Είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτείται ταυτόχρονα μεγάλη πνευματική εγρήγορση τούτες τις ώρες , για να καταφέρει ο σύγχρονος σκεπτόμενος άνθρωπος να καταλήξει σε λογικά συμπεράσματα, πολύ περισσότερο δε, είναι αδύνατο σχεδόν να υποστηριχθεί η μία ή η άλλη άποψη με απόλυτη βεβαιότητα και με τη σιγουριά που παρέχουν τα έως τώρα μορφωτικά μας εφόδια.
Αυτή την πνευματική αβεβαιότητα την προκαλούν το δίχως από τη μία πλευρά τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια –οποία έκπληξις- που ολημερίς και με απίστευτο συγχρονισμό διασπείρουν τον πανικό και από την άλλη πλευρά οι πολιτικοί των κομμάτων της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ, του Ποταμιού και –το χειρότερο από όλα, πλην όμως αναμενόμενο- του Κ.Κ.Ε.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ιδιωτικά κανάλια μετέρχονται τέτοιων προπαγανδιστικών μέσων είναι αυτονόητη: αρκεί να σκεφτεί κανείς πρώτον, ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες αυτών των μέσων και δεύτερον ποια συμφέροντα υπηρετούν και πόσο θα ήταν σε τεράστιο βαθμό εκτεθειμένο όλο αυτό το σύστημα εάν η κυβέρνηση πετύχαινε τελικώς τον σκοπό της για μια βιώσιμη συμφωνία. Θυμίζω με πόσο μεγάλο πάθος και περισσή πειστικότητα οι δημοσιογράφοι των άνω καναλιών –με κορυφαίο όλων τον μέγιστο διδάσκαλο Πρετεντέρη- διατυμπάνιζαν καθημερινά την ανάγκη εφαρμογής των μέτρων της Τρόϊκας, στηλιτεύοντας ταυτόχρονα την λαϊκίστικη στάση των κομμάτων που υποστήριζαν ότι τα μέτρα αυτά δεν βγάζουν την χώρα από το αδιέξοδο και ότι τα μνημόνια εξυπηρετούν κυρίως τους εμπνευστές τους.
Το πράγμα πράγμα που αναρωτιέται ο υγιής νους είναι τι θα συνέβαινε στην απίθανη και άκρως θεωρητική περίπτωση που τα πολιτικά κόμματα σύσσωμα και με μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική προέτασσαν το ανάστημά τους έναντι της Τρόϊκας και απαιτούσαν μία βιώσιμη συμφωνία και περικοπή του χρέους. Η απάντηση είναι νομίζω αυτονόητη: οι πιθανότητες να επιβληθεί η θέληση των συμφερόντων της Ευρώπης σε έναν ενωμένο λαό είναι μηδαμινές. Ίδια είναι ασφαλώς η απάντηση και στο ερώτημα τι θα συνέβαινε όλα αυτά τα χρόνια εάν οι πολιτικές δυνάμεις –συμπεριλαμβανομένης και της αριστεράς- μπορούσαν να συμφωνήσουν έστω στα βασικά ζητήματα διάρθρωσης του κράτους, δηλαδή υγεία, παιδεία, ασφάλιση.
Τους τελευταίους μήνες όμως η ελληνική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα έχει καταβάλει προσπάθειες να πείσει τους εταίρους μας για μια βιώσιμη συμφωνία. Τούτο το έπραξε τονίζοντας από την πρώτη στιγμή δύο σημεία: α) ότι ο ελληνικός λαός είναι διατεθειμένος να αποπληρώσει τα οφειλόμενα στο βαθμό ασφαλώς που μπορεί και β) ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. Ουδέποτε η ελληνική κυβέρνηση αμφισβήτησε τις δύο αυτές βασικές αρχές και ουδέποτε προέβη σε κάποια μονομερή ενέργεια διαγραφής χρέους ή μέρος αυτού, αφού αυτό θα σήμαινε αυτόματη έκπτωση από κάθε μελλοντική συμφωνία. Αυτό που αντίθετα έπραξε ήταν να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα μιας Ευρώπης νεκρής ιδεολογικά, παραδομένης σε καπιταλιστές, σε κοινούς λογιστές και σε αποστεωμένους τεχνοκράτες, οι οποίοι έχουν πλέον την αντίληψη ότι η οικονομία της Ε.Ε. πρέπει αναγκαστικά να ομοιάζει και να λειτουργεί, όπως ακριβώς μία επικερδής επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα, λησμονώντας ότι μια τέτοια Ευρώπη έχει κοντό μέλλον.
Ας μην ξεχνάμε στο σημείο αυτό –και όσοι είναι νομικοί μπορούν να το επιβεβαιώσουν- ότι στο μνημόνιο επιλέχθηκε ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό (παρόλο που κανένα από το εμπλεκόμενα μέρη δεν είναι άγγλος!) και καθόλου μάλιστα τυχαία, αφού στο αγγλικό δίκαιο ο δανειστής βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση από τον οφειλέτη. Ταυτόχρονα προβλέφθηκε στο μνημόνιο η δυνατότητα αναγκαστικής είσπραξης των οφειλομένων, ενώ ταυτόχρονα επιβλήθηκε ληστρικό επιτόκιο 5% στη δανειακή σύμβαση (η Γερμανία δανείζεται με 3%), πράγμα που σημαίνει ότι οι εταίροι μας έχουν ασφαλώς κέρδος από την ομαλή εφαρμογή της σύμβασης αυτής, της οποίας η αποπληρωμή –σημειωτέον- δεν έχει καν ξεκινήσει ακόμα, αλλά η αποπληρωμή του θα ταλανίζει τους έλληνες πολίτες για πολλές δεκαετίες, καθηλώνοντας την χώρα στην ύφεση και συντηρώντας μια Ελλάδα έρμαιο των αγορών και των «golden boys».
Από τις αρχές της περασμένης εβδομάδας και συγκεκριμένα από την ημέρα Δευτέρα έγινε γνωστό σε όλα τα Μ.Μ.Ε., ότι η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε μία πρόταση η οποία, όπως οι ίδιοι οι πιστωτές μας ανέφεραν αποτελούσε «μία καλή βάση διαπραγμάτευσης». Αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που έχει καταγραφεί ιστορικά και ερμηνεύεται ασφαλώς σαν μία κίνηση της κυβέρνησής μας διακατεχόμενη από πνεύμα μετριοπάθειας και συμβιβασμού, αφού ελάμβανε υπόψιν τόσο τα ελληνικά συμφέροντα όσο και αυτά των εταίρων μας. Στη συνέχεια όμως μεσολάβησαν –όπως παγίως συνέβαινε τους τελευταίους μήνες- εκείνοι οι οποίοι δεν επιθυμούν την επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας για πολλούς λόγους, οι οποίοι είναι ασφαλώς ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και η Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Λογικά σκεπτόμενος κανείς εύκολα κατανοεί την αρνητική στάση των άνω παραγόντων και πολλών άλλων, αφανών, που δρούν παρασκηνιακά. Η πεισματική άρνησή τους δεν έχει ασφαλώς να κάνει με την ελληνική κυβέρνηση και με τα όποια λάθη τακτικής, συνεννόησης ή συντονισμού έχει κάνει αυτή, αφού πρέπει να ξέρουμε, ότι αυτό που αποκλειστικά παίζει ρόλο στις διαπραγματεύσεις είναι τα συμφέροντα των μερών και μόνον αυτά. Οι παράγοντες αυτοί λοιπόν έχουν ως μοναδικό σκοπό τους την διατήρηση του παρόντος συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη, αφού πάντοτε η συντήρηση ευνοεί, όπως είναι λογικό, εκείνους οι οποίοι κατέχουν την όποια δεδομένη χρονική στιγμή το κεφάλαιο στα χέρια τους, το οποίο δεν θέλουν να χάσουν, ούτε φυσικά να τεθεί ως ενδεχόμενο η αναδιανομή του. Είναι λογικό έτσι, ότι σε περίπτωση που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάσει μια επιτυχία στην διαπραγμάτευση, αυτό θα αποτελεί καταφανή ήττα για τον κ.Σόϊμπλε και τους υπόλοιπους ισχυρούς της Ευρώπης, αφού πλέον θα αρχίσουν μετά από αυτή την εξέλιξη να ενισχύονται σε όλη την Ευρώπη φωνές όπως αυτή ελληνικής κυβέρνησης και ο συσχετισμός δυνάμεων, που προανέφερα, θα κινδυνεύσει να αλλάξει.
Αυτή είναι η αιτία αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και μόνον αυτή. Οι πιο μετριοπαθείς φωνές, όπως αυτή του κ.Γιούνκερ, Προέδρου της Κομισιόν, ναι μεν θεωρούν ότι οι όροι που προτάθηκαν στην Ελλάδα ήταν ευνοϊκοί, αδυνατούν όμως, παγιδευμένοι στην επί χρόνια συντηρητική τακτική τους, να αντιληφθούν αφενός μεν το άτοπο των προτάσεών τους , αφετέρου δε την αδιάλλακτη στάση μέρους της Ευρώπης, την οποία και έχουν υιοθετήσει απολύτως ως δεδομένη, θαρρείς και υπάρχει μόνο μία άποψη στους κύκλους των οικονομολόγων –αυτή του κ.Σόϊμπλε- ενώ αντιθέτως θα έπρεπε να έχει προβεί ο κ.Γιούνκερ και οι ομόλογοί του σε μια στοιχειώδη αυτοκριτική.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ο πρωθυπουργός μας δεν είχε κανένα λόγο να αποχωρήσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο υπήρχε ελπίδα να επιτευχθεί συμφωνία. Φυσικά, ακόμη και τώρα, αυτή την συμφωνία επιθυμεί και η προκήρυξη του Δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου αποτελεί, όπως είπε «μέρος της διαπραγματευτικής τακτικής». Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι «προκήρυξα το Δημοψήφισμα για να πιέσω του εταίρους για μια καλύτερη συμφωνία έχοντας στο πλευρό μου ένα ηχηρό ΟΧΙ του λαού» Εννοείται βεβαίως ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν ξεκάθαρα για να μην δώσεις στο αντίπαλο μέρος τη δυνατότητα να σε κατηγορήσει για εκβιασμό, για αυτό το λόγο άλλωστε και επιμένει η κυβέρνηση ότι δεν υπάρχει περίπτωση το Δημοψήφισμα να ακυρωθεί γιατί τότε θα ήταν σα να προέτασσε η κυβέρνηση το εκβιαστικό επιχείρημα «δεχτείτε την πρότασή μας και θα αποσυρθεί το δημοψήφισμα».
Ασφαλώς αυτά είναι γνωστά στην αντιπολίτευση, η οποία όμως προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει το νόημα της προκήρυξης δημοψηφίσματος και προσπαθεί, όπως οι δανειστές, να αποδείξει ότι αυτό είναι προσχηματικό, διευκολύνοντας έτσι την στάση των δανειστών, οι οποίοι ασφαλώς έχουν την ελπίδα ότι σε περίπτωση αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν στην Ελλάδα έτοιμες δυνάμεις να αποδεχθούν ο,τιδήποτε κι αν ζητήσουμε. Αυτό φυσικά σκληραίνει τη στάση τους, προκειμένου μετά από αφόρητες πιέσεις να καταφέρουν να ρίξουν την αριστερή κυβέρνηση που τόσο πολύ τους έχει ενοχλήσει εδώ και πέντε μήνες.
Το επιχείρημα όλων τις μέρες αυτές είναι ότι η κοινωνία μας έχει φτάσει σε σημείο εξαθλίωσης και ότι τελικά «ήμασταν καλύτερα πριν, άρα να ψηφίσουμε όλοι ΝΑΙ στο δημοψήφισμα». Αναρωτιέται κανείς δύο πράγματα πάνω σε αυτή την θέση. Πρώτον, πώς έγινε και φτάσαμε στο σημείο σαν λαός να θεωρούμε ότι τόσα χρόνια με τα μνημόνια ζούσαμε καλά σε ανεκτό βαθμό, τη στιγμή που όλοι μας ανεξαιρέτως γκρινιάζαμε καθημερινά ότι δεν βρίσκεται μια πολιτική δύναμη να αντισταθεί στους άθλιους αυτούς, όπως τους αποκαλούσαμε, εκμεταλλευτές. Η απάντηση είναι αυτονόητη: όσο βρίζεις κάποιον, στην αρχή εκείνος απαιτεί να μην τον βρίζεις, όταν όμως στην συνέχεια τον δέρνεις, εκείνος φτάνει στο σημείο να λαχταρά την εποχή που απλώς τον έβριζες. Δεύτερον, αναρωτιέται κανείς πώς φτάσαμε τελικά στο σημείο να πιστεύουμε τα λεγόμενα των εταίρων μας, που στο κάτω κάτω εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δικών τους πολιτών και να μην εμπιστευόμαστε τον δικό μας 40άρη πρωθυπουργό, που είναι εμφανές –πέραν από κάποιες ανόητες θεωρίες συνωμοσίας που πάντα υπάρχουν- ότι έχει καταβάλει τόσους μήνες πολύ σκληρή προσπάθεια για να αλλάξει τα πράγματα με μια πιο ευνοϊκή συμφωνία, εντός της Ευρωζώνης βέβαια. Φυσικά και η αντιπολίτευση δεν πάει πίσω, αφού επιθυμεί διακαώς την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ πριν επιτευχθεί συμφωνία, αφενός μεν για να μην αποδειχθεί η δική τους επί σειρά ετών ανεπάρκεια, αφετέρου δε για να ξαναπάρουν την εξουσία στα χέρια τους με κάποια ασφαλώς κυβέρνηση συνεργασίας.
Είναι εμφανές λοιπόν ότι ούτε οι ξένοι αλλά ούτε και οι εγχώριες δυνάμεις δεν έχουν συμφέρον να υπογραφεί συμφωνία, από την οποία να προκύπτει μια κάποια έστω κατάκτηση της ελληνικής κυβέρνησης.
Η πίεση των δανειστών, αλλά και της καθεκυστίας εν Ελλάδι τάξης θα είναι δεδομένη, όχι όμως γιατί δεν υπάρχει ελπίδα για συμφωνία ή γιατί μια τέτοια συμφωνία είναι παράλογη και ανεδαφική, αλλά πολύ απλά, επειδή μια επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει τα πράγματα όπως αυτά έχουν στην Ευρώπη. Τόσο απλά.
Το επιχείρημα συνεπώς που απομένει να αντικρουστεί σε αυτό το σημείο και προέρχεται από το στόμα των άκρως συντηρητικών συμπολιτών μας είναι: «ε ωραία, αφού εκείνοι είναι ισχυροί και μπορούν να μας καταστρέψουν, ας καθίσουμε ήσυχοι και ας υπογράψουμε μια συμφωνία επιτέλους με όποιους όρους θέλουν».
Στο επιχείρημα αυτό έχω να κάνω την εξής παρατήρηση:
Η συνέχιση της εποχής των μνημονίων κανέναν μας δεν εξυπηρετεί. Είναι προτιμότερη η ολική λιμοκτονία για κάποιο χρονικό διάστημα από την μερική απλώς λιμοκτονία χωρίς όμως ελπίδα ανάκαμψης επ’ αόριστον. Είναι προτιμότερο να δαγκώσεις το χέρι που σε ταίζει, όταν βεβαίως αυτό σου πετάει καθημερινά απλά ξεροκόμματα, αφαιρώντας σταδιακά όλα σου τα δικαιώματα. Από τον αγώνα αυτό ασφαλώς θα υπάρξουν και συνέπειες, αφού ο αντίπαλος είναι ισχυρότερος και εξίσου έξυπνος με εμάς, μετερχόμενος προπαγανδιστικά μέσα και καταφεύγοντας στην τρομοκράτησή μας. Εμείς όμως σαν λαός έχουμε το ισχυρότερο όπλο στα χέρια μας, που είναι ότι έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, τούτο δε το δίκιο μας το αναγνωρίζουν πολλές φωνές σε ολόκληρη την Ευρώπη, φωνές οι οποίες προς το παρόν δεν εισακούονται, αφού, όπως προανέφερα, τα Μ.Μ.Ε. είναι λογικό να υπερασπίζονται τους τωρινούς οικονομικούς συσχετισμούς, όπως ακριβώς έχουν συμφέρον οι καναλάρχες τους, εκτός εάν πιστεύει κάποιος ότι οι δημοσιογράφοι ασκούν το λειτούργημά τους χωρίς να κατευθύνονται και χειραγωγούνται από κανένα αφεντικό, κάτι τέτοιο όμως το θεωρώ προσωπικά κακόγουστο αστείο.
Η κυβέρνηση έχει κάνει τρομακτικά λάθη. Ένα από αυτά όμως μου φαίνεται ότι ήταν και το σοβαρότερο: υπήρξε όχι αδιάλλακτη-όπως αναφέρουν κάποιοι- αλλά, αντίθετα, υπέρ του δέοντος συγκαταβατική με τους πιστωτές μας, οι οποίοι τελικά μας οδήγησαν με ψεύτικες ελπίδες στο σημείο που ήθελαν, δηλαδή στην έξοδο από το προγραμμα, αφού ήξεραν ότι το σημαντικότερο όπλο τους είναι ότι ενώ εκείνοι απολαμβάνουν την ευμάρειά τους, εμείς την ίδια στιγμή ξεμένουμε από ρευστό και συνεπώς γνώριζαν ότι όσο τραβούσαν χρονικά τις διαπραγματεύσεις, τόσο εμείς ερχόμασταν σε ολοένα και πιο δυσχερή θέση. Εκτός εάν πιστεύει κανείς την προπαγάνδα ότι τόσον καιρό η διαπραγματευτική μας ομάδα πηγαινοερχόταν στις Βρυξέλλες χωρίς να παρουσιάζει καμία πρόταση!
Για το Κ.Κ.Ε. τι να πεί κανείς; Έχει καταντήσει πραγματικά ο περίγελως της πολιτικής ζωής, ένα κόμμα που πραγματικά δεν προσφέρει τίποτα απολύτως και που απώλεσε την ευκαιρία, για μία μοναδική φορά, να κάνει την υπέρβαση και να ξεφύγει από τις αγκυλώσεις του και το οποίο πάσχει από οστεοπόπωση σε προχωρημένο στάδιο, που έχει καταστρέψει την ραχοκοκκαλιά του, είναι δε θέμα χρόνου να πέσει και -όπως ο γέρος- να μην ξανασηκωθεί ποτέ από το κρεβάτι του πόνου.
Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ο ελληνικός λαός δεν απαντά στο ερώτημα μέσα ή έξω από το Ευρώ. Αυτό ήδη έχει απαντηθεί από τον ελληνικό λαό και δεν το αμφισβητεί ούτε το επιδιώκει κανείς, πόσο μάλλον ο πρωθυπουργός μας. Το ερώτημα θα είναι εάν θέλουμε να υπογράψουμε μια συμφωνία με την οποία θα συνεχιστεί η ύφεση, με την οποία έχουν καταπατηθεί όλα τα εργασιακά μας κεκτημένα και με την οποία έχουμε απωλέσει κάθε ευκαιρία για πρόοδο και ανάπτυξη και άρα την περηφάνειά μας ως λαός της Ευρώπης.
Το τι θα συμβεί μετά το ΟΧΙ κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να το γνωρίζει.
Ευτυχώς όμως γνωρίζουμε ήδη με βεβαιότητα τι θα συμβεί εάν επικρατήσει το ΝΑΙ.