Στις 12 Οκτωβρίου, το κίνημα “March against Monsanto” οργανώνει τη δεύτερη παγκόσμια κινητοποίησή του ενάντια στην πλέον αμφιλεγόμενη πολυεθνική, με συγκεντρώσεις σε 52 χώρες και περισσότερες από 500 πόλεις. Με αφορμή τις μαζικές αυτές διαδηλώσεις, θυμόμαστε την έρευνα του ΤΡΡ για τον κολοσσό της βιοτεχνολογίας.
Δεν γίνονται όμως μόνο σήμερα συγκεντρώσεις εναντίων της Monsanto. Στις 25 Μαΐου, περίπου 2 εκατ. άνθρωποι διαδήλωσαν ενάντια στον κολοσσό της βιοτεχνολογίας, Monsanto, κυρίαρχης δύναμης στην παγκόσμια παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων. Η πολυεθνική, εδώ και δεκαετίες, εξαντλείται σε πλήθος ανίερων πρακτικών, έχει εμπλακεί σε αναρίθμητες δικαστικές διαμάχες, ενώ παράλληλα απολαμβάνει ισχυρή προστασία από την αμερικάνικη δικαστική και πολιτική ελίτ.
Οι διαδηλώσεις έλαβαν χώρα σε 436 πόλεις και 52 χώρες, με τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές των ΗΠΑ να πρωτοστατούν, αφού στη χώρα δεν είναι υποχρεωτική η σήμανση των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων (με τις μεταλλαγμένες πρώτες ύλες να κυριαρχούν στην αγορά), την ίδια στιγμή που οι αμερικάνοι καλλιεργητές δέχονται σκληρές πιέσεις να παραμείνουν πιστοί στις εντολές της Monsanto με την απειλή ποινικών διώξεων.
Τον Ιούλιο το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ τάχθηκε υπέρ της Monsanto σε δικαστική διαμάχη της με 75χρονο γεωργό, τον οποίο και έκρινε ένοχο για παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας της πολυεθνικής. O Vernon Bowman καλείται πλέον να αποζημιώσει την εταιρεία, καθώς χρησιμοποίησε σπόρους της χωρίς να καταβάλει αντίτιμο στην ίδια , αλλά σε τρίτο πωλητή, ενώ παράλληλα τους χρησιμοποίησε δεύτερη φορά χωρίς την άδεια του παραγωγού, αναπαράγοντάς τους. Δημιουργώντας δεδικασμένο για πλήθος μικροκαλλιεργητών, πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική δικαστική απόφαση, που έγινε στόχος σφοδρής κριτικής.
Αντίθετα με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, ο πρόεδρος Ομπάμπα τον περασμένο μήνα είχε υπογράψει διάταξη στα πλαίσια προσωρινού νομοσχεδίου δαπανών, με την όποια οριζόταν πως (τουλάχιστον για το επόμενο εξάμηνο) δεν μπορεί να απαγορευτεί καμία γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια από τα ομοσπονδιακά δικαστήρια, ακόμη και αν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή είναι επιβλαβής για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η ψήφιση της διάταξης, γνωστής πλέον ως Νόμος Προστασίας της Monsanto (Monsanto Protection Law), προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς υπόσχεται νομική ασυλία στους φορείς βιοτεχνολογίας που πειραματίζονται με γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα. Διαρροές ήθελαν την διάταξη να μπαίνει προς ψήφιση « στα κρυφά» την τελευταία στιγμή, με πολλούς γερουσιαστές να μην γνωρίζουν καν την ύπαρξή της.
Εδώ παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες “υψηλού ρίσκου” της Monsanto από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Βιοτεχνολογία και Μονοπώλιο
Το 2009 το 50% των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Monsanto αφορούσαν την γραμμή παραγωγής προϊόντων Roundup, καθώς εκτός από το ζιζανιοκτόνο, η εταιρεία προχώρησε στην παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων, ανθεκτικών στο γλυφοσικό οξύ, με την εμπορική ονομασία, Roundup Ready.
Σύμφωνα με τη Monsanto, η συνδυαστική χρήση των σπόρων με το αντίστοιχο ζιζανιοκτόνο επιτρέπει στους καλλιεργητές να σπείρουν, χωρίς να διατηρήσουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των φυτών, μεγιστοποιώντας την απόδοση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σήμερα στις ΗΠΑ το 90% της καλλιέργειας αραβοσίτου, σόγιας, βαμβακιού, ζαχαρότευτλων και ελαιοκράμβης(canola) είναι ανθεκτική στο γλυφοσικό οξύ και επομένως έχει υποστεί γενετική μετάλλαξη.
Στο παρελθόν, η Monsanto είχε εκφράσει την πρόθεση της να διαθέσει για εμπορικούς σκοπούς γενετικά τροποποιούμενους σπόρους περιορισμένης χρήσης (terminator seeds). Πρόκειται για «στείρους» σπόρους, που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην επόμενη σπορά, απειλώντας να καταστρέψουν τα μέσα συντήρησης και τις καλλιέργειες περισσότερων από 1,4 δις ανθρώπων, αλλά και την ίδια τη βιοποικιλότητα. Το 1999 η Monsanto δεσμεύτηκε να μην προχωρήσει στην εμπορική διάθεση τέτοιων σπόρων, λόγω των έντονων αντιδράσεων που ξέσπασαν, δέσμευση που ισχυρίζεται πως τηρεί μέχρι σήμερα.
Και αν η Monsanto δεν κατόρθωσε ακόμη να επιβάλλει τη χρήση της τεχνολογίας καταστροφής, ωστόσο οι πρακτικές που χρησιμοποιεί και το επιθετικό προφίλ που έχει υιοθετήσει στις δικαστικές διαμάχες της, επιβεβαιώνουν πως η στόχευσή της παραμένει σταθερή. Η εταιρεία κατοχυρώνει και ανανεώνει διαρκώς (ήδη κατοχυρωμένες) πατέντες γενετικά τροποποιημένων σπόρων, που εμφανίζουν φυσική αντίσταση σε ιούς και ζιζανιοκτόνα, αξιώνοντας, παράλληλα, την αποζημίωση της οποτεδήποτε γίνεται χρήση της τεχνολογίας της. Η καλλιέργεια της γης δεν υπακούει πλέον αποκλειστικά στους νόμους της φύσης.
Κάπως έτσι αφενός ορισμένα είδη, όπως το ινδικό πεπόνι (δηλωμένο στην παγκόσμια τράπεζα σπόρων ως παραδοσιακό ινδικό προϊόν), θεωρούνται πλέον ιδιοκτησία της Monsanto, αφετέρου οι καλλιεργητές υπογράφουν συμβόλαια με την εταιρεία, τα οποία τους δεσμεύουν και για τις μελλοντικές σπορές τους. Οι αγοραστές των σπόρων καλούνται να τους χρησιμοποιούν μία και μόνο φορά, καθώς ο σπόρος που προκύπτει μετά την πρώτη σπορά, θεωρείται και πάλι ιδιοκτησία της Monsanto, όπως άλλωστε και ο σπόρος ενός φυτού, στο όποιο έχει γίνει χρήση λιπάσματός της.
Δικαστικές Διαμάχες
Σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, μέχρι το 1997, είχε μηνύσει μόλις 145 ιδιωτικές αμερικανικές φάρμες (από τις 250.000), με μόλις 11 υποθέσεις να εκδικάζονται τελικά, και τη Monsanto να δικαιώνεται σε όλες.
Σε έκθεση του Κέντρου για τη Διατροφική Ασφάλεια το 2005, ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζεται είναι κάπως διαφορετική. Μετά από εκτεταμένες έρευνες και πολυάριθμες συνεντεύξεις με αγρότες και δικηγόρους, το Κέντρο για τη Διατροφική Ασφάλεια, είχε αποκαλύψει πως η Monsanto έχει προχωρήσει στη χρήση σκληρών ανακρίσεων και ανηλεών διώξεων, που άλλαξαν ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο πολλοί αμερικανοί αγρότες καλλιεργούσαν τη γη τους.
Το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ποσό που έχει λάβει μέχρι σήμερα η Monsanto με απόφαση δικαστηρίου ανέρχεται στα 3.052.800 $, με τα συνολικά καταγεγραμμένα ποσά που έχει λάβει η Monsanto να ανέρχονται σε 15.253.602,82 $. Να σημειωθεί πως η πολυεθνική έχει μηνύσει καλλιεργητή, του οποίου η σοδειά είχε επιμολυνθεί από τη γύρη ή τον σπόρο μεταλλαγμένης καλλιέργειας άλλου αγρότη.
Στον αναπτυσσόμενο κόσμο
Εκτός από τις πατέντες και τους αυστηρούς όρους χρήσης των προϊόντων της, η Monsanto επιχειρεί να μονοπωλήσει την αγορά τροφίμων και με έναν ακόμη τρόπο. Υποσχόμενη βελτίωση των όρων παραγωγής και αποδοτικότητας των αγροτών σε αναπτυσσόμενες χώρες που αντιμετωπίζουν επισιτιστικό πρόβλημα, όπως είναι η Ινδία και διάφορες αφρικανικές χώρες, η Monsanto επιχειρεί να επιβληθεί στις τοπικές αγορές, προσφέροντας απλόχερα τις υπηρεσίες της. Στην πρωτοβουλία της αυτή θα βρει αρωγούς τόσο την αμερικάνικη κυβέρνηση, όσο και τους τοπικούς κρατικούς φορείς.
Το παράδειγμα της Ινδίας, της 3ης μεγαλύτερης βαμβακοπαραγωγού χώρας παγκοσμίως, είναι χαρακτηριστικό. Παρά τις υποσχέσεις της Monsanto για βελτίωση της παραγωγικότητας των ινδών αγροτών, η χρήση μεταλλαγμένου σπόρου βαμβακιού επέφερε σύντομα προσβολή των φυτών από άλλες ασθένειες, αναγκάζοντας τους καλλιεργητές να προχωρήσουν άμεσα σε ψεκασμούς. Η υπερχρέωση των ινδών αγροτών, οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια από τις τράπεζες για την αγορά των ακριβών και θαυματουργών σπόρων, σε συνδυασμό με την περιορισμένη αποδοτικότητά τους, έχει συνδεθεί επανειλημμένα με χιλιάδες αυτοκτονίες. (Αντιπροσωπευτικά στοιχεία από την ινδική πολιτεία, Άντρα Πραντές, εδώ)
Αντίστοιχη ήταν η αποτυχία και διαφόρων τύπου καλλιέργειας στην Αφρική, με παράδειγμα τη γενετικά τροποποιημένη γλυκοπατάτα στην Κένυα. Η Monsanto δεν παραδέχτηκε ποτέ την αποτυχία των καλλιεργειών, ούτε αποζημίωσε ποτέ τους αγρότες. (Περισσότερα στοιχεία εδώ)
Καταδικαστικές αποφάσεις
Τον Ιανουάριο του 2005, η Monsanto αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο 1,5 εκατ. $ στην αμερικανική κυβέρνηση, για δωροδοκία προς αξιωματούχους της Ινδονησίας, που αποσκοπούσε στην αποφυγή ελέγχων σε νέες γενετικά μεταλλαγμένες καλλιέργειες βαμβακιού. Η Monsanto παραδέχτηκε ακόμη ότι είχε πληρώσει πάνω από 700.000 $ για δωροδοκίες προς διάφορους αξιωματούχους της Ινδονησίας μεταξύ του 1997 και του 2002, που προέρχονταν από τις πωλήσεις των εντομοκτόνων της στην Ινδονησία, πωλήσεις για τις οποίες είχε δώσει αλλοιωμένα στοιχεία.
Τον Ιούνιο του 2005, γερμανικό δικαστήριο διέταξε τη Monsanto να αποκαλύψει δημόσια έκθεση 1000 σελίδων, η οποία αφορούσε εργαστηριακές έρευνες σε αρουραίους που είχαν καταναλώσει μεταλλαγμένο καλαμπόκι της εταιρείας (ΜΟΝ863) και επιβεβαίωνε ανησυχίες για τις επιπτώσεις του στην υγεία των τρωκτικών. Η Monsanto προσπάθησε σθεναρά να αποφύγει τη δημοσίευσή της.
To Φεβρουάριο του 2012, γαλλικό δικαστήριο καταδίκασε τη Monsanto για τη δηλητηρίαση αγρότη το 2004, που προκλήθηκε από τη χρήση του ζιζανιοκτόνου Lasso (εμπορική ονομασία της Monsanto για την ουσία Alachlor). Ο αγρότης παρουσίασε μόνιμες νευρολογικές βλάβες μετά τη χρήση του σκευάσματος, αν και η παραγωγός εταιρεία δεν προειδοποίησε ποτέ για τέτοιες ανεπιθύμητες ενέργειες. Πρόκειται για την πρώτη καταδικαστική απόφαση εις βάρος κατασκευαστή φυτοφαρμάκων, ενώ από το 2007 το Lasso έχει απαγορευθεί σε ολόκληρη την ΕΕ. Το ζιζανιοκτόνο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στις ΗΠΑ.
Η Monsanto έχει καταδικαστεί πολλές φορές και σε διαφορετικές χώρες (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Βραζιλία) για ψευδή διαφήμιση, δημοσιοποίηση ψευδών και μη τεκμηριωμένων επιστημονικών ισχυρισμών και παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης. Μία από τις περιπτώσεις αφορούσε το γλυφοσικό οξύ του Roundup, που παρουσιαζόταν ως βιοδιασπώμενο και τόσο ασφαλές όσο το μαγειρικό αλάτι.
Συχνές είναι ακόμη οι καταγγελίες αναφορικά με την αξιοπιστία των ερευνών που επιβεβαιώνουν πως η χρήση των μεταλλαγμένων είναι απόλυτα ασφαλής. Στο παρελθόν έχουν σημειωθεί συγεκριμένα περιστατικά, στα οποία έχει εξακριβωθεί η μίσθωση, εκ μέρους της Monsanto, επιστημόνων για την αλλοίωση αποτελεσμάτων ερευνών.
Μυρτώ Αρετάκη
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου