Κάποτε ήταν πριγκίπισσα. Τώρα της άρεσαν τα παραμύθια και οι συλλογές.
Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε την φωτιά στα φτερά τους. Τινάσσονταν για μια φορά ακόμα. Μετά. Έβγαζε το καπάκι από το βάζο και το γύριζε ανάποδα. Παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες, τις έπιανε με τα δάχτυλα και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Σαν κιμωλίες που αφήνουν πίσω τους φωσφορίζουσες γραμμές.
Τα παραμύθια που τής άρεσε να σκαρώνει ήταν από εκείνα που δεν λέγονταν. Τα σεντούκια τους έκρυβαν βαθιά απαγορευμένα μυστικά. Αν τα έβγαζες έξω σε έτρωγαν. Π.χ. ένας όμορφος άντρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά τον γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μη μπορεί να κρεμαστεί»
Χάρη στα παραμύθια και στις συλλογές της, την πλησίαζαν πολλοί περίεργοι. Αφού τους βασάνιζε, με όλους τους άγριους τρόπους που ήξερε από την πριγκιπική της θητεία, τους διαμέλιζε και τους έκρυβε στα σεντούκια. Μόνο κάποια αθώα μέλη τους άφηνε σε κοινή θέα στον τοίχο μαζί με τα έντομα: μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι. Μετά. Καθόταν ημίγυμνη στον καναπέ και κάπνιζε κοιτάζοντας τα όλα ήσυχη. Όποιον καταλάβαινε τι σήμαινε μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι, θα τον παντρευόταν και θα του χάριζε το παλιό της βασίλειο. Το είχε αποφασίσει.
[Μικρό Μυστικό Ποιητικής] Της Άννας Αφεντουλίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου