Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα που τη λέγαν «Φεϊσμπουκοχώρα». Οι κάτοικοί της ήταν ίδιοι με τους κατοίκους κάθε άλλης χώρας, μόνο που δεν είχαν σώμα. Οι κάτοικοι της Φεϊσμπουκοχώρας ήταν οι λέξεις τους. Οι λέξεις αυτές μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Αλλες ήταν εύρωστες κι άλλες ασθενικές. Αλλες μπορούσαν να σε πλανέψουν, να σου κλείσουν το μάτι, να σου κάνουν τα γλυκά μάτια. Κι άλλες να σου ρίξουν μια μπουνιά στη μύτη. Οι πιο δύστροπες σε φτύναν κατάμουτρα. Κάποιοι θα πουν πως πίσω από τις λέξεις βρίσκονται τα αισθήματα. Θα συμφωνήσω μαζί τους. Τα αισθήματα κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα στους δρόμους της Φεϊσμπουκοχώρας, προκαλώντας
κυκλοφοριακό χάος. Μολύναν τον ουρανό με το διοξείδιο της αγάπης και του μίσους. Αγάπη και μίσος: περιφέρονταν γυμνά σε λεωφόρους και σοκάκια· ξετσίπωτα.
Οι κάτοικοι της Φεϊσμπουκοχώρας δεν είχαν σπίτια. Είχαν μόνο τοίχους που τους στολίζανε νυχθημερόν με ό,τι βάζει ο νους σας. Φωτογραφίες χρωματιστές κι ασπρόμαυρες, τις λεγόμενες «καλλιτεχνικές». Πίνακες ζωγραφικής από μουσεία, ιδιωτικές συλλογές κι επαρχιακά κουρεία. Στίχους, αλλά κι ολόκληρα ποιήματα, σονέτα και σουρεαλιστικά αλεξικέραυνα. Φωτογραφίες με μωρά που περιστρέφονται σαν δερβίσηδες, κουτάβια με μπιμπερό, γατιά που χάθηκαν, παλαιούς εραστές που ξαναβρέθηκαν. Ολα τούτα συνοδεύονταν από αμέτρητα τραγούδια, όσα και οι στιγμές της ζωής, τα σκοτάδια της ψυχής, οι κόκκοι της άμμου. Αλλοι κρεμάγανε στους τοίχους τους απόψεις σοφών κι αποστάγματα εμπειριών: σφουγγάρια με τα οποία μαζεύανε την υγρασία του κόσμου. Κι άλλοι, οι πιο θαρραλέοι, κοτσάρανε τις ιδέες τους, γιατί κι από αυτές υπήρχαν άφθονες στη Φεϊσμπουκοχώρα: κυκλοφορούσαν με ορμή κι όχι με τη νωθρότητα των αισθημάτων, πέφτανε πάνω σε άλλες ιδέες και τότε γίνονταν δυστυχήματα, κάποια μάλιστα πολύνεκρα, και τα πτώματα των ιδεών στοιβάζονταν στα πεζοδρόμια και κανένα ασθενοφόρο δεν ερχόταν να τα μαζέψει.
Σ’ αυτή τη χώρα έφτασε ένα πρωί η Μπελαντόνα, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, και γνώρισε τον Νεανία. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από μια φωτογραφία όπου τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα το καθένα με άλλο χρώμα και είπε: «Εχει μια διαστροφή η γκόμενα, γουστάρω». Εκείνη απογοητεύτηκε ελαφρώς που ο Νεανίας δεν ήταν τόσο νέος, η φωτογραφία του με το μαγιό άφηνε να φανούν τα ψωμάκια της αγυμνασιάς, αλλά η Μπελαντόνα έψαχνε ένα στήριγμα και πίστεψε πως το βρήκε.
– Θέλεις να τα φτιάξουμε; τη ρώτησε εκείνος στο Inbox κι έβαλε αντί για ερωτηματικό ένα χαμογελάκι.
– Είσαι ελεύθερος; τον ρώτησε αυτή (χαμογελάκι).
– Και να μην ήμουνα, θα σ’ το ’λεγα; (χαμογελάκι κοροϊδευτικό με γλωσσίτσα).
– Τότε θέλω (καρδούλα).
– Ωραία (πάλι καρδούλα).
– Και τώρα τι κάνουμε;
– Πάμε μια βόλτα στον τοίχο της Γλυκερίας της Ποιήτριας. Εχει χάζι.
Ξεκίνησαν μαζί, αλλά δεν έφτασαν. Ούτε μαζί ούτε χώρια. Ο Νεανίας σταμάτησε να βοηθήσει το Παπί που είχε αρπάξει τον Φιλελέ απ’ το πέτο και του ’σερνε τα εξ αμάξης. Εκείνος είχε ξυπνήσει στα ντουζένια του και τα ’χε βάλει με όλους: τους απεργούς που απεργούνε, τους εργαζόμενους που δεν είναι παραγωγικοί, τους απολυμένους που έχουν το θράσος να παίρνουν επίδομα ανεργίας, τους άστεγους που δεν κοιμούνται στο σπίτι που δεν έχουν, τους συνταξιούχους που δεν πεθαίνουν, τους μαθητές που δεν τρέφονται σωστά και λιποθυμάνε, τους νεφροπαθείς που δεν πουλάνε το άλλο τους νεφρό για να ολοκληρώσουν τη θεραπεία. Το Παπί βγάζει μια παπίσια ιαχή και πιάνονται μαλλί με φτερό. Ο Νεανίας βρίσκει την ευκαιρία να το σκάσει για να συμπαρασταθεί σε δύο Συριζαίες που είχαν μπει με το «έτσι θέλω» στην αυλή μιας Δημαρίτισσας, απαγορεύοντάς της να χρησιμοποιεί τη λέξη «ευθύνη» σε κάθε πτώση και αριθμό. Εκείνη τους απάντησε με δώδεκα λεκάνες μπουγαδόνερα, μία για κάθε συνιστώσα, και η σύρραξη γενικεύτηκε με συντροφικά μαχαιρώματα, καρεκλοπόλεμο, κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, προσωπικές επιθέσεις, χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη, πιστοποιητικά αριστεροσύνης, ειρωνείες, αμοιβαίες διαγραφές, μπλοκαρίσματα και στίχους του Αναγνωστάκη. Τους ίδιους κι απ’ τις δυο πλευρές.
Η Μπελαντόνα είχε ξεκινήσει να φύγει, αλλά μια βροχή από αιτήματα φιλίας την κράτησε στον τοίχο της. Ετσι βρήκε την ευκαιρία να αναρτήσει δυο τραγούδια της Αρβανιτάκη, τρεις στίχους της Δημουλά και το «So Sad» της Μάριαν Φέιθφουλ που δίνει μια υποψία βάθους και στην πιο ρηχή ψυχή. Είδε τα πρώτα like να τρέχουν κι άρχισε να μυείται στις τελετές της δημοφιλίας. Σήκωσε την μπλούζα της και κοίταξε τις μελανιές που άφησαν στα πλευρά της τα poke των ερωτιδέων. Ανάμεσά τους τρεις έφηβοι, ένας ψαροντουφεκάς και δυο βερολινέζες λεσβίες. Κολακεύτηκε κι ανταπέδωσε το σκούντημα σε όλους. Κι ύστερα αποφάσισε να εξερευνήσει τον βάλτο των like, βαδίζοντας προσεχτικά ανάμεσα στους τοίχους. Μέθυσε γρήγορα από τις αναθυμιάσεις των σχολίων και των αναρτήσεων. Το χέρι της αυτονομήθηκε κι άρχισε να πατάει like όπου έβρισκε: σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, φιλοτροϊκανούς και Μοϊκανούς, επαναστάτες και πασιφιστές. Like στους αψίκορους και στους σκεπτικιστές, στους θρήσκους και στους αγνωστικιστές, στους φιλόξενους και στους άξενους, στους οπαδούς και στους αρνητές. Like στον ευφυή που επιδείκνυε την ανοησία του και στην ανάλγητη που καμάρωνε για τις φιλανθρωπίες της. Like σε τοπία και πόλεις, φύλλα και δάση, θηρία και πουλιά, like στις παντρειές και στους χωρισμούς, στις ξυραφιές και στα μέλια. Like στους φίλους που τσακώθηκαν και σ’ αυτούς που ξανασμίξανε. Like στα ποιήματα που βγήκαν άψητα απ’ τον φούρνο και στ’ άλλα που είχαν μπαγιατέψει στα συρτάρια. Like στους καβγάδες των ποιητών, στην ανασφάλεια των ηθοποιών και στα φάλτσα των τραγουδοποιών.
Like σε πρωτοποριακούς και κλασικιστές, μοντέρνους και μεταμοντέρνους, συστημικούς και περιθωριακούς, κρίνοντες και κρινόμενους, πτωχούς τω πνεύματι και φτωχοαλαζόνες. Like στους ομοφυλόφιλους ακτιβιστές, αλλά και στ’ ανέκδοτα για τις αδελφές. Like στον νεκροθάφτη, στο πτώμα και στο φτυάρι. Like και στα μικρά διαμάντια που γυαλίζανε εκεί που η απελπισία αποδεχόταν τον εαυτό της. Like στο άγνωστο που ανοιγόταν μπροστά. Και like στην περιπέτεια.
Ο Νεανίας έχασε την Μπελαντόνα μέσα στον λαβύρινθο των like. Επέστρεψε στον τοίχο του και προσυπέγραψε το αίτημα για να σωθούν τρεις λευκές φάλαινες που βολοδέρναν άσκοπα στον Ατλαντικό. Κι ενώ ετοιμαζόταν να απαιτήσει την επιστροφή μιας επιτύμβιας στήλης από το Βρετανικό Μουσείο Κλεπταποδοχών, είδε το πρώτο like της Μπελαντόνας στη Φίρμα.
Μάλλον η τύπισσα είναι μπάζο, συμπέρανε και ποστάρισε το τραγούδι του Διονυσίου: «Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος».
Εκείνη την ώρα η Μπελαντόνα έγραφε ένα μακροσκελές μήνυμα στο Inbox της Φίρμας, όπου απαριθμούσε τις φορές που η συγγραφέας τη συνεπήρε με το ταλέντο της. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα επίθετα, τα θαυμαστικά, τις κολακείες κι ούτε παρέλειψε να τονίσει την εμμονή της πως η Φίρμα έγραφε αποκλειστικά γι’ αυτήν. Το είδωλό της απάντησε με μια χαμογελαστή φατσούλα που φορούσε μάλιστα και μαύρα γυαλιά.
Δεν ήταν οποιοδήποτε εμότικον: ήταν το ιερό Γκράαλ. Η Μπελαντόνα το κράτησε ευλαβικά και ξεκίνησε την πορεία της στη λεωφόρο της Φίρμας: κάθε post και σταθμός, κάθε σταθμός και like. Η Φίρμα ήταν ένας ακάματος δημιουργός. Τα εξώφυλλα των βιβλίων της τα είχε καταχωρίσει με χρονολογική ακρίβεια σε ειδικό άλμπουμ. Οι κριτικές των έργων της, όμως, εμφανίζονταν σκόρπιες εδώ κι εκεί, γιατί η Φίρμα αδιαφορούσε γι’ αυτές. Τρεφόταν πια με τα δικά της κείμενα, τις συνεντεύξεις, τις ραδιοφωνικές συνομιλίες, τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, τα εγκώμια στους φίλους και την πολεμική στους αντιπάλους. Η Φίρμα ήταν γενναία: ήξερε να κλείνει λογαριασμούς, ν’ ανοίγει καινούργιους, να ρίχνεται στη μάχη, να προκαλεί, να φωτίζει με τα βεγγαλικά της το στερέωμα της αμάθειας και του σκοταδισμού. Τι κι αν τα βεγγαλικά σβήναν γρήγορα; Εκείνη είχε αμέτρητα στο αμπάρι της. Η θητεία της στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας την είχε μυήσει στις τεχνικές της πρόκλησης, που τις έβαζε σ’ εφαρμογή ενθουσιάζοντας το κοινό της, ένα κοινό χορτασμένο κι απαιτητικό. Αν και ήταν γνωστή η ένταξή της σ’ έναν εποχικό πολιτικό συνδυασμό, εκείνη είχε το προϊόν της να φροντίζει. Και προϊόν της Φίρμας ήταν ο ίδιος ο εαυτός της: το όνομά της και η φήμη της. Επρεπε να τα γυαλίζει, να τα ανανεώνει, να τα τοποθετεί εκεί που θα τα βλέπουν όλοι: πρώτη σειρά στο ράφι της διασημότητας, πρώτο τραπέζι στην πίστα της επικαιρότητας. Αλλά η συγκίνηση της Μπελαντόνας κορυφώθηκε με τη διαπίστωση πως, κατά βάθος, η Φίρμα ήταν απλός άνθρωπος. Περιέφερε τον πάγκο με την πραμάτεια της από πανηγύρι σε πανηγύρι. Ηταν ο πιο βροντερός τελάλης, ο ασύγκριτος πωλητής. Εσφιγγε χέρια, μοίραζε χαμόγελα. Εκανε τον εαυτό της πρωταγωνιστή στο δικό της «Μπιγκ Μπράδερ».
«Κοιτάξτε με», έλεγε, «είμαι σαν κι εσάς. Αυτά είναι τα αποφάγια της τούρτας μου (614 like), σ’ αυτό το φλιτζάνι πίνω καφέ (597 like), αυτή τη συναγρίδα ξεκοκάλισα (779 like).
Ναι, η Φίρμα ήταν ένας άνθρωπος απλός. Και η απλότητά της επιβραβευόταν καθημερινά στη Φεϊσμπουκοχώρα. Η «καλημέρα» της ξεσήκωνε 500 like, μια φωτογραφία του εσωρούχου της 2.029 like και η λυπητερή ιστορία της μητέρας της 1.800 like, χώρια οι κοινοποιήσεις.
Την υπόλοιπη μέρα ο Νεανίας κυνηγούσε την Μπελαντόνα από το ένα σχόλιο στο άλλο, κι όλο την έχανε την τελευταία στιγμή. Δεν ήταν εύκολο. Τρεις φορές πάτησε τις φλούδες των LOL και σωριάστηκε καταγής. Εσκυβε κάθε λίγο και λιγάκι για ν’ αποφύγει τα RIP που ρίχνονταν για τον θάνατο του εθνικού μας τραγουδιστή. Αργά το απόγευμα άνοιξε την ομπρέλα για να προστατευτεί από τις κουτσουλιές εκείνων που μονολογούσαν. Αλλαξε πεζοδρόμιο για να γλιτώσει από μια παρέα τρολ που γλείφανε τα κοκαλάκια ενός ανύποπτου περαστικού. Εστριψε αριστερά και μπήκε στον Πύργο της Μουσικής. Μια φασαρία με νότες από όλα τα είδη, τους ρυθμούς και τα όργανα τον ρούφηξε και τον έστειλε σε διαδρόμους που βυθίζονταν και σκάλες που ανέβαιναν χωρίς να κατεβαίνουν. Ανοιξε μια πόρτα και είδε τον Τσιτσάνη, καθισμένο στο πάτωμα, ν’ ακούει τον Σοπέν που έπαιζε στο πιάνο μια μαζούρκα. «Πώς θα φύγω από ’δώ μέσα;» τον ρώτησε ο Νεανίας. «Απ’ το παράθυρο» του είπε ο Τρικαλινός, ενοχλημένος που διέκοψαν τον ρεμβασμό του.
Επεσε πάνω στην Μπελαντόνα την ώρα που έβγαινε απ’ το δισκάδικο της Χίλντας να πάει στο μπαρ του Στεφανάκου. Εκείνη τον είδε χλωμό κι ανησύχησε.
«Πάμε μια βόλτα απ’ τον τοίχο της Ολιας», της πρότεινε, «εκεί φυσάει πάντα αεράκι. Θα με χτυπήσει και θα συνέλθω».
Η Ολια έλειπε. Στη θέση της βρήκαν τον Παραμυθά.
«Η Ολια λείπει ακόμα κι όταν είναι εδώ» τους πληροφόρησε.
«Κι εσύ τι θες στον τοίχο της;» τον ρώτησε ο Νεανίας, που άρχισε να βράζει απ’ τον θυμό του.
«Παίρνω μαθήματα» του απάντησε ο Παραμυθάς. «Η Ολια μιλάει μόνο για ό,τι έζησε και λέει λιγότερα απ’ όσα ξέρει. Το αντίθετο από μένα, δηλαδή».
«Ασ’ τα αυτά» τον έκοψε ο Νεανίας, που είχε βαρεθεί τις σοφιστείες του. «Εμάς τι θα μας κάνεις;».
«Εσείς θα ζήσετε τη ζωή που φαντάστηκα. Θα σας κληροδοτήσω τα λάθη μου. Θα υποστείτε τις δουλείες που υφίσταμαι. Θα γίνετε ματαιόδοξοι και υποκριτές όσο κι εγώ. Ειλικρινείς με τους εχθρούς σας και δειλοί με τους φίλους σας. Θα φοβάστε διαρκώς μην τους χάσετε. Θα τρομάζετε με το κτήνος μέσα σας. Θ’ αφήνετε τις λέξεις σας να ερωτεύονται αντί για σας. Να μάχονται αντί για σας. Κι ύστερα οι λέξεις σας θα λιγοστεύουν σιγά σιγά. Θα πατάτε τα like σας βαριεστημένα. Χωρίς να ξέρετε αν αυτά που βλέπετε σας αρέσουν ή όχι. Τα τραγούδια δεν θα τ’ ακούτε πια. Τα ποιήματα θα σας περιγελούν. Οι φωτογραφίες θα σας γυρίζουν την πλάτη. Γιατί δεν θα ’χετε ζήσει τίποτα. Θα βλέπετε την πραγματικότητα να γεννιέται το πρωί και να πεθαίνει το βράδυ. Θα είναι ψεύτικη, αλλά εσείς θα την περνάτε γι’ αληθινή. Ετσι θα φεύγουν οι μέρες, μέχρι να μείνετε μόνοι με τις λέξεις σας. Μέχρι να σβήσουν κι αυτές, κι εσείς να γίνετε αναμνήσεις χωρίς σώμα. Κανείς δεν θα σας θυμάται πια. Κανένας δεν θα μπορεί να πει αν ζήσατε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα» είπε ο Παραμυθάς και σηκώθηκε μ’ ένα σκέρτσο που έκανε τα μανίκια του να γελάσουν.
«Πού πάτε τώρα;» τον ρώτησε η Μπελαντόνα τρομαγμένη.
«Στη φίλη μου, τη Μoment in the Wind. Εχουμε κανονίσει μια ποκίτσα».
Του Χρήστου Αγγελάκου
Aπο το βημα
Διαβάστε περισσότερα http://ektiesthisi.blogspot.com/2013/03/blog-post_28.html#ixzz2v5C1AsR8