Μαρία Πολυδούρη: «Να ζήσετε παράλογα»
Μια γυναίκα μελαχρινή, μελαγχολική, συχνά μαυροντυμένη... Υπήρξαν ποιητές, που λίγοι τους θυμούνται πια. Ποιητές του μεσοπολέμου, μιας εποχής ρευστότητας και αβεβαιότητας όπου οι μεγάλες εθνικές προσδοκίες, που γεννήθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, τσακίστηκαν στην μέγγενη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της ακόλουθης Μικρασιατικής Καταστροφής.
Οι ποιητές αυτής της Νεορομαντικής Σχολής δε μπόρεσαν παρά να εκφράσουν τον πόνο και την απαισιοδοξία, που ο καιρός στάλαξε στην ψυχή τους. «Εποχές στοιχειωμένες, καιροί που η ψυχή τους αλαφιάστηκε», εξηγεί ο Άγγελος Τερζάκης.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μια γυναικεία μορφή, μελαχρινή, μελαγχολική, συχνά μαυροντυμένη: Η Μαρία Πολυδούρη.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα τον Απρίλη του 1902. Κόρη του προοδευτικού φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη, ανατράφηκε σε ένα κλίμα προχωρημένου φιλελευθερισμού και πήρε τις βάσεις μιας βαθιάς καλλιέργειας.
Φύση ρομαντική και ευαίσθητη, εξέπεμπε από παιδί μια αύρα μεταφυσική.
Η μοίρα φρόντισε να τη φέρει από νωρίς σε επαφή με το θάνατο, καθώς έχασε δύο από τα αδέρφια της σε νηπιακή ηλικία. Στο Γύθειο, όπου φοίτησε στο Δημοτικό και στο Σχολαρχείο, ανακάλυψε τη συγκίνηση που της προκαλούσαν τα μανιάτικα μοιρολόγια.
Χανόταν για ώρες παρακολουθώντας τις κηδείες συμπολιτών της και γύριζε σπίτι με μάτια κόκκινα από το κλάμα. Ο θάνατος είχε γίνει ο πρώτος σύντροφος της ζωής της.
Μεγαλώνοντας, πέρα από τις άριστες επιδόσεις της στα γράμματα, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά γεγονότα της εποχής, καθώς και για τη γυναικεία χειραφέτηση.
Αναγνώστρια της «Εφημερίδας των κυριών» της Καλλιρόης Παρρέν, δημοσιεύει το πρώτο της ποίημα (Ο πόνος της μάνας) σε ηλικία 14 ετών στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ». Αφορμή ένα τραγικό γεγονός, ο πνιγμός ενός ναυτικού.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών διορίζεται μετά από επιτυχείς εξετάσεις στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Οι αναφορές των προϊσταμένων της κάνουν λόγο για μια υποδειγματική υπάλληλο ανώτερης αξίας.
Την ίδια περίοδο στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον βουλευτή του κόμματος των Φιλελευθέρων Κωστή Μπαστιά, που εισηγείται με νομοσχέδιο στην Ελληνική Βουλή τη γυναικεία ψήφο.
Το 1920 η μοίρα χτυπά το νεαρό κορίτσι ξανά, καθώς χάνει και τους δύο της γονείς μέσα σε διάστημα σαράντα ημερών. Ιδίως ο χαμός της μητέρας της θα της αφήσει ανεξίτηλα τραύματα.
«Μητέρα μου...
Δε σ' ένοιωσα πριν να σε χωριστώ
Μα η θύμησή σου ακέρηα που μου μένει,
Μού δείχνει εμένα,
εκεί να εξιλαστώ
Για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη».
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και γράφεται στην Νομική Σχολή.
Ένθερμη φεμινίστρια γίνεται μία από τις ελάχιστες γυναίκες που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο. Οι συμφοιτητές της την υποδέχονται με χειροκροτήματα. «‘Ο,τι μου δίνει μια ευχαρίστηση πραγματική είναι το Πανεπιστήμιο και μόνο αυτό!.... Παρακολουθώ μ΄ ανοιγμένη όλη την ψυχή μου τη διδασκαλία των καθηγητών μου.»
Στη Νομαρχία, όμως, γνωρίζει την απογοήτευση. Βρίσκει την κατάσταση που επικρατεί εκεί θλιβερή και απογοητευτική. Η εργατική της συνείδηση εξεγείρεται. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα με ένα δεκάρικο! Και εκείνο δανειστό! Θεέ, παντοδύναμε! Και έπειτα να μην είσαι μπολσεβίκος!».
Από τις καταχωρίσεις στο ημερολόγιό της μαθαίνουμε ότι είχε πολλούς θαυμαστές. Ο Σπύρος, ο Νίκος, ο Μενέλαος, ο Χριστόφορος, ένας νεαρός αξιωματικός του Ναυτικού. Όλοι έλκονται από την ομορφιά της και την τριγυρίζουν, όπως οι πεταλούδες το φως.
Μα εκείνη, παρ' όλη τη λαχτάρα να ερωτευτεί βαθιά, χάνει γρήγορα το όποιο ενδιαφέρον έχει γι' αυτούς και τους βλέπει μόνο σαν φίλους. Ενοχλείται μάλιστα από το διαρκές ερωτικό τους ενδιαφέρον.
«Οι φίλοι μου είναι άξιοι φίλοι, αλήθεια, αλλά εγώ είμαι ο συνδετήρ της παρέας. Όταν εγώ λείψω, η παρέα διαλύεται πίσω μου. Γίνεται ότι εγώ θελήσω. Φροντίζουν για τις εντυπώσεις μου από αυτούς. Αυτό με κάνει να λυπάμαι αληθινά, γιατί έτσι μου δείχνουν ότι εγώ μέσα σ΄αυτούς δεν είμαι ότι και αυτοί μεταξύ των.»
Ο έρωτας της ζωής της καταλαμβάνει ένα αντικρινό γραφείο στη Νομαρχία. Είναι ο συνάδελφος της Κώστας Καρυωτάκης, πολλά υποσχόμενος ποιητής, που έχει ήδη εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Κάτι διάβασε στα «άστατα μάτια» του βραχύσωμου και βαρύθυμου αυτού νεαρού η μελαχρινή καλλονή, που τον έκανε να ξεχωρίσει αμέσως από τους συνήθεις θαυμαστές της.
«Τον αγαπώ... τον αγαπώ, καμιά αμφιβολία πια... Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπώ άραγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».
«Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Κοντά σου όλα γλυκά και όλα σα χνούδι, σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.».
Εκείνο τον καιρό η Μαρία δημοσιεύει ποιήματά της σε διάφορα έντυπα. Οι στίχοι της αποτυπώνουν ανάγλυφη την ψυχή της και την σύγκρουση που επικρατεί μέσα της.
Η χαρά και η διάθεση για ζωή της νέας κοπέλας συνυπάρχουν με μια έντονη αίσθηση θλίψης και ματαιότητας. Ούτε, όμως, η προσωπική της ευτυχία της δόθηκε για πολύ.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη. Το θεωρεί άδικο για τη Μαρία να είναι δεμένη με έναν καταδικασμένο και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, ξένη προς τις κοινωνικές συμβάσεις τις εποχής, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά.
Ο Καρυωτάκης, βυθισμένος στη δική του απαισιοδοξία και θλίψη, αλλά και βαθύτατα υπερήφανος, δεν δέχτηκε τη θυσία. Βλέποντας τα όνειρά της να συντρίβονται η Μαρία δεν τον πίστεψε. Θεώρησε πως προφασίστηκε την αρρώστια για να διαλύσει το δεσμό τους.
«Και ήρθες στην πλούσια μου γιορτή
Με χέρια σταυρωμένα...
Εσύ!
Για σένα!
Όχι για με, ω, τίποτε για μένα.»
Οι δυο τους χωρίζουν οριστικά το 1923, αλλά συνεχίζουν να συναντιούνται για λίγο καιρό σαν φίλοι...
Πικραμένη από το ναυάγιο του έρωτά της, αρραβωνιάζεται τον πλούσιο δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, που την πολιορκεί. Ήθελε, ίσως, να πληγώσει τον Καρυωτάκη. Στο λαιμό της, όμως, κρέμεται πάντα ένα μενταγιόν με τη φωτογραφία του.
Είναι η περίοδος που χάνει τη δουλειά στη Νομαρχία και εγκαταλείπει τις σπουδές της στη Νομική. Βρίσκεται σε μεγάλη συναισθηματική σύγχυση και στην αναζήτησή της φοιτά στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουνελάκη, χωρίς όμως να καταφέρει να βρει στην ηθοποιία αυτό που ψάχνει.
Όταν μαθαίνει από κοινούς γνωστούς ότι ο Καρυωτάκης είναι στ’ αλήθεια άρρωστος, οι τύψεις την πλημμυρίζουν. Εκείνος, θυμωμένος μαζί της από τον επιπόλαιο αρραβώνα της, κόβει και τις λίγες φιλικές συναντήσεις που έχουν.
«Δε θαρθης πια, τα χέρια μου να σμίξης τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Δε θαρθης!...
Πώς αργά περνούν οι μέρες.
Κι όσο συ φεύγεις, τόσο με σιμώνει η γνώριμή μου μοίρα.
Τόσο μόνη, τόσον καιρό με τον καημό κρυφό.»
Το 1926 εγκαταλείπει τον αρραβωνιαστικό της και αναχωρεί για το Παρίσι για να σπουδάσει υψηλή ραπτική στο Ecole Pigier. Η πόλη του φωτός τη μαγεύει. Αλλά η γοητεία της γαλλικής πρωτεύουσας δεν είναι ικανή να διαλύσει τα σκοτάδια της ψυχής της.
Η κατάθλιψη την ακολουθεί κατά πόδας.
«Ούτε κι εδώ στην ξενιτιά που μ’ έχει ρίξει
Καθώς με συγκαλά, της δυστυχίας το κύμα
Βρήκα την ταφική του ναυαγίου γαλήνη.»
Εκεί, η μοίρα θα της χτυπήσει ακόμη μια φορά την πόρτα. Προσβάλλεται από φυματίωση.
«Στα στήθη μου βαθιά η πληγή ματώνει
Σα νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της
Που μου ρουφά τα νειάτα και με λύνει. Το είναι όλο τώρα η δύναμή της
Και θα δουλεύει ανύποπτα για κείνη.», γράφει από το νοσοκομείο του Παρισιού, όπου νοσηλεύεται.
Επιστρέφει για να εισαχθεί στο σανατόριο «Σωτηρία», σε ένα δωμάτιο απομονωμένο από τους θαλάμους των άλλων ασθενών.
«Τώρα δεν έχω κάπου πια
Να στρέψω τη θολή ματιά.
Τίποτα δεν προσμένω.
Μόνο το Θάνατο ξανά
Είδα εδώ κάπου να γυρνά
Για κάτι υποσχεμένο.»
Εκεί στο σανατόριο θα πάει να τη βρει ο Καρυωτάκης λίγο πριν αναχωρήσει για την Πρέβεζα, ύστερα από δυσμενή μετάθεση, λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και της προσωπικής του προστριβής με τον Υπουργό Πρόνοιας Κύρκο. Εκείνη αναθαρρεύει και ελπίζει.
«Ήρθες!
Ήρθες!
Πλημμύρισε η χαρά μου και η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.»
Στην Πρέβεζα, όμως, ο Καρυωτάκης πάει για να εκτελέσει την τελευταία πράξη του δικού του δράματος. Αφού της στείλει μια τελευταία επιστολή στην οποία τη συμβουλεύει να ακολουθεί τις οδηγίες των γιατρών και να προσέχει τη διατροφή της, αν θέλει να νικήσει την αρρώστια, αυτοκτονεί στις 21 Ιουλίου 1928.
Ο πεισιθάνατος ποιητής είχε αντέξει 32 μόλις μέρες στην εξορία του. Η σφαίρα δίνει τέλος και στη διάθεση της Πολυδούρη να παλέψει την αρρώστια. Θέλει μόνο να ζήσει έντονα τον καιρό που της απομένει. Βγαίνει συχνά από το νοσοκομείο, πίνει, καπνίζει και παραμελεί τη διατροφή της.
Παράλληλα, όμως, ο πόνος της ωριμάζει μέσα της δύο ποιητικές συλλογές, τις «Τρίλιες που σβήνουν», που εκδίδεται το 1928 και την «Ηχώ στο χάος», που κυκλοφορεί το 1929. Στην πρώτη της συλλογή θα γράψει για τον μοιραίο ποιητή της:
«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ΄αγάπησες στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
Και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ΄αγάπησες….»
Έρχεται σε επαφή με μεγάλες προσωπικότητες της διανόησης της εποχής και απολαμβάνει την φιλία και την εκτίμηση του Άγγελου Σικελιανού, της Μυρτιώτισσας, του Γιάννη Ρίτσου, του Κώστα Ουράνη.
Η φθίση, όμως, δεν συγχωρεί την άστατη ζωή που διάγει.
Χειροτερεύει και μεταφέρεται στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια, όπου αφήνει την τελευταία της πνοή το ξημέρωμα της 29ης Απριλίου 1930.
«Θα πεθάνω μίαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρὺ θανοίγη μες στη γλάστρα μου δειλά ένα ρόδο - μία ζωούλα.
Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.»
Σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης, που της πέρασε μυστικά ένας φίλος της, διατηρώντας εκείνη την ύστατη πρωτοβουλία έναντι του «αόρατου αρχαγγελικού θανάτου», που παράστεκε στο προσκέφαλό της, όπως θα γράψει το 1945 ο Άγγελος Σικελιανός.
Σε μια ιδιόχειρη επιστολή, που βρέθηκε στα πράγματά της, έγραφε για τον εαυτό της πως ήταν «μαύρο ξωτικό, που έχασε το δρόμο του και αντί να ταξιδέψει στον ονειρόκοσμό του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.»
Συμβούλευε:
«Μείνετε πάντα παιδιά…..Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που΄ ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής.».
Και η απογοήτευση πάντα παρούσα:
«Αγαπούσα τη ζωή, μα πάντα αυτή μου ΄παιρνε ότι άλλο αγαπούσα. Και ζωή και Χάρος ήμουν…..»
Γράφει Κάτια Κατιμερτζή
Πηγή: pressworkers.com