Έχω μια συνήθεια. Ένα βίτσιο, αν θέλετε. Πηγαίνω πάντα σε ένα συγκεκριμένο μπαρ γιατί μου αρέσει να πίνω -όταν βαριέμαι την μπύρα και το κρασί- ένα συγκεκριμένο κοκτέιλ φτιαγμένο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Με κουράζει να ζητάω κάθε φορά από τον μπάρμαν να ακολουθήσει τη δική μου δοσολογία. Για να μην πω ότι συνήθως με περνάνε για ψώνιο και σνομπ που τους λέει πώς να κάνουν τη δουλειά τους. Άλλωστε, είναι πολύ απελευθερωτικό μόλις κάθεσαι στην μπάρα μετά από λίγο να έρχεται το ποτό σου χωρίς να χρειάζεται να παραγγείλεις. Οι απλές συνήθειες είναι πολύ σημαντικές για την ψυχή μας, από ό,τι δείχνει η απλότητά τους.
Για να μη μακρηγορώ, σκαρφάλωσα στο σκαμνί του μπαρ και μέσα σε λίγα λεπτά η Εκάβη με ένα ζεστό χαμόγελο -το μόνο που προσφέρει απλόχερα, προς απογοήτευση όλων των θαμώνων- άφησε μπροστά μου το degrade σκουρόχρωμο ποτό: Cuba Libre.
Καθώς το πλησίασα στο στόμα μου η μυρωδιά του μου έφερε αμέσως στο μυαλό εκείνες τις νύχτες στα μπαρ της Αβάνα που μέσα στην άχλη της παραζάλης μου παρακολουθούσα όμορφες καλλίγραμμες μουλάτες να κινούνται γεμάτες ερωτισμό στους ρυθμούς της σάλσα. Τελικά, τίποτα δεν βοηθά ευκολότερα μια ανάμνηση να ξεπηδήσει από μια μυρωδιά.
Κατέβασα μια μεγάλη δόση και το ποτό κατρακύλησε απολαυστικά στο λαρύγγι μου, προσφέροντάς μου αυτόματα μια αίσθηση ηρεμίας. Ξαφνικά το άγχος της ημέρας διαλύθηκε στη γλυκόπικρη γεύση του αλκοόλ. Έχει αυτή την ιδιότητα: Μόλις τρέχει στις φλέβες σου αρχίζει να ποτίζει το δέντρο της γαλήνης. Φέρνει σε μας τους ατάλαντους ό,τι η έμπνευση προσφέρει στον ποιητή ώστε να αρπάξει το χαρτί... Είναι για μας τους άθεους ό,τι η προσευχή για τον μοναχό...
Ως πατέρας που έχει μεγαλώσει δυο παιδιά, αποφεύγω πάντα να υπερασπίζομαι το αλκοόλ, τη βία και τα ναρκωτικά. Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσω ότι σε ορισμένες περιπτώσεις της ζωής μου εμένα με είχαν βοηθήσει.
Κοίταξα το ποτήρι μου. Είχα κατεβάσει περισσότερο από το μισό. Το τελείωσα και το έσπρωξα προς την Εκάβη. Θα υπήρχε και συνέχεια. Αυτό ήταν βέβαιο. Το θέμα είναι αν θα παρέμενα στα όρια ασφαλείας. Αυτή η περίεργη σχέση της αντιστρόφου αναλογικότητας του ποτού με την ηρεμία, έχει μια λεπτή γραμμή. Δεν είναι λίγες οι φορές που την έχω σβήσει. Κι όταν την ξεπεράσεις... Τι αντίφαση...
Αλλά δεν ήταν η μόνη αντίφαση σκέφτηκα, κοιτάζοντας και πάλι το γεμάτο ποτήρι. Χαμογέλασα. Cuba Libre. Το εθνικό ποτό μιας χώρας, συνώνυμο της ελευθερίας της. Το ρούμι, η ψυχή και το άρωμα μιας χώρας που πάλλεται από μουσική και πάθος για ζωή, δένει αρμονικά με την πιο εμβληματική φίρμα του αμερικανικού καπιταλισμού. Μιας χώρας που έχει αναγάγει σε «μότο» την ψευδαίσθηση ότι η σκληρή δουλειά μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη ζωή η οποία αρχίζει και τελειώνει με ένα σπίτι στα προάστια και δυο αυτοκίνητα.
Κι όμως, αυτή η σύγκρουση και η αντίθεση των δυο κόσμων έδωσε τη θέση της σε κάτι νέο, θεσπέσιο, που ήρθε να διαλύσει τις μεμονωμένες ταυτότητες των συστατικών του σε μια νέα. Υποταγμένη μόνο στον εαυτό της. Η διαλεκτική της αντίθεσης στην πλήρη εφαρμογή της. Ανυπαρξία ηγεμονισμού. Δυο κόσμοι συγκρούστηκαν με έναν τελείως ρευστό τρόπο, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον σε μια σχέση ερωτική, προσφέροντας ο καθένας ό,τι καλύτερο διαθέτει. Τα μοναδικά στοιχεία του «εγώ» υποτάχθηκαν στο όλον της νέας ταυτότητας. Η αντίφαση αναπτύσσεται σε όλο της το μεγαλείο. Το νέο, χωρίς ουσιαστικά να αρνείται τους δεσμούς του με το παλιό, τους μεταλλάσσει σε νέους κρίκους μαζί με τους δεσμούς του αντιπάλου του. Και οι δυο μαζί επιβεβαιώνουν τον εαυτό τους αναδυόμενοι σε κάτι άλλο, πρωτογενές. Οι αντιφάσεις καταργήθηκαν, καταλύθηκαν από κάποιο νέο επίπεδο αλήθειας... Αυθόρμητα μου ήρθαν στο μυαλό οι Μοντέκοι και οι Καπουλέτοι. Αυτές τις δυο οικογένειες, με το άσβεστο μίσος μεταξύ τους, που από τα δυο παιδιά τους γεννήθηκε ο μεγαλύτερος έρωτας στην ιστορία: Ρωμαίος και Ιουλιέτα - Cuba Libre. Ό,τι είναι το έργο στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι το ποτό στην ιστορία του παγκόσμιου αλκοολισμού.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε παραλήρημα. Ο Χέγκελ και ο Σαίξπηρ βρίσκονταν, ξαφνικά, να πίνουν μαζί μου. Τι συνειρμοί είναι αυτοί; Πάει, μου 'χει σαλέψει.
«Πού ταξιδεύεις;» η φωνή του Τάκη, που είχε φτάσει μαζί με τον Γιώργο και τον Μιχάλη, με έφερε στο παρόν. Χαμογέλασα.
«Σκεφτόμουν μια έρευνα» του απάντησα, «που λέει ότι ένας στους τέσσερις ανθρώπους είναι ή νευρωτικός η ψυχωτικός ή ανισόρροπος.».
«Ε και;» Απόρησε...
«Να, αυτό που με ανησυχεί είναι ότι εσείς και οι τρεις φίλοι, μου φαίνεστε απολύτως φυσιολογικοί»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου