμπνέει και τις σύγχρονες νευροεπιστήμες, οι οποίες αναζητούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά χρησιμοποι- ώντας τα εργαλεία τού σήμερα.
Η πιο παλιά εξήγηση για τις εικόνες της νύχτας είναι ότι τις στέλνουν στους ανθρώπους κάποιες ανώτερες δυνάμεις. Μία από τις αρχαιότερες αφηγήσεις στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στον Ιακώβ, ο οποίος βιώνει εκπληκτικές εμπειρίες στα όνειρά του επειδή μέσα του «κατοικεί το πνεύμα του Θεού». Ο Ιακώβ βλέπει στον ύπνο του μια σκάλα που φτάνει μέχρι τον ουρανό· στην κορυφή της βρίσκεται ο Θεός, που του υπόσχεται πολλούς απογόνους. Σε άλλο του όνειρο, ο Ιακώβ παλεύει μ’ ένα παράξενο πλάσμα, που τελικά αποκαλύπτεται πως είναι ο Θεός.Επειδή λοιπόν ο Θεός φανερώνει την παρουσία του με σημάδια, ο Ιακώβ μπορεί να ερμηνεύει και τα όνειρα των άλλων. Όταν ο φαραώ αφηγείται το όνειρο με τις επτά παχιές και τις επτά ισχνές αγελάδες που είδε να βγαίνουν από τον Νείλο, ο Ιωσήφ, ο αγαπημένος γιος τού Ιακώβ, προβλέπει επτά καλές και επτά κακές σοδειές.
Πολύ σύντομα όμως οι άνθρωποι προσέγγισαν τα μυστικά των ονείρων τους και με άλλον τρόπο. Άρχισαν ν’ αποζητούν στα συμβάντα της νύχτας πληροφορίες για τον εαυτό τους. Προφανώς πίστευαν ότι στην κατάσταση της εγρήγορσης εμφανιζόταν ένα μόνο κομμάτι της ανθρώπινης προσωπικότητας και ότι, για να κατανοήσουν καλύτερα την ανθρώπινη φύση, έπρεπε να αφεθούν στα όνειρά τους.
Σύμφωνα με μια παλιά βουδιστική παράδοση, οι εμπειρίες του ύπνου είναι ένα ταξίδι εξερεύνησης, όπου αποκαλύπτεται η αληθινή φύση του Εγώ, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη θεία φώτιση. Όμως και οι σοφοί του δυτικού πολιτισμού αναγνώριζαν ότι τα όνειρα δεν είναι κατ’ ανάγκην κρυπτογραφημένα μηνύματα από το υπερπέραν.
Ο Πλάτων, λόγου χάρη, ο μέγας δάσκαλος της αρχαίας φιλοσοφίας, πίστευε ότι δημιουργούνται όταν «η ζωώδης πλευρά της ψυχής […] προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ορμές της». Τελικά, οι στοχαστές στην αυγή των νεότερων χρόνων άρχισαν να αναζητούν στα όνειρά τους στοιχεία για την ίδια τους την προσωπικότητα.
«Ο σοφός γνωρίζει τον εαυτό του εξίσου καλά κάτω απ’ το μαύρο πέπλο της νύχτας όσο και στο λαμπρό φως της ημέρας»,
έγραφε ο άγγλος δοκιμιογράφος Όουεν Φέλ- ταμ (Owen Feltham) το 1628. Η νύχτα όμως είναι καλύτερος δάσκαλος, γιατί στον ύπνο μαθαίνουμε «τις γυμνές και φυσικές σκέψεις της ψυχής μας». Ο Φέλταμ βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Σήμερα γνωρίζουμε αφ’ ενός ότι πράγματι οι άνθρωποι ξαναζούν τη νύχτα την ιστορία της ζωής τους από διαφορετική οπτική γωνία και ότι μπορεί να τους έρχονται ιδέες που τους διαφεύγουν όταν είναι ξύπνιοι. Αφ’ ετέρου, τα όνειρα μας δείχνουν πώς δημιουργούνται μέσα στον εγκέφαλό μας οι εικόνες, οι αναμνήσεις και οι σκέψεις. Στο όνειρο μπορούμε να παρακολουθήσουμε πώς λειτουργεί το ανθρώπινο πνεύμα.
Ενώ οι πρόγονοί μας δεν μπορούσαν να κάνουν παρά μόνον υποθέσεις για τα νυχτερινά βιώματά τους, σήμερα είμαστε σε θέση να τα εξερευνήσουμε επιστημονικά. Έτσι μας ανοίγεται ένας εντελώς καινούργιος δρόμος προσέγ- γισης των ονείρων – και ταυτοχρόνως μας δίνεται η ευκαιρία να τα εντάξουμε και πάλι στη ζωή μας.
Stefan Klein - Τα όνειρα - Ένα ταξίδι στην εσωτερική μας πραγματικότητα
Μετάφραση: Παναγιώτης Δρεπανιώτης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

www.o-klooun.com



Νίτσε - Φινάλε. Το τίμημα της ιδιοφυΐας


«Αγαπώ εκείνον που βούλεται να δημιουργήσει κάτι πέρα από τον εαυτό του, και μετά αφανίζεται» είπε ο Ζαρατούστρα.
Αναμφίβολα, η ένταση της σκέψης του Νίτσε τον σκότωσε πρόωρα. Η μάχη του ενάντια στην εποχή του διατάραξε την ψυχική του ισορροπία.
«Έχει διαπιστωθεί ότι είναι πάντα τρομερό να πολεμά κανείς το ηθικό σύστημα της εποχής του, γιατί αυτό θα πάρει την εκδίκησή του... εκ των έσω και εκ των έξω»
Προς το τέλος, η γραφή του Νίτσε γινόταν όλο και πιο πικρόχολη. Apxισε να επιτίθεται όχι μόνο σε ιδέες, αλλά και σε πρόσωπα - στον Βαγκνερ, στον Χριστό κ.ά.
«Η αύξηση της σοφίας» έγραψε «μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια με βάση τη μείωση της πικρίας».’'
Όμως δεν μπορούσε να πείσει την πένα του. Ακόμα και το γέλιο του έγινε νευρωτικό καθώς κατέρρεε ο νους του. Πουθενά δεν είναι πιο καθαρά τα ίχνη από το δηλητήριο που τον διάβρωνε από ότι στην παρακάτω σκέψη:
«Ίσως εγώ να ξέρω καλύτερα γιατί ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελά: μόνο αυτός υποφέρει τόσο, ώστε να αναγκαστεί να επινοήσει το γέλιο».
Η αρρώστια και η αυξανόμενη τύφλωση ήταν η οργανική πλευρά της κατάρρευσής του...Άρχισε επίσης να υποκύπτει σε παρανοϊκές αυταπάτες μεγαλείου και να καταλαμβάνεται από μανία καταδίωξε. Έστειλε κάποιο από τα βιβλία του στον Ταιν με ένα σημείωμα στο οποίο διαβεβαίωνε τον μεγάλο κριτικό ότι ήταν το πιο υπέροχο έργο που γράφτηκε ποτέ. Και γέμισε το τελευταίο του βιβλίο, το 'Ιδε ο άνθρωπος, με παρανοϊκές κομπαστικές αξιολογήσεις. Ίδε ο άνθρωπος! - αλίμονο, εδώ βλέπουμε πια τον άνθρωπο πολύ καθαρά!
Ίσως αν είχε εισπράξει περισσότερη εκτίμηση από τους άλλοτε να είχε περιοριστεί αυτός  ο αντισταθμιστικός εγωισμός, και να κατάφερνε να διατηρήσει μεγαλύτερη επαφή με την πραγματικότητα, καθώς και την ψυχική υγεία του. Όμως η αποδοχή ήρθε πολύ αργά. Ο Ταιν τού έγραψε έναν γενναιόδωρο έπαινο όταν σχεδόν όλοι οι άλλοι τον αγνοούσαν ή τον καθύβριζαν- ο Μπράντες τον ενημέρωσε ότι οργάνωνε μια σειρά διαλέξεων με θέμα τον «αριστοκρατικό ριζοσπαστισμό» του Νίτσε στο Πανεπιστήμιο  της  Κοπεγχάγης· ο Στρίντμπεργκ τού έγραψε ότι εφάρμοζε της ιδέες του στο θέατρο- και -ίσως το καλύτερο απ’ όλα- ένας ανώνυμος θαυμαστής του του έστειλε μια επιταγή. Όμως όταν τον αγκάλιασαν αυτές οι ακτίνες φωτός, ο Νίτσε ήταν ήδη σχεδόν τυφλός στα μάτια και στην ψυχή. Και είχε χάσει κάθε ελπίδα.
«Η εποχή μου δεν έχει έρθει ακόμη» έγραψε- «μόνο το μεθαύριο θα είναι δικό μου».
Το τελευταίο χτύπημα ήρθε στο Τορίνο τον Ιανουάριο του 1.889, με τη μορφή μιας αποπληξίας. Γύρισε στα τυφλά στη σοφίτα του και άρχισε να στέλνει παρανοϊκές επιστολές: στην Κόζιμα Βάγκνερ τρεις λέξεις - «Αριάδνη, σ’ αγαπώ»· στον Μπράντες ένα πιο μακροσκελές μήνυμα που το υπέγραφε «Ο Εσταυρωμένος»· και στον Μπούρκχαρτ και στον' Οβερμπεκ δύο τόσο ακατάληπτα γράμματα, που ο δεύτερος έσπευσε σε βοήθεια του. Βρήκε τον Νίτσε να παίζει πιάνο με τους αγκώνες, να τραγουδά και να φωνάζει σε διονυσιακή έκσταση.
Τον πήγαν πρώτα σε ένα φρενοκομείο,” αλλά γρήγορα ήρθε η ηλικιωμένη μητέρα του να τον πάρει από εκεί για να τον φροντίσει η ίδια. Τι φοβερή εικόνα! Η θεοσεβής γυναίκα που είχε βιώσει το σοκ της καταγγελίας από τον γιο της όλων όσων πίστευε η ίδια, τώρα, τρέφοντας πάντα την ίδια αγάπη γι’ αυτόν, τον δέχτηκε στην αγκαλιά της σαν μια άλλη Πιετά. Η μητέρα του όμως πέθανε το 1897, και έτσι η αδελφή του τον πή
Ένα άγαλμά του φιλοτεχνημένο από τον Κράμερ δείχνει αυτό το δυνατό μυαλό σε αξιολύπητη τώρα κατάσταση, τσακισμένο, ανήμπορο και υποταγμένο στη μοίρα του. Όμως παρά τη δυστυχία του, είχε βρει πλέον τη γαλήνη και την ηρεμία που δεν βίωσε ποτέ όσο είχε τα λογικά του. Η Φύση τον λυπήθηκε αφότου τρελάθηκε. Κάποτε ο Νίτσε έπιασε την αδελφή του να κλαίει καθώς τον κοίταζε, και δεν μπορούσε να καταλάβει τα δάκρυά της: «Λίσμπετ» ρώτησε «γιατί κλαις; Δεν είμαστε ευτυχισμένοι;». Σε μια άλλη περίπτωση άκουσε να μιλούν για βιβλία, και το χλωμό του πρόσωπο φωτίστηκε: «Α!» είπε χαμογελώντας. «Έχω γράψει κι εγώ μερικά καλά βιβλία» - και μετά η στιγμή της διαύγειας πέρασε.
Πέθανε το 1900. Ελάχιστες φορές είχε τόσο μεγάλο τίμημα η ιδιοφυία.
***
 Will Durant - Η περιπέτεια της φιλοσοφίας. Η ζωή και η σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων. 
/www.o-klooun.com

H κάθε του πρώτη φορά..


Πρώτη μέρα στο σχολείο!
Πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο!
Πρώτη μέρα στη δουλειά!
Πρώτη μέρα στο στρατό!
Αλλά και πρώτος έρωτας, πρώτη σεξουαλική επαφή, πρώτη μέρα «μαζί», πρώτη μέρα «χώρια»...
Πόσα «πρώτα» στη ζωή μας, γοητευτικά και τρομακτικά συγχρόνως, κάποιες φορές...
Και όσο μεγαλώνουμε, λυπόμαστε, που τα «πρώτα», οι καινούργιες συγκινήσεις, συχνά, λιγοστεύουν...
Ωστόσο, κάποια από τα «πρώτα» τα ξαναπερνάμε με τα παιδιά μας...
Και τότε, ανάλογα με το νου και τη γνώση που έχουμε κερδίσει, με τα «μπαγκάζια» που κουβαλάμε, τα διαχειριζόμαστε. Έτσι ή αλλιώς.
Συχνά, προβληματιζόμαστε τί να κάνουμε, πώς να προετοιμάσουμε καλύτερα αυτήν την όποια πρωτιά για το παιδί μας. Για να την περάσει πιο ομαλά.
Ο γονιός όμως δεν χρειάζεται να πει κάτι, να αναλύσει, να προετοιμάσει...
Όχι την τελευταία ώρα.
Η δουλειά γίνεται από τότε που το παιδί είναι μικρό, προετοιμάζοντάς το να αντιμετωπίζει όλες τις πρώτες φορές της ζωής του, με τη βεβαιότητα ότι είναι ένα βήμα προς το μεγάλωμα.
Μια ευκαιρία για να μάθει πράγματα, να χαρεί με καινούργιες γνωριμίες και εμπειρίες, να γίνει ανεξάρτητο.
Εμείς, δείχνουμε στο παιδί μας, με τη ζωή μας την ίδια, ότι το καινούργιο μπορεί να ‘χει δυσκολίες ή απογοητεύσεις , όμως αυτό το ξεπερνάμε και πάμε παρακάτω, στη χαρά της γνώσης, της γνωριμίας με την ίδια τη ζωή.
Ακόμη κι αν η πρώτη μέρα είναι δύσκολη, μπορούν να ακολουθήσουν πολλές άλλες καλύτερες.
Αυτά όμως όλα προετοιμάζονται από πριν.
Το παιδί σε κάθε ηλικία, από τότε που γεννιέται, πρέπει να βοηθιέται από το περιβάλλον του στο να εντάσσεται σε κάθε εξελικτικό του στάδιο, με ομαλό τρόπο.
Το να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, να βγάλει τα pumpers, να πετάξει το μπιμπερό και την πιπίλα, να ακούσει και να πει παραμυθάκι ή τραγουδάκι, το να πλύνει τα δόντια του, το να έχει παρέες και ενδιαφέροντα, καθώς μεγαλώνει από μικρό μικρό, το βοηθούν να «πετά» χαρούμενα και ανεξάρτητα σε κάθε του πρώτη φορά!
 
Μαρία Ρουσοχατζάκη
Λογοπαθολόγος  M.S., C.C.C. – Συγγραφέας Παιδικών Βιβλίων
www.mrous.gr
E-mail : logos@mrous.gr
Facebook : Μαρία Ρουσοχατζάκη
Youtube: Μαρία Ρουσοχατζάκη
www.o-klooun.com

Ο Επίκουρος στον Αλμπέρ Καμί


Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αλγέρι και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πάνω στην ακμή της δημιουργίας του. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει στον επικήδειο που εκφώνησε ότι, ήταν ο πυρήνας που γύρω του περιστρέφονται με ταχύτητα τα ηλεκτρόνια του κόσμου, της ζωής και του πνεύματος.
Βέβαια εγώ σαν Επικούρειος μπορεί να διαφωνώ σε πολλά σημεία με το έργο του. Ή και με όλο, ακόμα το έργο του. Ίσως να απορρίψω την διακήρυξή του, για την συμφιλίωση με την μοίρα. Ή ακόμα να διαφωνώ με τους ακρογωνιαίους λίθους της φιλοσοφίας του, που είναι «ο κόσμος και ο πόνος» , «η γη και η έρημος» μέσα σ’ ένα σύμπαν που κείτεται σε συντρίμμια « με κατεδαφισμένα όλα τα ηθικά, ιδεολογικά και μεταφυσικά του στηρίγματα». Επίσης είναι δυνατόν να διαφωνήσω, διότι όλα αυτά είναι ανθρώπινες επινοήσεις και ξεφεύγουν, από αυτό που είπε ο Επίκουρος και το οποίο μας το διασώζει ο Φιλόδημος,
«ότι είναι αγοραίες και φορτικές εκείνες οι ιδέες για την ζωή, που δεν συμβάλουν στην ευδαίμονα ζωή».
Και διαφωνώ με το συνολικό έργο του Καμύ, διότι στόχος μας δεν είναι να απελευθερωθούμε από τις προκαταλήψεις αλλά να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ελευθερία, με φρόνηση και φιλία ώστε να φτιάξουμε μία ευτυχισμένη και καλύτερη κοινωνία.
Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ όλα του τα έργα που εμφανίστηκαν πριν το 1948 ο Καμύ διακηρύσσει την συμφιλίωση, όπως ειπώθηκε, με την μοίρα. Και σαν παλιός Μαρξιστής διατήρησε σε πολλά σημεία την προδιαγεγραμμένη ιστορία και την ειμαρμένη και καθόλου το τυχαίο και την ανθρώπινη βούληση. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι πριν γίνει υπαρξιστής και επαναστάτης υπήρξε μέλος του Κ.Κ. Γαλλίας. Έτσι η φιλοσοφική σκέψη του Καμύ δέχεται το παράλογο της μοίρας του ανθρώπου, που ζει μέσα σ’ ένα αλόγιστο σύμπαν. Όσο και αν αναπτύξει το πνεύμα του είναι ανήμπορος μπροστά σ’ αυτήν την μοίρα και το μόνο που του απομένει είναι η προσήλωση σε κάποιο ιδανικό ικανό να διαφυλάξει μέσα στον κόσμο τις υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες. Προφανώς η μοίρα του Καμύ είναι ο Θάνατος, όμως ποιες είναι αυτές οι υψηλότερες ηθικές και πνευματικές αξίες; Για εμένα ως αξία είναι το δικαίωμα στην Ηδονή το οποίο αποσιωπά με επιμέλεια ο Καμύ.  
Στο βιβλίο του ο επαναστατημένος άνθρωπος (1951) ολοκληρώνεται ο Καμύ ως προσωπικότητα και ως άτομο. Θα πρέπει δε να το διαβάσει ο κάθε εχέφρων αναγνώστης και δη ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος. Το βιβλίο αυτό μας ενδιαφέρει και εμάς τους Επικούρειους, εκτός των άλλων, διότι μέσα σ’ αυτό κριτικάρει τον Επίκουρο.
Όμως πριν προχωρήσουμε στην ουσία της κριτικής του, για να δούμε ποιος είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος του Καμύ; Είναι απ’ ότι μας λέει
«ένας άνθρωπος που λέει όχι! Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται». «Είναι ακόμα και αυτός που λέει ναι από την πρώτη του κίνηση. Και το περιεχόμενο του όχι, είναι ότι «μέχρι εδώ και μην παρέκει» Και ο σκλάβος άνθρωπος που θα το πει αυτό στον αφέντη του, σημαίνει συνειδητοποίηση που προχωρεί, στην αντιμετώπιση του, σαν «ίσο προς ίσο». Τέλος αποδέχεται ο άνθρωπος την τελική πτώση (τον θάνατο) αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα που θα το ονομάσει π.χ. ελευθερία».
Μας λέει όμως ότι η «πραγματική ελευθερία δεν παρουσίασε άνοδο ανάλογη με την συνείδηση που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος γι’ αυτήν» και μας αναφέρει πως «η εξέγερση αποτελεί έργο του ενημερωμένου ανθρώπου που έχει συνείδηση των δικαιωμάτων του»
Θεωρεί δε ως «ιερό και απαραβίαστο» «τις κοινωνίες εκείνες που δεν υπάρχει αντικειμενικός προβληματισμός αφού οι απαντήσεις έχουν δοθεί μια για πάντα». (Θεοκρατία). Άρα «επαναστατημένος άνθρωπος είναι αυτός που βρίσκεται πριν ή μετά το «ιερό και απαραβίαστο» και αγωνίζεται για την επιβολή μιας ανθρώπινης τάξης που όλες οι απαντήσεις να είναι ανθρώπινες, δηλαδή λογικά διατυπωμένες». «Μπορούμε όμως μακριά από αυτό το ιερό και απαραβίαστο και τις απόλυτες αξίες του, να βρούμε τους κανόνες μιας συμπεριφοράς; Αυτή είναι η ερώτηση που θέτει η εξέγερση».
Χωρίζει τέλος την εξέγερση, στο βιβλίο του, στην μεταφυσική εξέγερση και στην ιστορική.
Βέβαια ορθώς ενημερωμένος διατυπώνει ότι «η ιστορία της εξέγερσης στον δυτικό κόσμο είναι αξεχώριστη απ’ την ιστορία του Χριστιανισμού». Δηλαδή η ιστορική εξέγερση ήταν ενάντια στην Θεοκρατία του μοναδικού Θεού και κατ’ επέκταση των μοναρχών. Η οποία υποκατεστάθη από τις ίδιες δομές και από τους νέους ανθρώπινους Θεούς όπως π.χ. ο Λένιν ή Στάλιν.
Μας αναφέρει επίσης ότι «η μεταφυσική εξέγερση είναι το κίνημα με το οποίο ένας άνθρωπος εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση του και σ’ ολόκληρη την δημιουργία. Είναι μεταφυσική γιατί αμφισβητεί τους σκοπούς του ανθρώπου και της δημιουργίας».
Ποιοι όμως είναι οι σκοποί του ανθρώπου; Μα εκείνοι! και όχι μόνο, που πάρα κάτω θα σας προβληματίσουν. Αλλά αλήθεια! Αναρωτιέμαι! γιατί να βάζουμε σκοπούς; Και αν η δημιουργία είναι έτσι φτιαγμένη, τότε δεν είναι άδική; Για τον γράφοντα υπάρχουνε οι εξής καταστάσεις στο σόφισμα που ακολουθεί και στο οποίο θα μπορούσε να προσαρμοστεί η οποιαδήποτε παραλλαγή. Ή υπάρχει Θεός που σημαίνει πως υπάρχει και σκοπός, οπότε οποιονδήποτε σκοπό και να θέσουμε, είτε ως ανθρωπότητα είτε σαν άτομα, ένας θα είναι ο σκοπός, αυτός του Θεού. Και ο σκοπός αυτός, στα χρόνια του Χριστιανισμού, είναι η κατάκτηση του Παραδείσου.
Αν όμως υποθέσουμε ότι ο Θεός αφήνει τον άνθρωπό να επιλέγει σκοπούς, τότε δεν χρειάζεται ο Θεός. Γιατί τον υποκαθιστά ο άνθρωπος και κατασκευάζει αυτός τον δικό του παράδεισο. Αν όμως ο Θεός δοκιμάζει τον άνθρωπό ώστε να κατακτήσει ξανά τον χαμένο παράδεισο, τότε κάποια στιγμή θα πρέπει, να αρνηθεί ο άνθρωπος να γίνει πειραματόζωο.
Επίσης αν δεν υπάρχει Θεός και είμαστε όλοι τυχαίοι σαν αυτόν τον κόσμο, με μια τυχαία προσωπικότητα, τότε ματαιοπονούμε στον να βάζουμε σκοπούς. Γιατί να βάλω τον οποιοδήποτε σκοπό αφού γνωρίζω ότι μια μέρα θα πεθάνω και όλα θα χαθούν.
Ο Μαρξ παρ’ ότι αρνήθηκε την έννοια Θεός εντούτοις πιστεύει στον σκοπό και στην αιτιοκρατία. Μας λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίος αλλά προϊόν ενός φυσικού προτσές.
Ο Επίκουρος δέχτηκε την ύπαρξη των Θεών, αλλά, οι Θεοί, ούτε το Σύμπαν έφτιαξαν, ούτε τον άνθρωπο, ούτε επεμβαίνουν στα φαινόμενα της φύσης και στα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος δε, είναι τυχαίος και προϊόν της φυσικής επιλογής.
Έτσι σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι μάταιο να θέτουμε σκοπούς διότι από την εμπειρία μας οι παράδεισοι είναι μέσα στο μυαλό μας.
Το παράλογο όμως σ’ αυτήν την υπόθεση είναι μία εγγενής κατάστασή. Ένα χαρακτηριστικό το οποίο αν το αρνηθούμε, θα οδηγηθούμε στο μοιραίο, στην αυτοκτονία. Και η κατάσταση αυτή έγκειται στο ότι δεν μπορεί να ζήσει κανείς άνθρωπος χωρίς να βάζει σκοπούς. Αν δεν βάλει ο άνθρωπος έστω έναν, οι πολλούς, από τον μικρότερο και ευτελή σκοπό, μέχρι τον μεγαλύτερο, τον ποιοτικότερο. Αν δεν βάλει σκοπό, προοπτική, τότε αυτοκτονεί.
Εδώ έχουμε μία Επικούρεια θεώρηση πάνω στην ανθρώπινη θέληση. Στο ότι η ανθρώπινη θέληση επιλέγει σκοπούς. Και εμείς ως Επικούρειοι, φρονώ, πως επιλέγουμε τους ποιοτικότερους. Ως Επικούρειοι επιλέγουμε το κίνητρο της φύσης που είναι η Ηδονή.
Τώρα το φιλοσοφικό ερώτημα το οποίον γεννάτε είναι γιατί να υπάρχει αυτή η θέληση; Αυτή η εγγενής τάση; Εικάζω πως, είτε είναι ένας εξωραϊσμός του ενστίκτου της επιβίωσης, ή είτε είναι η σκέψη ενός εξελιγμένου ανώτερου εγκεφάλου.
Όσον αφορά την δημιουργία, ναι είναι όντως λάθος. Στηρίζεται πάνω στον αιματηρό ανταγωνισμό. Εδώ βρίσκει το σωστό περιεχόμενο το «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου. Διότι όσο και αρμονική και αν βλέπουμε την φύση, εν τούτοις αυτή η αρμονία στηρίζεται στο έγκλημα.
Ο άνθρωπος! αν και φύση και αυτός, με την θέληση του μπορεί να υπερβεί την φύση με βάσει τον εξελιγμένο ανώτερο εγκέφαλό του. Και αυτό το βλέπουμε πιο ξεκάθαρα σήμερα με τις επιστημονικές καινοτομίες, με τις τεχνολογικές εφαρμογές, με τις ιατρικές κατακτήσεις κ.α. Μπορεί ακόμα να μην νίκησε τον θάνατο, αλλά η παρακαταθήκη και η εμπειρία, του δίνουν μία γεύση αθανασίας. Όμως εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει και η διαστρεβλωμένη υπέρβαση της φύσης. Είναι αυτή η ρυπαρή διαστρέβλωση, που βιώνουμε καθημερινά.
Άρα λοιπόν αυτή η μεταφυσική εξέγερση στην οποία αναφέρεται ο Καμύ μπορεί άραγε να έχει συντελεστεί και να έχει στεφθεί από επιτυχία; Η απάντηση είναι Ναι.
Όμως μας λέει ο Καμύ «αφού η ποινή του θανάτου καθορίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, ο επαναστάτης ν’ αναγνωρίσει και την δύναμη που τον κάνει να ζει μ’ αυτόν τον όρο». «Ο μεταφυσικός επαναστάτης, συνεχίζει, δεν είναι οπωσδήποτε άθεος, αλλά είναι αναγκαστικά βλάσφημος». Επίσης κάνει πολύ σωστά τον παραλληλισμό του Θεού και του Αφέντη γιατί και στα δύο ο άνθρωπος είναι δούλος. «Όμως και ο δούλος και ο αφέντης βρίσκονται πραγματικά στην ίδια θέση, η εφήμερη κυριαρχία του ενός είναι το ίδιο σχετική όσο η υποταγή στον άλλον». «Γι’ αυτό ο επαναστατημένος εξεγείρεται ενάντια στον αφέντη με αποτέλεσμα την εξέγερση ενάντια στον Θεό, θέλει να μιλήσει σαν ίσος προς ίσο μ’ αυτόν»
**
Και ερχόμαστε στο άκομψο κατά την άποψη μου κεφάλαιο τα παιδιά του Κάιν όπου μέσα σ’ αυτό κριτικάρει τόσον τον Προμηθέα όσον και τον Επίκουρο.
Ναι όντως μας αναφέρει πως η μεταφυσική εξέγερση υπόβοσκε στις πρώτες θεογονίες. Μας λέει επίσης ότι ήταν και προϊόν της Ελληνικής φιλοσοφίας (Ο Προμηθέας).
Όμως εδώ θα ήθελα θα παρατηρήσω κάτι. Τόσοι Έλληνες φιλόσοφοι λέτε να μην είχανε σκεφτεί την εξέγερση ή την επανάσταση; Απλά δεν υπήρχε η ανάγκη για κάτι τέτοιο, διότι διαβίωναν μέσα στην φύση, στρεφόμενοι με μέτρο ενάντια στην ίδια τους την κακή φύση. Μπορεί οι κοινωνίες να μην ήταν τόσο αρμονικές, αλλά ήταν πιο αρμονικές από την κάθε σημερινή. Έτσι για να επιδιώξουν μια αρμονικότερη κοινωνία θα έπρεπε οι άνθρωποι να αλλάξουν προς το καλύτερο, τον εαυτό τους. Ή αν θέλετε, να τον υπερβούν.
Αλήθεια, ποιοι και γιατί συντελέσαν στην προετοιμασία, κατά την διάρκεια του διαφωτισμού, των επαναστάσεων ή των διαστροφικών, όπως μας αναφέρει, εξεγέρσεων; Επαναστάσεων και εξεγέρσεων που συντελέσθηκαν από τον 19ο έως τον 20ο αιώνα; Και όλο αυτό το αίμα που χύθηκε; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν; Γιατί άραγε δεν είμαστε ευχαριστημένοι; Και γιατί πέφτουμε από μία δικτατορία στην άλλη; Ναι οι νεότεροι φιλόσοφοί ήταν αυτοί που τις σκέφτηκαν. Αλλά μήπως οι φιλόσοφοι είτε εκούσια είτε ακούσια επηρεάστηκαν από τον Χριστιανισμό και θέλανε να επικρατήσει ο δικός τους μεσσιανισμός; Μήπως θέλανε να γκρεμίσουν αυτήν την αντιδραστική θρησκεία και με μία τάση δήθεν προοδευτισμού να εγκαθιδρύσουν την δικιά τους θρησκεία;
Ναι! και αυτά μας λέει ο Καμύ στον επαναστατημένο άνθρωπο.
**
Όμως ας κοιτάξουμε λίγο το παρελθόν. Και σας φέρνω για παράδειγμα τον Λεωνίδα και τους 300. Ναι γι’ αυτούς η ολοκλήρωση τους ήταν να πεθάνουν για την πατρίδα. Και δεν ζήτησαν να αγιοποιηθούν και ούτε κανείς μπορούσε να τους αγιοποιήσει, γιατί θα αποτελούσε ύβρη για τα Ελληνικά δεδομένα. Θα αποτελούσε ύβρη, την στιγμή που επικρατούσε το μέτρο. Το μέτρο που μας αναφέρει και ο Καμύ. Ανάλογη ενέργεια ήταν και του Σωκράτη. Και ο Σωκράτης θα μπορούσε να είχε γίνει ιδρυτής μιας Θρησκείας, ή ενός πολιτικού κινήματος της εποχής.
Αυτό που κάνει ο Κάϊν κατά τον Καμύ, είναι μεν εξέγερση ενάντια στον Θεό, αλλά είναι και ό ίδιος ο υπέρ εγωιστής άνθρωπος. Επίσης η ενέργειά του θέλει να μας δείξει, την εναντίωση στον Θεό ή στο αφεντικό. Όσο θα είσαι αφεντικό ή Θεός εγώ θα σε παραβαίνω. Το έγκλημα όμως του Κάιν παραβαίνει το μέτρο και αυτό είναι ίδιον της ανατολίτικης κοσμοθεωρίας, ή της θρησκείας της ερήμου με ηγέτη τον Ιησού.
Τον Ιησού όμως τον πλασάρανε και σαν θεάνθρωπο και σαν σωτήρα, γι’ αυτό πήρε τις διαστάσεις που κακώς πήρε. Στηριζόμενος σ’ αυτόν μας μίλησε για δύο επίπλαστα και ασταθή συναισθήματα, όπως την ελπίδα και την αγάπη.
Αλλά ας επανέλθουμε στην δικιά μας θεογονία με την μεταφυσική επανάσταση του Προμηθέα όπως την αναφέρει ο Καμύ και η οποία δεν παρέβη το μέτρο. Με βάση τον Αισχύλο που «τον βάζει να φωνάζει το μίσος του ενάντια σ’ όλους του θεούς και βυθίζοντάς τον σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα μοιραίας απελπισίας . Τον προσφέρει στις αστραπές και τους κεραυνούς να τον αποτελειώσουν και αναφωνεί ο Προμηθέας. Αχ βλέπετε τι αδικία υπομένω»;
Πόσοι και πόσοι, είτε ανάπηροι, είτε φτωχοί, είτε ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας, είτε άτομα με οποιοδήποτε κουσούρι δεν το έχουν πει αυτό;
Καταλήγει δε ο Καμύ ότι στο τελευταίο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου ο Προμηθέας πυρφόρος «αναγγέλλεται η βασιλεία του συγχωρεμένου επαναστάτη». «Ναι, λέει, οι Έλληνες δεν νοθεύουν τίποτα. Στα πιο ακραία τολμήματα τους έμεναν πιστοί στο μέτρο που το είχαν θεοποιήσει» και ως εκ τούτου «Η εξέγερση του Προμηθέα, μας αναφέρει, δεν στρέφεται ενάντια σ’ όλη την δημιουργία αλλά ενάντια στον Δία και στους άλλους Θεούς και που οι ημέρες τους είναι μετρημένες». Προσθέτει πως «πρόκειται για μια ιδιωτική υπόθεση, μια αμφισβήτηση για το καλό και όχι για μια πάλη του καλού και του κακού στον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στην φύση στην οποία ένοιωθαν να μετέχουν (οι Έλληνες). Αν εξεγερθούν ενάντια στην φύση είναι μία εξέγερση ενάντια στον εαυτό τους. Είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο». Είναι το έγκλημα του Καιν ενάντια στον αδελφό του.
Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και μία ακόμα από τις θεμελιώδεις διαφορές του Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό. Ότι δηλαδή, όπως τουλάχιστον πρεσβεύει ο Χριστιανισμός, ο άνθρωπος είναι ανώτερος από την φύση. Το αυξάνεσθε και πληθήνατε και κατακυριεύσατε την Γη δίδει όντως ποικίλες ερμηνείες ιδιαίτερα στον μολυσμένο και άμετρο κόσμο μας.
Διότι απ’ ότι μας αναφέρει και συμφωνώ και εγώ , «ότι δεν υπήρχαν οι άνθρωποι από την μια και οι Θεοί από την άλλη (στους Έλληνες). Η ιδέα της αθωότητας σε αντίθεση με την ενοχή, η πάλη του κακού και του καλού ήταν στους Έλληνες άγνωστα. Μέσα στο σύμπαν τους υπάρχουν περισσότερο σφάλματα παρά εγκλήματα. Το μόνο έγκλημα που υπάρχει είναι το ξεπέρασμα του μέτρου. Στον Χριστιανικό κόσμο δεν υπάρχουν σφάλματα αλλά εγκλήματα και το φοβερότερο απ’ αυτό, είναι το μέτρο. Οι Έλληνες δεν θεώρησαν ποτέ την σκέψη , και αυτό υποβιβάζει τον Χριστιανικό μας κόσμο, ένα αποκομμένο από τον κόσμο χώρο». Γι’ αυτό όπως αναφέραμε, η ιστορία της εξέγερσης στον δυτικό κόσμο δεν ξεχωρίζει από την ιστορία του Χριστιανισμού.
**
Και ερχόμαστε στο προκείμενο. Δηλαδή στον Επίκουρο του Καμύ.
«Η φοβερή θλίψη, λέει, του Επίκουρου βγάζει ένα νέο ήχο. Γεννιέται αναμφίβολα από το άγχος του θανάτου. Μπορούμε να εξασφαλιστούμε ενάντια σ’ όλων των λογιών τα πράγματα αλλά όσο για τον θάνατο μένουμε όλοι σαν τους κατοίκους μιας κυριευμένης ακρόπολης.»
«Ο Λουκρήτιος αναφέρει πως η ουσία αυτού του ευρύχωρου κόσμου είναι μόνο ο θάνατος, η καταστροφή. Γιατί λοιπόν να αναβάλει κανείς την απόλαυση για αργότερα»;
«Έτσι ο Επίκουρος μας λέει ότι ξοδεύουμε την ζωή μας και πεθαίνουμε με πόνο. Πρέπει λοιπόν να απολαμβάνουμε». «Αλλά σχολιάζει ο Καμύ τι παράξενη απόλαυση; Έρχεται με το να εθελοτυφλούμε μπροστά στα τείχη της ακρόπολης, με το να εξασφαλίζουμε νερό και ψωμί μέσα στην σιωπηλή σκιά». Και παρά κάτω αναφέρει τον προβληματισμό του Επίκουρου «μήπως ο θάνατος είναι το μηδέν; και απαντάει ο Επίκουρος στον εαυτό του. Όχι γιατί όλα είναι ύλη σ’ αυτόν τον κόσμο και ο θάνατος σημαίνει επιστροφή στο στοιχείο». Και μας προσθέτει ο Καμύ «πως η παράξενη ηδονή που μας μιλάει ο Επίκουρος είναι κυρίως η απουσία του πόνου. Είναι, μας αναφέρει, η ευτυχία της πέτρας».
Εδώ θα μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τον Καμύ: διότι η πέτρα δεν σκέπτεται, δεν δρα, δεν ερωτεύεται, δεν τρώει, δεν ζει τις χαρές της ζωής γιατί απλούστατα δεν έχει ζωή. Ζωή που εξύμνησε ο Επίκουρος όσο κανένας άλλος φιλόσοφος.
Το να ζεις σαν Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους είναι μία υπέρβαση. Είναι μία υπέρβαση της φύσης. Είναι ενάντια στην φύση του ανθρώπου. Είναι η εξαίρεση που μπορεί να γίνει ο κανόνας. Δηλαδή είναι η αντιμετώπιση των παθών του ανθρώπου. Τα πάθη και την υπέρβασή τους: και αυτό δεν μπορεί να τα έχει αντικειμενικά μία πέτρα.
Μας λέει παρακάτω ότι σκοτώνει ο Επίκουρος την ευαισθησία. Και διασαφηνίζει, μια σειρά πιο κάτω, ότι εννοεί την Ελπίδα. Και προσθέτει πως αυτό που λέει ο Έλληνας φιλόσοφος για τους Θεούς δεν είναι τίποτε άλλο από το «ότι όλη η δυστυχία των ανθρώπων έρχεται από την ελπίδα που τους βγάζει από την σιωπή της ακρόπολης και τους στήνει στις επάλξεις να προσμένουν την σωτηρία».
Ναι σωστά τα λέει ο Επίκουρος όσο και να τα κριτικάρει ο Καμύ. Προφανώς η ακρόπολη είναι ο κήπος του Επίκουρου. Ένας δημιουργικός κήπος με ζωντανές υπάρξεις όπου σκέφτονται τα άτομα, φιλοσοφούν, δρουν και δεν υπάρχει σιωπή. Και όσον αφορά την ελπίδα αυτή ήταν ξένη όχι μόνο για τους Επικούρειους αλλά και για τους περισσότερους από τους Έλληνες. Διότι οι Έλληνες θεωρούσαν τον πάνω κόσμο ότι ήταν καλύτερος σε σχέση με τον κάτω κόσμο. Την ελπίδα αυτό το ασταθές συναίσθημα ,όπως ειπώθηκε, μας το έφερε ο Χριστιανισμός . Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Λεωνίδας και οι 300, για παράδειγμα, ενώ γνώριζαν ότι θα πεθάνουν έφτασαν στην ολοκλήρωση τους πεθαίνοντας για ένα ιδανικό χωρίς να περιμένουν τίποτα από τους Θεούς. Ή το ότι θα οδηγηθούν σε μία ουτοπική περιοχή. Αυτή είναι και η ολοκλήρωση του ατόμου. Και αυτός θα πρέπει να είναι και ο σκοπός του. Ένας υπερβατικός σκοπός. Δηλαδή να δώσει μία ανώτερη προοπτική στο υπαρξιακό του πρόβλημα, στην μοναξιά του. Ενώ οι χριστιανοί δίνουν την ζωή τους προσμένοντας ότι θα πάνε σ’ ένα αβέβαιο παράδεισο. Σ’ έναν παράδεισο που κανείς δεν έχει δει και κανείς δεν έχει περιγράψει. Σ’ έναν παράδεισο που έγινε από τον Θεό χωρίς να ρωτηθεί το άτομο αν του αρέσει.
Το λεχθέν του Επίκουρου δηλαδή το να ζεις σαν θεός ανάμεσα στους ανθρώπους το έχει 
πάρει όχι τόσο κομψά ο Καμύ. Λέει πως «δεν αρνιέται του Θεούς ο Επίκουρος. αλλά τους απομακρύνει τόσο έντονα και οριστικά που η ψυχή δεν έχει άλλη διέξοδο παρά να κλειστεί πάλι στα τείχη. Οι Θεοί δεν έχουν καθόλου έννοιες ούτε προκαλούν τέτοιες σε κανέναν». Αλλά μας αναφέρει πως «Θεοί χωρίς ανταμοιβές και τιμωρίες είναι κουφοί θεοί». Και έπειτα προσθέτει ότι προσπαθεί ο Επίκουρος «να υψώσει τείχη γύρω από τον άνθρωπο, να ξανακλείσει τις πύλες της ακρόπολης και να πνίξει ανελέητα την ακαταμάχητη κραυγή της ανθρώπινης ελπίδας».
Αχ αλήθεια δεν είναι ανοησία να ζεις μια ζωή με απαγορεύσεις, πόνο και στέρηση για να μην χάσεις την κλήση ενός δικτάτορα Θεού που θέλει να σ’ έχει του χεριού του; Να σ’ έχει υποχείριο τόσον στην παρούσα όσο και στην υποτιθέμενη άλλη ζωή; Ας είμαστε ρεαλιστές και ας μην γεμίζουμε το μυαλό μας με φρούδες και ανόητες ελπίδες. Ναι σωστά τα λέει ο Επίκουρος, που αναφέρει κριτικάροντας τα λόγια του ο Καμύ. «Ξεγέλασα τις παγίδες σου ω μοίρα, έκλεισα όλους τους δρόμους απ’ όπου μπορούσες να με φτάσεις. Δεν θ’ αφεθούμε να νικηθούμε ούτε από εσένα ούτε από καμιά κακιά δύναμη. Και όταν η ώρα της αναπόφευκτης αναχώρησης θα σημάνει, η περιφρόνησή μας για κείνους που αγκιστρώνονται μάταια στην ύπαρξη θα ξεσπάσει στο ωραίο τραγούδι. Ω πόσο άξια ζήσαμε».
**
Τόσον ο Επίκουρος όσο και ο Λουκρήτιος μας λέει ο Καμύ αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι
«τα άτομα δεν ενώνονται μόνα τους σ’ ομάδες και αντί να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου νόμου στο πεπρωμένο που θέλει να αρνιέται, δέχεται μια τυχαία κίνηση που σύμφωνα μ’ αυτήν τα άτομα συναντιόνται και χωρίζουν. Δηλαδή αποσπάει τον άνθρωπο από το πεπρωμένο και τον αφήνει στην τύχη».
Μα η μη ύπαρξη του πεπρωμένου είναι το μεγαλείο μας και όσον αφορά την τύχη ταυτίζεται με την μοίρα που ελέχθει ανωτέρω.
Ωστόσο δεν νομίζω πως στο θέμα τύχης έχει δίκιο ο Καμύ. Νομίζω πως ο Επίκουρος δεν αφήνει τον άνθρωπο στην τύχη. Η άρνηση του πεπρωμένου, της ειμαρμένης και την τελεολογίας, εκ μέρους του, που εκφράζεται με την τυχαία κίνηση των ατόμων, θέλει να αναδείξει την βουλητική, όπως ειπώθηκε, ικανότητα του Ανθρώπου
Και ο Λουκρήτιος, συνεχίζει ο Καμύ, ένεκα του μίσους του για το πεπρωμένο και τον θάνατο λέει ότι τα μόρια, για να δώσουν την ύπαρξη, ενώνονται από σύμπτωση και όπου από σύμπτωση η ύπαρξη διαλύεται σε άτομα. Η τυφλή ακρόπολη τότε γίνεται ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Moenia Mundi, τα τείχη του κόσμου. Σ’ αυτό το σημείο βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματα σας.
**
Μας αναφέρει παρά κάτω πως «η μεγάλη υπόθεση δεν είναι η αποσιώπηση της ελπίδας αλλά ο ασκητισμός του Επίκουρου που δονείται και κορυφώνεται συχνά με κατάρες». «Το έλεος για τον Λουκρήτιο, προσθέτει, είναι να μπορεί να κοιτάζει τα πάντα μ’ ένα πνεύμα που δεν ταράζεται με τίποτα».
Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι κάπως αδικεί τον Επίκουρο ο Καμύ. Τόσον η ιδεολογία του όσο και η πρακτική του δεν ήταν ασκητική. Και το λάθε βιώσας δεν έχει καμιά σχέση με την ασκητική, αλλά με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Της κάθε εποχής που δεν επικρατεί η άμεση Δημοκρατία.
Και το έλεος που αναφέρθηκε είναι ένα συναίσθημα, του ανώτερου προς τον κατώτερο, γι’ αυτό ο Λουκρήτιος μπορεί να το βλέπει μ’ αυτό το πνεύμα. Όμως άλλο το έλεος και άλλο η βοήθεια και η στοργή, που πρακτικά αποδεικνύεται με την ανατροφή εκ μέρους του Επίκουρου των παιδιών του Μητρόδωρου.
«Το ίδιο πνεύμα μας λέει ο Καμύ τρέμει από την αδικία που γίνεται στον άνθρωπο εκ μέρους του Θεού. Ο Λουκρήτιος στο θαυμάσιο ποίημα του αναφέρεται στο πρώτο έγκλημα της θρησκείας που ήταν η Ιφιγένεια και η δολοφονία της αθωότητάς της». Όπως το κάνει και ο υπογράφων στο βιβλίο του, τα «Πάντα εν Σοφία Εποίησας; «Και ο Επίκουρος με έναν μαχητικό συλλογισμό λέει, γιατί το κακό θα πρέπει να τιμωρείται, αφού τώρα βλέπουμε ότι το καλό δεν αμείβεται»; Και συμπληρώνει ο Καμύ ότι
«ο άνθρωπος του Λουκρήτιου αρνιέται τους ανάξιους και εγκληματίες Θεούς για να πάρει ο ίδιος την θέση τους. Βγαίνει από το οχυρωμένο στρατόπεδο και αρχίζει τις πρώτες επιθέσεις ενάντια στην θεότητα και στ’ όνομα του ανθρώπινου πόνου».
Είναι το ίδιο που κάνω και εγώ. Αν ήμουν Θεός θα έφτιαχνα τον κόσμο καλύτερο, η μην τολμήσεις να στήσεις δικαστήριο γιατί θα σε δικάσω εγώ ω Θεέ. Ναι τα πάντα όχι εν σοφία, αλλά εν ανοησία εποίησας.
«Στον Λουκρήτιο το έγκλημα του ανθρώπου είναι απάντηση στο Θείο έγκλημα». «Και δεν είναι τυχαίο που το ποίημα του Λουκρήτιου, μας αναφέρει ο Καμύ, τελειώνει με μια θαυμαστή εικόνα βωμών των Θεών γεμάτο από πτώματα που κατηγορούν τους θεούς για τον λοιμό των Αθηνών».
Και πάλι αδικεί τον Λουκρήτιο ο Καμύ. Διότι εντάξει ο Θεός ή οι Θεοί κάνουν εγκλήματα που όλοι μας τα γνωρίζουμε, αν φυσικά επεμβαίνουνε στα ανθρώπινα. Όμως είμαι σίγουρος τώρα πια, όπως ήταν και ο Επίκουρος, πως δεν παρεμβαίνουν. Όμως από την άλλη, θα πρέπει και ο άνθρωπος να ακολουθήσει την ίδια τακτική; Εκτός αν έγκλημα θεωρείτε η κριτική, της υποτιθέμενης παρέμβασης των Θεών. Των Θεών εκείνων που εμπιστεύονται οι πολλοί. Διότι όπως είπε ο Επίκουρος σε μία δόξα του. 
Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν δέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά εκείνος που προσδίδει στους Θεούς ιδιότητες σύμφωνα με τις γνώμες των πολλών.
***
Μπάμπης Πατζόγλου
(Επίκουρος)
www.o-klooun.com

Νονοι και δωρα (ιδεες)

  Ένα από τα πιο σημαντικά  δώρα  που πρέπει να κάνετε στα βαφτιστήρια σας είναι η πασχαλινή λαμπάδα. Συμβολίζει την Ανάσταση του Κυρίου, τη...