Το μελό είναι νοοτροπία. Είναι αντίληψη, στάση ζωής, μίασμα που το κουβαλάς όπου πας, σε κάθε ξεπέτα, σε κάθε γνωριμία, σε κάθε σύντροφο. Δε λύνεται με δυο ξενύχτια, δεν παραγράφεται με δυο όρκους στο όνομα της δυναμικής και της αξιοπρέπειας, δεν αρκούν τρία σφηνάκια τεκίλα για να το ξεράσεις. Το φορτώνεις στις πλάτες σου και όταν θες να ξαποστάσεις για λίγο, το φορτώνεις στις πλάτες των άλλων. Άπαξ και η κλάψα ρέει στις φλέβες σου, δε σε σώζει ούτε ολική αιμοκάθαρση. Κι όλη αυτή την αυτολύπηση, τη μίρλα, τη θυματοποίηση, τη διαιωνίζεις εις τους αιώνας των αιώνων, προκαλώντας σε σένα μοναξιές κι αυτοεκπληρούμενες προφητείες και στους γύρω σου ανυπόφορη ανία. Πάνω απ’όλα όμως το μελό είναι ντεκαυλέ. Κυκλοφορούν φήμες ότι συναντάται κυρίως σε γυναίκες· και οι φήμες ευσταθούν. Ωστόσο όπως όλα τα προνόμια, έτσι κι αυτό, δεν αποτελεί αποκλειστικότητα. Και όπως οι περισσότερες εξαιρέσεις, όταν τύχει και πετύχεις άντρα που γουστάρει να κλαίγεται, είναι τρισχειρότερος κι απ’τη μεγαλύτερη drama queen. Το μελό σου θολώνει την αντίληψη για τη ζωή. Σα να εξετάζεις τα πάντα μέσα από ενα καλειδοσκοπικό πρίσμα, με τις σκουρότερες αποχρώσεις. Δε σε ενοχλεί το μαύρο, δεν το ‘χεις απλώς συνηθίσει, έχεις εθιστεί. Δε θες να βγεις απ’τη μιζέρια σου. Αν τύχει και τα πράγματα πάνε καλά, τα χάνεις, δεν μπορείς να το διαχειριστείς. Τρέμεις μη στραβώσουν ξανά. Ηδονίζεσαι μέσα στον πόνο. Ωθείς τις καταστάσεις στα άκρα, επίτηδες, μόνο και μόνο για να θρέψεις κι άλλο το μικρόβιο, να γιγαντωθεί, να σε φάει ολόκληρο. Στο όνομά του έχουν καταστραφεί σχέσεις, τέχνες, μυαλά ολόκληρα. Το βαφτίζεις ευαισθησία και ρομαντισμό. Έχεις μπερδέψει τα ιδανικά με τη γραφικότητα. Γράφεις για πατώματα, πρίγκιπες, τασάκια και ηλιοβασιλέματα και βαθιά μέσα σου πιστεύεις ότι όντως πρωτοτυπείς. Μερακλώνεις με Χαρούλη και Μάλαμα, εκλιπαρείς για προσοχή με τους λυγμούς σου, τηλεφωνείς σε κολλητούς ξημερώματα επειδή το έτερον ήμισυ δε σου ανταπάντησε «κι εγώ» στο σ’αγαπώ. Το μελό σε αποδυναμώνει. Μπαίνεις στις πάσης φύσεως μάχες, με προκαθορισμένη την ήττα σου· κι όντως τις περισσότερες φορές αποτυγχάνεις. Αν κατ’εξαίρεση, επιτύχεις, το ερμηνεύεις ως μια ανεξήγητη γουρλίδικη δύναμη ή αλλιώς κοινή «τύχη». Νιώθεις φευγάτα τυχερός μέσα στη γενικότερη ατυχία σου· γιατί, μην ξεχνιόμαστε, σαφώς και θεωρείς πως η ζωή γενικώς σε έχει αδικήσει. Δε φταις ποτέ και για τίποτα. Πιστεύεις σε Θεούς, δαίμονες, μάγισσες ή νεράιδες, απλώς για να κάνεις μια οποιαδήποτε μετάθεση ευθυνών. Θα μπορούσες να πιστεύεις ακόμη και στην μυστήρια κόκκινη μπανάνα, αρκεί να μην μπεις σε διαδικασία αυτοκριτικής. Παραδόξως όμως, αν τύχει και κάποιος σου επισημάνει λάθος χειρισμούς σου, είσαι ικανός να μπεις σε ένα εντυπωσιακό θέατρο παραλόγου, που θα περιλαμβάνει αυτομαστίγωμα, κλάματα κι υποσχέσεις αλλαγής. Τα ξεχνάς το επόμενο λεπτό που θα αλλάξει η κουβέντα. Το case σου, είναι lost case, όχι μόνο γιατί οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα βαριούνται να βρίσκονται γύρω σου, αλλά και γιατί εσύ ο ίδιος βαριέσαι τον εαυτό σου. Γι’αυτό και ψάχνεις το ενδιαφέρον, το διαφορετικό, μέσα από εναλλασόμενους κομπάρσους που έρχονται και παρέρχονται από τη ζωή, το σπίτι ή το κρεβάτι σου. Δεν έχεις τερματικούς σταθμούς, μόνο ανταποκρίσεως. Οι σχέσεις σου έχουν πανομοιότυπη εξέλιξη και φινάλε· κι αυτό δε συμβαίνει μόνο γιατί, όπως θα μας έλεγε κι ένας ψυχολόγος, επιλέγεις συντρόφους με κοινά γνωρίσματα. Συμβαίνει και γιατί εσύ χτίζεις τη συμπεριφορά τους, απέναντί σου. Αν όλοι σε ξεζούμισαν, σε απάτησαν ή σε πλήγωσαν εξαφανιζόμενοι εν μία νυχτί· κι αν όλο αυτό δεν ήταν μέρος ενός σατανικού σχεδίου εναντίον σου, όπως πιθανόν να έχεις υποθέσει, τότε σου έχω νέα. Φταις μόνο εσύ. Κακά τα ψέματα. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να κλάψουμε, να χτυπηθούμε και να στρέψουμε το μαχαίρι εναντίον μας κάποια στιγμή. Μαζοχιστική ανάγκη μεν, ρεαλιστική δε. Με θυμάμαι σε ολόκληρη την εφηβεία και για μια πενταετία μετά από αυτήν, όποτε ήθελα να κλάψω, να κοτσάρω κι έναν καθρέφτη απέναντι. Και σε κάθε λυγμό, να ρίχνω μια κλεφτή ματιά και ο επόμενος να δυναμώνει. Το έκοψα όταν άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η αντίληψη που ξεκινούσα να αποκτώ για τον εαυτό μου, ήταν εκείνη που έτρεμα μη σχηματίσουν οι άλλοι για μένα. Κι εκεί όντως τρόμαξα. Όσο όμως κι αν αυτή είναι μια καθολική ανάγκη, ανά στιγμές κι ανά περιπτώσεις, απέχει πολύ από τη δεύτερη φύση που την έχουν κάνει ορισμένοι. Και όταν οι άνθρωποι, δεν αντέχουν άλλο κι απομακρύνονται από δίπλα σου, αυτό δεν τους καθιστά ούτε αδιάφορους, ούτε καθάρματα. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να σε νταντέυει από το πρωί ως το βράδυ, να ακούει τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά, να σου δίνει τον ώμο του να ακουμπήσεις, αν εσύ δε δείχνεις προθυμία για μια ολική επανεκκίνηση. Το μελό δεν πουλάει πια, γιατί ο πληθωρισμός έχει ρίξει την αξία του. Γιατί τα άρλεκιν προσπέρασαν τη χρυσή εποχή τους, γιατί οι αναγνώστες είναι πιο σκεπτόμενοι, οι φίλοι πολυάσχολοι και οι εραστές, ευτυχώς, απαιτητικοί. Και γιατί οι κόπιες παντός τύπου, δε συγκινούν πλέον κανέναν.
Πηγή: http://www.pillowfights.gr/editorial/item2203/Το_μελό_είναι_ντεκαυλέ
Copyright © pillowfights.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου