«Μωρέ, πού το θυμήθηκες;», ήταν η πρώτη φράση που του είπαμε όλοι. Κέντρο διασκεδάσεως. Κάποτε άντρο του ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να κλείσεις τα μάτια να δεις τον Κουλούρη να χτυπάει το πόδι στα ψηλά της ζεϊμπεκιάς, τον Τσοχατζόπουλο να ανοίγει φτερά στο «Αετός χωρίς φτερά» (τότε είχε παγωνιού φτερά), τον Ανδρέα να του χτυπάνε παλαμάκια κωλοκαθισμένοι οι σφουγγοκωλάριοι. Μπορεί να δεις και τα άλλα… Έλα, προχώρα τη φαντασία σου… Να δεις τον σερβιτόρο να λέει, πάνω στο τσακίρ τους το κέφι, «Ξέρετε, κύριε Υπουργέ, η αδελφή μου…», «Πάρε αύριο τηλέφωνο, παιδί μου. Θα το τακτοποιήσουμε», να δεις την κυρία στην τουαλέτα καθώς θα περνάει ξανά ένα χεράκι απολύμανσης, «Ξέρετε, κύριε Υπουργέ, ο άνδρας μου…», «Θα το τακτοποιήσουμε, Μαρία». Να δεις τον κύριο που την τίναζε στον δίπλα ουρητήρα, «κ. Υπουργέ, δεν είναι η ώρα, αλλά εργάζομαι στην Ολυμπιακή». Μπορεί να φανταστείς πολλά «Θα το τακτοποιήσουμε», σε τούτο το μαγαζί.
Ωστόσο, στη σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα κέντρο που το ακολουθεί η φράση «μωρέ, πού το θυμήθηκες;». Εκεί μας κάλεσε. Και πήραμε όλοι μεγάλη χαρά. Σε κείνη την ντεμοντέ έξοδο. Με τα παλιομοδίτικα τραγούδια και την παραγγελία «Ουίσκι και ξηροί καρποί». Χρόνια είχα ν΄ακούσω... «Ουίσκι και ξηροί καρποί». Και χάζευα την πίστα. Δεν χορεύουν πια άνθρωποι αλλά σχολές, όπως στο Ρίο της Βραζιλίας. Η επίδραση του «Dancing with the stars» στη ζωή μας. Και βλέπεις ένα σωρό μαθητές να μετράνε βήματα στο χασάπικο. Να τα βρίσκουν, να τα χάνουν. Όπως και να 'χει, μεγάλη υπόθεση ο χορός. Η απόλυτη έκφραση ελευθερίας. Πόσο μ΄αρέσει!
Να μην πολυλογώ… Κάποια στιγμή ήρθε και αυτός. Ένας ακόμα στην παρέα μας. Τηλεοπτικός αστέρας. Δεν το είχε αυτοσκοπό ο άνθρωπος… Είναι να μη σε πάρει η φήμη στο κατόπι. Η τηλεόραση, μεγάλο τραύμα. Πού να βρεις βηματισμό καθρεφτισμένος στα μάτια των πολλών. Πόσοι πρόκοψαν με δαύτη; Μικρός ο τόπος μας… Τον βλέπεις μια τον «τηλεοπτικό», τον βλέπεις δυο, τον βλέπεις τρεις… «Άντε, μωρέ, τον μαλάκα!», ξεσπάς κι ας μη σου φταίει. Έτσι έλεγα και γω για δαύτον. Τον αδικούσα. Μέχρι που διάβασα κείμενά του. Έδωσα άλλοθι στη συνείδησή μου «αυτός αδικεί τον εαυτό του», είπα και ξένοιασα. Ήρθε, που λέτε, φουριόζος και τον χάιδεψαν αμέσως οι γυναίκες. Άλλη του τσίμπησε το μαγουλάκι, άλλη τον φίλησε. Είναι ζουμπουρλός. Στο καπάκι ήρθε ο μετρ. Χαμογέλασε και έσκυψε αυτόματα την πλάτη πλαγιαστά: «Τι να σας φέρουμε;», τον ρώτησε. «Ό,τι πίνει η παρέα», είπε εκείνος απλά. «Ε, όχι!», τινάχτηκε κάτι μέσα του «Σας καμαρώνουμε στην τηλεόραση! Καλά τους τα λέτε!», του είπε και φούσκωσε περίεργα. Σαν να σνίφαρε τη φήμη του άλλου και κάτι έπαθε. Εξαφανίστηκε και γύρισε σε λίγα λεπτά με ένα πιατάκι ατομικό, με φρεσκοκομμένα φρούτα. Τα ακούμπησε ακριβώς μπροστά του και ξανά του χαμογέλασε με νόημα: «Μ΄αρέσει που τους τα χώνετε!». Τον κοίταζα και μελαγχόλησα. Βαριά. Το άτιμο το μέγεθος από το πιατάκι με τα φρούτα με μελαγχόλησε. Τον ξεμπρόστιασε. Δεν ήταν ο Έλληνας ο δικός μου ο κιμπάρης, ο κουβαρντάς, ο γενναιόδωρος, ο μεγαλοπρεπής εκ γενετής, ο άρχοντας που κερνάει κάποιον που θαυμάζει και την παρέα του… Είναι το ανθρωπάριο, το μικρό, το φθηνό, που κολλάει σε κάθε μορφή εξουσίας και γλείφει, και γλείφει και σηκώνει ανάστημα και χαμηλώνει σαν να 'χει στο σώμα σπιράλ, που μετατοπίζει ευθύνες και θαυμάζει (ίσως έμμεσα και προστάζει ένα γενικό, άσφαιρο, εύκολο «τους τα χώνετε»). Το σύγχρονο αξίωμα «τους τα χώνετε»! Και πάω στοίχημα ότι μπορεί να είναι ο πλέον ευεργετηθείς, από αυτούς που χαίρεται να «τους τα χώνουν». Ο «τη δουλίτσα μας να κάνουμε».
Βγήκα από το κέντρο στις 2.30 το βράδυ. Μια Ακρόπολη, να! Ένα φεγγάρι, να! Η μελαγχολία ξέσυρε εξομολογήσεις… Στις χρωστάω, ανθρωπάκο. Μέσα από το κουκούτσι της κρίσης, κολυμπώντας στο άγνωστο και στο κρεσέντο της ανασφάλειας για το αύριο… Σου χρωστάω μια κουβέντα. Δεν είσαι όσο αθώος θες να δείχνεις, ανθρωπάκι. Από τους πολιτικούς έχω τρόπο να απαλλαγώ… Από σένα, ανθρωπάκι;