Το γιορτινά πάθη της εργένισσας
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, και συνοδεία στις καμπάνες που ηχούν πένθιμα κρατά η φωνή της γιαγιάς που επαναλαμβάνει μονότονα πως στο στόμα εκτός από λάδι, απαγορεύεται να μπουν κακές λέξεις.
Καλές οι παραδόσεις καλές και οι νουθεσίες. Ειδικά όταν προέρχονται από εκείνες τις γλυκές μορφές που μας μεγάλωσαν και ενημερώνουν προς πάσα κατεύθυνση πως ως παιδιά των παιδιών τους είμαστε δυο φορές παιδιά τους.
Όμως, τη γιαγιά στο χωριό και την αγαπημένη της εγγονή στην πόλη δε χωρίζουν μονάχα χιλιόμετρα αλλά κόσμοι ολόκληροι.
Όμως, τη γιαγιά στο χωριό και την αγαπημένη της εγγονή στην πόλη δε χωρίζουν μονάχα χιλιόμετρα αλλά κόσμοι ολόκληροι.
Κι αν η τελευταία δεν ανήκει απλώς στην γενιά των 400 ευρώ, αλλά στην ανύπαντρη εκδοχή της, τότε η γιαγιά μπορεί να ελπίζει μόνο στην αποχή από το λάδι καθώς από το στόμα της εγγονής θα βγουν (και δικαίως) από κακίες έως κατάρες.
Αποδέκτες; Εκείνες που ωρυόμενες «εγώ έχω οικογένεια και προηγούμαι» βασανίζουν ετσιθελικά τις εργένισσες συναδέλφους τους αφήνοντάς τις για ένα ακόμη Πάσχα, ένα ακόμη τριήμερο, έναν ακόμη Δεκαπενταύγουστο κι ένα ακόμη Σαββατοκύριακο να τραβούν το κουπί, ενώ εκείνες αλλού αρμενίζουν.
Μύθος και μάλιστα ανώτερος από εκείνους του Αισώπου πως ο ρατσισμός δεν ανθεί στην ελληνική κοινωνία. Για τις άλλες δεν ξέρω να σου πω, αλλά για ετούτη είμαι βέβαιη. Ζει και βασιλεύει.
Και μία από τις λιγότερο καταγεγραμμένες αλλά ιδιαίτερα διαδεδομένες εκφάνσεις του είναι αυτή που επιβάλλεται σε κάθε ανύπαντρη από τις νοικοκυραίες του χώρου εργασίας της. Κι αν το πρόβλημα περιοριζόταν στην πασχαλιάτικη άδεια, άντε και στο τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, δε θα άξιζε τον κόπο να αμαρτήσει κανείς μεγαλοπαρασκευάτικα.
Όμως, μόνο η δυστυχής που ξεκινά τη μέρα της αχάραγα φτιάχνοντας καφέ για όλους στο γραφείο ενώ η οικογενειάρχισσα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί, μόνο η εργένισσα που κινδυνεύει να παρεξηγηθεί με τις κολλητές της αφού αρνείται διαδοχικές εξόδους για να καλύψει τις οικογενειακές υποχρεώσεις της διπλανής, μόνο η ανύπαντρη που δέκα χρόνια στη σειρά κλείνει τις καλοκαιρινές της διακοπές τον Σεπτέμβρη μπορεί να σου πει την αλήθεια.
Κι αυτή είναι μία.
Κι αυτή είναι μία.
Πως και οι καλύτερες από εμάς, ακόμα κι εκείνες που ξεκινούν με τις αγαθότερες προθέσεις, καταλήγουν να ασκούν όχι απλά στον τυχαίο συνάνθρωπο αλλά στον οικείο συνάδελφο που έκανε διαφορετικές επιλογές, έναν ιδιότυπο ρατσισμό, πάντα στο όνομα της οικογένειας. Λες κι την ανύπαντρη του διπλανού γραφείου δεν τη γέννησε μάνα, ούτε την περιμένουν θείοι, γιαγιάδες ή και μόνιμες σχέσεις, αλλά φύτρωσε στον κόσμο τούτο για να κάνει θυσίες για να μεγαλώσει τα παιδιά αυτής που έριξε η μοίρα στο διπλανό γραφείο. Εξαιρέσεις φυσικά και υπάρχουν. Άλλωστε εκείνες είναι που επιβεβαιώνουν κάθε κανόνα.
Όμως, ο συγκεκριμένος ρατσισμός ανθεί σε κάθε εργασιακό χώρο και είναι ελάχιστες οι μόνιμα χωμένες για χάρη άλλων που με την αδικία να τις πνίγει και την κούραση από τη διπλή και τρίδιπλη δουλειά να τις καταβάλλει, θα φωνάξουν «αν ήθελα να μεγαλώσω παιδιά θα έκανα δικά μου».
Γιατί ακριβώς αυτή είναι η κατάσταση. Γυναίκες που κάποτε στο δίλημμα «μητρότητα ή καριέρα» επέλεγαν χωρίς δεύτερη σκέψη το δεύτερο έγιναν μάνες. Κι αφού συνειδητοποίησαν πως δύσκολα ισορροπούν δυο καρπούζια σε μια μασχάλη, έριξαν το ένα ανερυθρίαστα στο γραφείο της διπλανής στερώντας της όχι μόνο το δικαιώμα στην επιλογή της, αλλά και το δικαίωμα στο να έχει κοινωνική ζωή.
Και το χειρότερο; Πως οι περισσότερες από τις νοικοκύρισσες χρησιμοποιούν ως πρόσχημα τα παιδιά γιατί οι ίδιες απλώς δεν αντέχουν να παίζουν και τους δύο ρόλους. Κι αν χρειαστεί να τις χαρακτηρίσεις την επόμενη φορά, πρόσεξε να μην χρησιμοποιήσεις τη λάθος λέξη. Δε θα τη βρεις στα λεξικά αλλά σε κάθε γραφείο και επιχείρηση της χώρας.
«Πληνάδελφος» λέγεται εκείνη που σου στέρησε μία ακόμη γιορτή δίπλα στην οικογένειά σου με το έτσι θέλω και τον αμανέ ψηλά.
«Πληνάδελφος» λέγεται εκείνη που σου στέρησε μία ακόμη γιορτή δίπλα στην οικογένειά σου με το έτσι θέλω και τον αμανέ ψηλά.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα και ο φόβος της αμαρτίας βαθιά ριζωμένος μέσα μας. Το ίδιο όμως και η διδαχή πως ο Θεός αγαπά τον κλέφτη αλλά και τον νοικοκύρη.
Και τον τίτλο στον τελευταίο δεν τον δίνει ούτε το χαρτί του παπά ούτε το νυφικό που πλήρωσε πριν χρόνια η πεθερά, αλλά η παιδεία και η τσίπα.
Και τον τίτλο στον τελευταίο δεν τον δίνει ούτε το χαρτί του παπά ούτε το νυφικό που πλήρωσε πριν χρόνια η πεθερά, αλλά η παιδεία και η τσίπα.
Κι αν τα Ευαγγέλια γράφονταν στις μέρες μας, στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα θα υπήρχε και η προσθήκη ενός όγδοου. Της γαϊδουριάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου