Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα, 15αύγουστο, γενέθλια ή γιορτή, τα ίδια. Στην αρχή, φωνές και χτυπήματα χεριών πάνω στο τραπέζι, καρέκλες να σέρνονται στο πάτωμα… Και μετά, ουρλιαχτά και κλάματα, κατάρες και βρισιές, λόγια βαριά, απερίγραπτα, φωνές, πάντα φωνές, πάντα δύο, γυναικείες, που μοιάζουν, που η μία μπερδεύεται μέσα στην άλλη, φωνές ίδιες…
Μάνα και κόρη.
Άγρια πράγματα, από καιρού εις καιρόν, σε αργίες και άδειες συνήθως, τα «άπλυτα» μιας ζωής να κυκλώνουν τη γειτονιά, κι ας πρόλαβε μια απ’ τις δυο να κλείσει μπαλκονόπορτες και παντζούρια, άγρια πράγματα να τρομάζουν με την οργή και το μένος τους, ν’ ανατριχιάζουν τους περαστικούς, φλιτζάνια να σπάνε, σιωπή, λήξις…
Και μετά, αγκαζέ για ψώνια, δίπλα – δίπλα στο ΙΚΑ, στις δουλειές, στο supermarket, σα να μη συνέβη τίποτα, σα να μη σηκώθηκε η πολυκατοικία στο πόδι, σα να μην πείστηκε ο πρωτάρης αυτήκοος ότι κάτι κακό θα συμβεί μ’ αυτές τις δυο, σα να ξεπήδησαν πιασμένες χέρι – χέρι από κάποιο βιβλίο που γράφτηκε για την αγάπη μιας μάνας για την κόρη της.
Ξεχνιούνται όλα αυτά; Υπάρχει αγάπη σε τέτοιους περίεργους δεσμούς μητέρας – κόρης; Πώς προχωράει η ζωή μιας γυναίκας, όταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος της είναι η μάνα της; Γιατί αυτοί οι καβγάδες είναι ταμπού μέχρι σήμερα; Πόση σχέση έχει η συγχώρεση τους με το ίδιο αίμα που τις ενώνει στον πιο ακατάλυτο δεσμό; Όλοι κάποτε καβγαδίσαμε με τη μάνα μας, όλοι κάπως την «κουβαλάμε» στην καθημερινότητα και τις αντιδράσεις μας, πώς αντέχεται, όμως, το φορτίο μίας κακής σχέσης;
Ίλια, 38 ετών, γραμματέας «Το ξέρω ότι μ” αγαπάει. Κι εγώ. Δεν φτάνει, όμως. Τα λόγια που έχω ανταλλάξει με τη μάνα μου δεν επαναλαμβάνονται. Ούτε η ένταση των στιγμών. Μπορούσαμε να τσακωθούμε για το τίποτα. Μέχρι τα 30 μου ξεχνούσα και πήγαινα παρακάτω, μέχρι το επόμενο ξέσπασμα. Μετά συγχωρούσα όλο και πιο δύσκολα. Πάγωνα. Ήμασταν μεσοαστική οικογένεια, με προβλήματα. Λύσσαγε να παντρευτώ κάποιον που να ‘χει τον τρόπο του. Δεν μου συγχωρεί ότι χώρισα. Με δύο παιδιά. Ντροπή. Μιλάμε, βγαίνουμε, τη φροντίζω όσο μπορώ. Αλλά είμαι η… ντροπή, η χωρισμένη, εκείνη που πέρασε από πολλά χέρια. Όταν έρχονται γιορτές ή οι διακοπές των παιδιών από το σχολείο – πράγμα που σημαίνει ότι είναι περισσότερες ώρες στο σπίτι μαζί τους – αλήθεια, κλαίω. Υποφέρω».
Σταυρούλα, 47 ετών, γραφίστρια «Γεννήθηκα σε νησί. Από “ατύχημα”. Οι γονείς μου είχαν ήδη 3 αγόρια. Μεγάλωσα μαζί με τα αγόρια, σαν αγόρι ή κάτι ενδιάμεσο. Όταν ήμουν 4, πέθανε ο πατέρας και ανέλαβε τα πάντα εκείνη. Με άφηνε σε θείες που ευκαιρούσαν, την έβλεπα βράδυ. Τη θυμάμαι πάντα κουρασμένη. Δεν ήταν ποτέ της αγκαλιάς και της φροντίδας. Αγάπη για εκείνην ήταν να έχουμε φαγητό, ρούχα καθαρά και παπούτσια, να μη λένε οι ξένοι. Με τιμωρούσε πιο σκληρά απ’ τ’ αδέλφια μου. Κατάλαβα πως μ’ αγαπάει, όταν έφυγα από το νησί για να σπουδάσω στην Αθήνα. Αν τύχει να τσακωθούμε, απλώς δεν θες να είσαι μπροστά. Τραγωδίες. Θυμόμαστε τα προ Χριστού στην πιο γκροτέσκα εκδοχή τους. Πάσχα του 97’, δεν θα το ξεχάσω, είχε έρθει από το νησί να με δει. Λίγες μέρες πριν είχα κλείσει τα 30. Κάπου διαφωνήσαμε, λογοφέραμε, σήκωσε το χέρι της και με χτύπησε. Άσχημα. Της ανταπέδωσα το χαστούκι. Βρεθήκαμε στο πάτωμα να σκοτωνόμαστε. Ντρέπομαι γι’ αυτό που λέω. Δεν ξέρω πώς φτάσαμε μέχρι εκεί. Ακόμη και σήμερα, ζητάω συγχώρεση, από ποιόν δεν ξέρω. Δεν πιστεύω κιόλας, προς μεγάλη της λύπη. Εκείνη κάνει πως δεν θυμάται. Είναι μεγάλη πια. Αλλά ξέρω ότι αν άντεχε, θα μας συνέβαινε ξανά. Πάντα, το να μιλάς μαζί της ήταν σα να παίζεις με το ξυράφι».
Ανδριάνα, 31 ετών, άνεργη «Δεν κατάλαβα ότι είχαμε σοβαρό πρόβλημα, μέχρι που απολύθηκα από την εταιρεία που εργαζόμουν και επέστρεψα στο πατρικό. Στην αρχή το είδα σαν ευκαιρία να ξεκουραστώ λίγο. Στο δίμηνο άρχισα να ψάχνω για δουλειά και εκεί διαπίστωσα ότι με αντιμετώπιζε σαν ανεπιθύμητη. Οι καβγάδες ξεκινούσαν από χαζές αφορμές. “Κλείσε το φως, δεν έχω συγγενή στη ΔΕΗ”, “μη μιλάς στο τηλέφωνο”, “πάλι ξέχασες να κλειδώσεις”. Μπορεί να αρχίσει από κάτι τέτοιο και να καταλήξει σε χάος. Νομίζω αυτή είναι η σωστή λέξη. Χάος. Ουρλιάζει, προσπαθώ να κρατηθώ, αλλά από ένα σημείο και μετά είναι αδύνατο. Εκείνο που με πειράζει περισσότερο, είναι ότι ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία, ένα κομμάτι μου τρομοκρατείται. Και “κλωτσάει”. Ντρέπομαι για τους γείτονες που μας κοιτάνε περίεργα και περισσότερο ντρέπομαι που μας βλέπουν μετά από μέρες να περπατάμε δίπλα – δίπλα και να χαιρετάμε γνωστούς στον δρόμο. Την αγαπάω, αλλά είμαι μπερδεμένη πολύ. Αυτά που λέει, αυτά που κάνει, ο τρόπος που με κοιτάει, ο θυμός της… Και κυρίως σκέφτομαι ότι, αν όλα αυτά μου τα έκανε κάποιος άλλος; Δεν θα του είχα πει ξανά ούτε καλημέρα… Ναι, είναι χήρα εδώ και 10 χρόνια, μορφωμένη, με καλή σύνταξη, γενικά δεν είχαμε προβλήματα. Ή μάλλον δεν τα έβλεπα εγώ, γιατί έφυγα σχετικά νωρίς από το σπίτι. Αλλά αυτό που ζω τα τελευταία χρόνια, είναι σα να μην ξέρω ποια είμαι και ποια είναι η μάνα μου».
Κατερίνα, 37 ετών, ιδιωτική υπάλληλος «Ο μπαμπάς πέθανε, όταν ήμουν 12. Ήταν πάντα επικριτική μαζί μου. Με όλα μου. Μετά τον θάνατο του, άρχισαν τα ξεσπάσματα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί, αλλά και πάλι όχι απολύτως. Ντρέπομαι να πω ότι με χτύπαγε. Για το παραμικρό. Προς τα έξω ήμασταν η ιδανική οικογένεια, μετά η ιδανική χήρα, η ιδανική κόρη, κ.λπ. Αλλά, κάθε λάθος ήταν κι ένα σκαμπίλι ή μια χοντρή τιμωρία ή μέρες ατέλειωτες τιμωρητικής σιωπής. Συγκινούμαι όταν βλέπω μανάδες να χαϊδεύουν τις κόρες τους, να τις αγκαλιάζουν. Όταν μ’ αγκάλιαζε πάντα υπήρχε μια ψύχρα, σα να ήθελε να με διώξει από κοντά της. Η γιαγιά μου, μου ‘λεγε ότι το ‘κανε για να με σκληραγωγήσει, επειδή δεν υπήρχε πατέρας στο σπίτι. Σου λέω: το καταλαβαίνω, αλλά και πάλι όχι. Κάποτε – ούτε που θυμάμαι πια γιατί, έτσι κι αλλιώς καβγαδίζαμε για το τίποτα – με έπιασε από τα μαλλιά. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 25. Έπαθα αμόκ. Άρχισα να σπάω και να της πετάω ό,τι έβρισκα. Φοβήθηκα με τον εαυτό μου και με την αντίδραση της. Ήταν αντίδραση μικρού παιδιού. Λίγο αργότερα έφυγα από το σπίτι. Ναι, την αγαπάω. Μου έδωσε ό,τι είχε κι ό,τι μπορούσε. Αλλά δεν παύω στιγμή να σκέφτομαι πώς θα είχα εξελιχθεί, αν ζούσε ο πατέρας μου, αν εκείνη μου φερόταν αλλιώς και πάει λέγοντας».
Ρούλα, 39 ετών, νοικοκυρά «Είμαστε από επαρχία. Η μάνα μου ήταν το σκληρό καρύδι στην οικογένεια. Έχω κι έναν αδελφό, 4 χρόνια διαφορά. Είναι μικρότερος. Στα 15 του μου είπε ότι νομίζει ότι του αρέσουν τα αγόρια. Φαινόταν και ήταν αλλιώς. Τον αγαπάω, νομίζω εγώ τον μεγάλωσα, τον κούρνιασα, τον προστάτευσα. Από τη μάνα μας, κυρίως. Όταν συνέβαινε κάτι, έμπαινα μπροστά και τις έτρωγα εγώ. Δεν την άφηνα να τον αγγίξει. Ένα μεσημέρι, γύριζα από τη δουλειά και θυμάμαι την βρήκα από πάνω του, να τον χτυπά, να τον έχει αρπάξει από τον λαιμό, να τον βρίζει χυδαία. Ούτε και θυμάμαι πώς βρεθήκαμε να χτυπιόμαστε οι δυο μας. Σήμερα, την προσέχω εγώ. Δεν μου το έχει συγχωρήσει το ξέρω. Είναι ηλικιωμένη πια, αλλά το φαρμάκι που μπορεί να ρίξει γι’ αυτό το θέμα, με συντρίβει ακόμη, σα να είμαι κοριτσάκι… Δεν πειράζει. Αρκεί που ο μικρός είναι καλά. Όσο γίνεται, δηλαδή».
Λυδία, 41 ετών, δικηγόρος «Δεν θέλω να γίνω μάνα, εξαιτίας της μάνας μου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το είδος της σχέσης. Εγώ, το νιώθω λίγο σαν κατάρα. Ξέρεις τι είναι εκεί που σε χαϊδεύουν, να σε πετάνε; Και μετά να κλαίνε στα πόδια σου; Να ξέρεις να φτιάχνεις πρωινό για εκείνην από τα 6 σου; Να της βάφεις τα νύχια; Να της φτιάχνεις τα μαλλιά; Να είναι πάντα τσαντισμένη με κάτι; Απογοητευμένη από κάτι; Αλλά να μ’ αγαπάει. Κι εγώ την αγαπάω. Αλλά νιώθω κουρασμένη. Ίσως δεν είμαστε όλες φτιαγμένες για μάνες. Τουλάχιστον, εγώ το ξέρω. Και είναι ψέμα ότι τα συγχωρείς όλα. Απλώς ντρέπεσαι να ομολογήσεις ότι δεν τα συγχωρείς, ότι σε πονάνε ακόμη».
Ελένη, 36 ετών, διαφημίστρια «Όποιος την γνωρίζει, τη λατρεύει. Για τη γλύκα της, τη μαγειρική της, τη ζωντάνια, την ευστροφία της. Ήταν, είναι γοητευτική κυρία. Εγώ, πάλι ξέρω , ότι είναι καλύτερα να έχουμε απόσταση. Με ανατριχιάζουν τα πιστεύω της – για την ομοφυλοφιλία, τους μετανάστες, τη ζωή μου – και προτιμώ να έχουμε απόσταση. Είναι αυταρχικός, αγύριστος άνθρωπος. Όταν κλείνει η πόρτα, η γοητεία εξαφανίζεται. Δεν ξέρω, αν θα την επέλεγα για παρέα μου, αν δεν ήταν αίμα μου και δεν ξέρω τι κατάλοιπα θα μου βγουν στην πορεία. Δεν ντρέπομαι να το πω. Μου πήρε πολλά χρόνια για να μην ντρέπομαι να το πω. Ξέρω ότι είναι άλλης εποχής, γεννηθείσα το 48’, αλλά έχω πάψει να δικαιολογώ τη διγλωσσία της, από τότε που γνώρισα καλύτερα μητέρες φίλων και συναδέλφων. Εκεί έπαψα να τα δικαιολογώ όλα με το χάσμα των γενεών. Υπάρχει και το χάσμα των ανθρώπων, ξέρεις».
Σε μία κουβέντα με τη Δρα Μαργαρίτα Ζωγράφου, ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια, το εύτακτο χάος της πιο πολύπλοκης σχέσης, ταξινομείται, εξηγείται στα σημεία του, γίνεται κάπως κατανοητό το γενεσιουργό του πλαίσιο.
«Γεννημένες μάνες» δεν υπάρχουν
«Κάθε θηλυκό έχει τη σφραγίδα της μάνας του και δύσκολα ξεφεύγει καθεμιά μας από τον κανόνα.
Και είναι πράγματι αυτή η «σφραγίδα» ένα αναλλοίωτο δυναμικό αποτύπωμα που φέρει ο ψυχισμός μας ισόβια και επηρεάζει ένα πολλαπλό δίκτυο σχέσεων. Με τον εαυτό μας, τον σύντροφό μας, την επόμενη γενιά, αλλά και όλα τα υπόλοιπα θηλυκά που εμφανίζονται κατά διαστήματα στη ζωή μας. Ποια σφραγίδα, όμως;
Προστασία, παντοδυναμία, ασφάλεια, ισοβιότητα και ανάταση, κυριαρχία, δημιουργία, συναίσθημα, προτυπική εικόνα, αδιαπραγμάτευτη στοργή, άνευ όρων παροχή είναι η μία όψη της έννοιας «Μητέρα». Γιατί υπάρχει και η άλλη, η λιγότερο αναμενόμενη, η πιο σκληρή, η όχι τόσο προσωπική. Αυτή της απαιτητικής, της επικριτικής μητέρας, της απούσας-παρούσας, της τιμωρητικής μητέρας που αναπτύσσει σταθερές προσδοκίες, που διαπραγματεύεται σκληρά με το «δεν θα… αν δεν», που διαπληκτίζεται με την κόρη της σε κάθε ένταση και ύφος, που προκαλεί τον ανταγωνισμό, που φτάνει στο τέρμα προκειμένου να κατατροπώσει τη θηλυκή απόγονό της και να επιβεβαιώσει το κυριαρχικό μητρικό της εγώ.
Ένα πρόσωπο, δύο όψεις, διπλή σφραγίδα, αμφιλεγόμενο αποτύπωμα.
Η σχέση της κόρης με τη μητέρα είναι ένας δεσμός που συνδέει το παρόν με ό,τι υπάρχει ψυχοσυναισθηματικά ενεργό από το παρελθόν και εξακολουθεί και στο μέλλον, ακόμα και όταν η μητέρα δεν βρίσκεται στη ζωή. Όταν πια η κόρη επιλέγει συνειδητά τι και πόσα να «κρατήσει» από τα μητρικά πρότυπα, αλλά και όσα ασυνείδητα μεταφέρει, συναισθήματα και συμπεριφορές που παρουσιάζει, τα οποία ούτε η ίδια μπορεί να αποκωδικοποιήσει ή αιτιολογήσει, που μπορεί να καθοδηγούν τις επιλογές της, την καθημερινότητά της, να ορίζουν τον τρόπο σκέψης της και να διαμορφώνουν τα όσα νιώθει και ανταποδίδει στους γύρω της.
Η μητρική αγάπη θεωρείται κατά γενική παραδοχή έννοια αυτονόητη και αδιαπραγμάτευτη. Και ίσως είναι έτσι. Φτάνει, όμως, πάντα σωστά στον προορισμό της; Αντιλαμβάνεται η κόρη το συναίσθημα αυτό; Ή γίνεται αποδέκτης μιας στρεβλής εκδοχής του; Της δίπολης; Της αντιφατικής; Της συγκρουσιακής; Κι αν ναι, τι συμβαίνει τότε;
Η κόρη αμφιβάλλει για τη μητρική αγάπη και τη διεκδικεί με κάθε τρόπο και κάθε μέσο και αν δεν τα καταφέρει συγκρούεται με τη μητέρα για να προστατεύσει το νεοσύστατο εγώ της και η μητέρα με την κόρη για να επιβάλει την κυριαρχία της. Η σύγκρουση, όμως, είναι ο καθρέφτης που αντανακλά τις συναισθηματικές και κοινωνικές συνθήκες που έχουν ζήσει οι μητέρες.
Μητέρες με συναισθηματικά κενά, ακάλυπτες ανάγκες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες στρέφονται στο κοντινότερο θηλυκό του περιβάλλοντός τους, την κόρη τους, γιατί βλέπουν στο πρόσωπο αυτής τον δικό τους εαυτό σε άλλο χωροχρόνο, σε άλλες συνθήκες, με άλλες ευκαιρίες και διεκδικούν μέσα από την «κόρη» τη ζωή που δεν μπόρεσαν οι ίδιες να έχουν. Όταν όμως το γέννημά τους ξεφεύγει από τις δικές τους επιθυμίες και το δικό τους στρατηγικό πρόγραμμα ολοκλήρωσής τους, τότε αρχίζει η πάλη. Προσβολές, συναισθηματικός εκβιασμός, πρόκληση ενοχής, υποτροπή, ανοιχτές απειλές, ώσπου η κόρη να υποκύψει για να ολοκληρώσει το όνειρο και τις προσδοκίες της «μαμάς». Αν δεν υποκύψει, το συναίσθημα εκφυλίζεται, χάνει το δρόμο του και πάλι επανέρχεται αλλοιωμένο, διστακτικό, επιφυλακτικό και καχύποπτο, αλλά πάντα εκεί για να επιβεβαιώνει τον ισόβιο και άρρηκτο δεσμό μητέρας – κόρης.
Είναι η δύσκολη στιγμή που συγκρούονται οι προσδοκίες της καθεμιάς γενιάς: η προσδοκία της κόρης για αποδοχή, στοργή και υποχώρηση και η μητρική προσδοκία για εξέλιξη, βελτίωση, εκπλήρωση των στόχων με όποιο κόστος και όποιον χειρισμό. Η μη αποδοχή της κόρης από τη μητέρα συνιστά μεγάλο ψυχικό τραυματισμό. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί να καθρεφτιστεί στα μάτια του πιο σημαντικού άλλου και να νιώθει σιγουριά γι’ αυτό που είναι, γιατί έτσι δημιουργεί τις προϋποθέσεις να την αποδεχθούν οι άλλοι. Αν δεν σε αποδεχθεί η ίδια σου η μάνα, δεν ξεκινάς καλά την πορεία της ζωής. Αμφιβάλλεις, φοβάσαι, ντρέπεσαι, νιώθεις ενοχικά χωρίς λόγο, άβολα, δυσάρεστα. Πρέπει να παλέψεις πολύ μέσα σου για να λυτρωθείς από αυτό το μαρτύριο, να βρεις τελικά τον ίδιο σου τον εαυτό.
Πότε ξεκινά, όμως, η σύγκρουση; Από τη νηπιακή ήδη ηλικία η μητέρα αναμένει και προσδοκά από τη θηλυκή της απόγονο. Της δίνει εφόδια για να γίνει καλύτερη, όσα έχει και μπορεί. Αν η κόρη δεν τα καταφέρνει, κάνει η μητέρα το λάθος να της στερεί τις αμοιβές και ενίοτε την τιμωρεί για να τη συμμορφώσει. Ώσπου έρχεται και η εποχή της εφηβείας για την κόρη, που χρονολογικά περίπου συμπίπτει με την είσοδο της μητέρας στην ωριμότητα. Η μητέρα μεγαλώνει, νιώθει τη νεότητά της να υποχωρεί. Το νέο κορίτσι που εκείνη κάποτε ήταν τώρα ζει μέσα από την κόρη της και έτσι η μητέρα νιώθει να απειλείται. Θέλει να επαναφέρει τη νεότητά της με κάθε τρόπο τώρα που η κόρη της, με την εμφάνισή της, της επαναφέρει στη μνήμη αυτό που δεν είναι πια. Η μητέρα υποσυνείδητα καταπιέζει την έφηβη κόρη της που αρχίζει να ζει τη νεότητά της.
Αυτός ο άρρηκτος δεσμός μάνας – κόρης κρύβει ένα πλέγμα συναισθημάτων που αλλάζει αποχρώσεις και μορφές ανάλογα με τις διεκδικήσεις της καθεμιάς και όχι μόνο. Τα βιώματα της μητέρας, τα γνωσιακά της σχήματα, οι προσδοκίες της, οι επιθυμίες για τη ζωή της κόρης διαμορφώνουν τον τρόπο και το πλάνο ανατροφής, κάνοντάς μας τελικά ν’ αναρωτηθούμε αν υπάρχει ιδανική μητέρα. Καμιά από εμάς δεν έρχεται στον κόσμο έτοιμη μάνα. Ούτε το σπουδάζει. Το βιώνει όμως μέσα από τη δική της ιδιαίτερη, μοναδική σχέση με τη μητέρα της και κάποιες πάλι φορές βλέποντας και παρατηρώντας άλλες μητρικές συμπεριφορές.
Η μητέρα εκείνη που αγαπά αδιαπραγμάτευτα το παιδί της χωρίς να επιζητά ανταλλάγματα από αυτό πλησιάζει την ιδανική. Εκείνη που απλά τροφοδοτεί το παιδί της με γνώσεις και τα αναγκαία εφόδια για τη ζωή χωρίς την προσδοκία της τελειότητας. Εκείνη που σε όσα κάνει για το παιδί της τα κάνει σιωπηλά χωρίς να χρησιμοποιεί τον ψυχολογικό εκβιασμό «θυσίασα για εσένα τη ζωή μου», ώστε να φορτίζει υποχρέωση και ενοχή το παιδί της, εκείνη πλησιάζει την ιδανική μητέρα.
Συχνά οι μητέρες μέσα στη σχέση με την κόρη μπερδεύονται και χάνουν τον προσανατολισμό τους. Με το να βλέπουν την κόρη τους ως προέκταση του εαυτού τους και να μην αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες επιθυμίες του παιδιού τους, τη μοναδική ατομικότητά του, τα θέλω του, εγκλωβίζουν την κόρη τους και η πάλη και η σύγκρουση θα έρθει αναπόφευκτα, όταν η απόγονος θα θελήσει να διεκδικήσει την αυτονομία της.
Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση η κόρη να μην αντιδράσει ποτέ ανοιχτά και φανερά, να καταπίνει τα «θέλω» της μητέρας της και να μεταμορφώνεται σταδιακά στο «όνειρο της μαμάς» και να το εκπληρώνει με εκπληκτικό ηθικό αντάλλαγμα: «η εξαιρετική και επιθυμητή κόρη μου». Πολυσήμαντη φράση αυτή που κατοχυρώνει μια επιθυμία και στις δύο. Η μία κατάφερε να γίνει η τέλεια κόρη της μητέρας και η άλλη να εκπληρώσει τον ρόλο της και ολοκληρώσει την εικόνα του μισοτελειωμένου της «εγώ». Η μητέρα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να προβάλει τις δικές της επιθυμίες και τα δικά της απωθημένα πάνω στο παιδί της κι ούτε να νιώθει ποτέ ότι απειλείται από τη θηλυκή της απόγονο ή να νιώθει εκτεθειμένη και αποτυχημένη ως μητέρα όταν η κόρη της δεν ακολουθήσει τα θέλω της, γιατί το ίδιο ακριβώς συναίσθημα θα προκαλεί στο παιδί της: «απέτυχα να ικανοποιήσω τη μητέρα μου, δεν αξίζω πολλά, δεν μού αξίζει να με προσέχουν και να με αγαπούν». Συναίσθημα αναξιότητας που θα βασανίζει τη νέα γυναίκα.
Η μητρική αγάπη πρέπει να δίνεται χωρίς προϋποθέσεις. Το αυτονόητο δεν μπορεί να γίνει επιχείρημα. «Σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι, γιατί τη μοναδικότητα της ύπαρξής σου, τις ιδιαιτερότητές σου» θα έπρεπε να είναι η φράση που λέει η κάθε μάνα στην κόρη της. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει ότι και η μητέρα είναι πλήρης ως προσωπικότητα και ότι δεν περιμένει να ζήσει μέσα από τη ζωή του παιδιού της, να συγχωνευτεί στη ζωή της νέας κοπέλας. Η μητέρα πρέπει να έχει το δικό της περιβάλλον, φιλίες, κοινωνική ζωή, δραστηριότητες και να μην επιδιώκει την αδιάλειπτη συνύπαρξη με το παιδί της ως διέξοδο της μοναξιάς της.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου καταπιεσμένα παιδιά γίνονται εχθρικά και επιθετικά απέναντι στις μητέρες τους. Κάποτε ανταποδίδουν και αυτά όλο το φορτίο αρνητικών συναισθημάτων και βιωμάτων της παιδικής ηλικίας. Άλλοτε πάλι δεν ξεσπούν ποτέ. Χωνεύουν το αρνητικό και βαρύ συναίσθημα τιμωρώντας άθελά τους τον εαυτό τους για όσο ζουν και τελικά το κληροδοτούν στις επόμενες γενιές.
Στο συναίσθημα υπάρχει αφθαρσία. Τίποτα δεν χάνεται. Απλώς μετασχηματίζεται».
………..
Μετά τις μικρές «τραγωδίες» των γιορτών, τις είδα πάλι μαζί. Αγκαζέ. Σαν να μη βγήκαν ποτέ τα μαχαίρια, σα να μην έτριξαν δόντια, σα να «όλα καλά και στη θέση τους», γενικώς.
Οι γιορτές, η καθημερινή τριβή, όσα «κουκουλώνει» η απόσταση και η καθημερινότητα, μου εξηγεί, η κυρία Ζωγράφου, το κάνουν αυτό… Νηνεμία, λοιπόν, μέχρι το Πάσχα. Νηνεμία και κατάπαυση πυρός τεχνητή.
Πηγή:
lifo.gr