Είναι ένας κολπίσκος στην άκρη του κόσμου. Αυτοκίνητο δε φτάνει ως εκεί, μήτε μηχανή. Τα λάστιχά τους θα γίνουν κομμάτια απ’ τις πέτρες που προβάλουν σαν μαχαίρια από τα ξερά χώματα που τον περιβάλλουν σαν βιβλική έρημος. Δρόμοι ή μονοπάτια δεν υπάρχουν. Τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια πάνε παντού, αλλά εκεί δεν πάνε. Μόνο κατσίκια είναι ικανά να κατηφορίσουν τα απότομα βράχια και τα γκρεμνά που τον περισφίγγουν. Απ’ τη μεριά της θάλασσας, τα πράγματα είναι χειρότερα. Σκάφη και βάρκες και αστραφτερά κότερα είναι ανήμπορα να προσεγγίσουν τον κόλπο. Αθέατοι ύφαλοι έχουν οχυρώσει την είσοδό του, περιμένοντας τις φουσκωμένες σαμπρέλες ή τις ανυποψίαστες καρίνες για να τις κομματιάσουν. Θαλασσινά ποτάμια και ανάποδα ρεύματα κυλούν ακατάπαυστα προς τα ανοιχτά, διώχνοντας όποιον αποπειραθεί να εισβάλλει. Ο κολπίσκος δεν θέλει επισκέπτες. Εκεί θα είμαι.
Θα τρώγω ωμά αγριοκούνελα, ξερά πικραμύγδαλα και άγουρα σύκα. Θα πιάνω τις ακρίδες, θα τους ξεριζώνω τα πίσω πόδια για να τα μασουλίσω και θα τις αφήνω ζωντανές και ακρωτηριασμένες πάνω στα φύλλα μέχρι να ‘ρθουν τα πουλιά να τις αποτελειώσουν. Κάθε πρωί θα γλείφω τα φυλλαράκια των κέδρων για να παίρνω λίγη από την υγρασία της αυγής, υγρασία αλμυρή αφού στον κολπίσκο το αλάτι έχει ποτίσει τα πάντα. Θα τουρτουρίζω τα βράδια και θα καίγομαι τη μέρα. Εκεί στην άκρη του βράχου θα είμαι σκαρφαλωμένος και θα παρατηρώ τα ψάρια που βολτάρουν στον γάργαρο βυθό. Να ξεμείνω από τσιγάρα και να φωνάζουν οι εθισμένοι νευρώνες μου ζητώντας τη νικοτίνη τους. Ούτε αλκοόλ θα ‘χω, να καταλαγιάζει τις μανίες μου. Και θα βάζω κάθε μέρα στη σειρά τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου και θα τους σκοτώνω έναν-έναν. Ν’ απαλλαγώ εγώ απ’ αυτούς κι εκείνοι από μένα.
Δυο φορές την ημέρα θα ρίχνω τα προσόντα μου στα χαλίκια και θα τα κλωτσάω μέχρι να ματώσουν, να ψοφήσουν σαν τα σκυλιά. Να μην έχω πια προσόντα, μήτε ικανότητες, μήτε γνώσεις. Να είμαι ανήμπορος να μιλήσω, ανίκανος να γράψω, ανάξιος να προδώσω ή να προδοθώ. Και θα φτύσω από μέσα μου τους στίχους των ποιητών και τα ξεσπάσματα των πεζογράφων, τι τα θέλω; Σάματις με βοήθησαν σε κάτι; Οι Καβάφηδες, οι Ντοστογιέφσκηδες, οι Σιοράν, οι Φώκνερ και όλα τα παρόμοια φυράματα, θα εξαφανιστούν μια και καλή. Ο κολπίσκος δεν ανέχεται τέτοια υποκριτικά καθάρματα που διατυμπανίζουν πως η ποίηση και η λογοτεχνία ανήκουν σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη, χωρίς να λένε πως τους ανήκει ως ένα επιπλέον βάρος.
Θα τρώγω ωμά αγριοκούνελα, ξερά πικραμύγδαλα και άγουρα σύκα. Θα πιάνω τις ακρίδες, θα τους ξεριζώνω τα πίσω πόδια για να τα μασουλίσω και θα τις αφήνω ζωντανές και ακρωτηριασμένες πάνω στα φύλλα μέχρι να ‘ρθουν τα πουλιά να τις αποτελειώσουν. Κάθε πρωί θα γλείφω τα φυλλαράκια των κέδρων για να παίρνω λίγη από την υγρασία της αυγής, υγρασία αλμυρή αφού στον κολπίσκο το αλάτι έχει ποτίσει τα πάντα. Θα τουρτουρίζω τα βράδια και θα καίγομαι τη μέρα. Εκεί στην άκρη του βράχου θα είμαι σκαρφαλωμένος και θα παρατηρώ τα ψάρια που βολτάρουν στον γάργαρο βυθό. Να ξεμείνω από τσιγάρα και να φωνάζουν οι εθισμένοι νευρώνες μου ζητώντας τη νικοτίνη τους. Ούτε αλκοόλ θα ‘χω, να καταλαγιάζει τις μανίες μου. Και θα βάζω κάθε μέρα στη σειρά τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου και θα τους σκοτώνω έναν-έναν. Ν’ απαλλαγώ εγώ απ’ αυτούς κι εκείνοι από μένα.
Δυο φορές την ημέρα θα ρίχνω τα προσόντα μου στα χαλίκια και θα τα κλωτσάω μέχρι να ματώσουν, να ψοφήσουν σαν τα σκυλιά. Να μην έχω πια προσόντα, μήτε ικανότητες, μήτε γνώσεις. Να είμαι ανήμπορος να μιλήσω, ανίκανος να γράψω, ανάξιος να προδώσω ή να προδοθώ. Και θα φτύσω από μέσα μου τους στίχους των ποιητών και τα ξεσπάσματα των πεζογράφων, τι τα θέλω; Σάματις με βοήθησαν σε κάτι; Οι Καβάφηδες, οι Ντοστογιέφσκηδες, οι Σιοράν, οι Φώκνερ και όλα τα παρόμοια φυράματα, θα εξαφανιστούν μια και καλή. Ο κολπίσκος δεν ανέχεται τέτοια υποκριτικά καθάρματα που διατυμπανίζουν πως η ποίηση και η λογοτεχνία ανήκουν σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη, χωρίς να λένε πως τους ανήκει ως ένα επιπλέον βάρος.
Εκεί θα ‘μαι όλο τον καιρό. Κι αν τολμήσει κανένας κερατάς ν’ αψηφήσει το επικίνδυνο μονοπάτι ή τους ύπουλους υφάλους και εμφανιστεί μπροστά μου, μα την Παναγία θα του το κόψω το λαρύγγι και θα τον θάψω εκεί, στην άκρη της άμμου. Όταν καταπολεμώ τους καρκίνους που με δέρνουν, δε θέλω παρέες. Κι αν μέσα στη διόραση που φέρνει η εξάντληση, το αλάτι, ο σκληρός ήλιος και το αντιβούισμα της ίδιας σου της φωνής στους γκρεμούς… αν λέω, εμφανιστεί κανένας Θεός να με σώσει, θα του το πω καθαρά: «Άει τράβα στη δουλειά σου, Χριστιανέ μου».
Αυτά θα κάνω τούτο το καλοκαίρι.
Αυτά θα κάνω τούτο το καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου