Τόμας Μπαμπινγκτον Μακωλεϋ - Κριτική για το έργο του Σάουδυ «Διάλογοι για την κοινωνία»
Μέχρι τα μέσα του αιώνα που διανύουμε το ανθρώπινο είδος θα έχει αυξήσει τον πληθυσμό του από δέκα εκατομμύρια σε δέκα δισεκατομμύρια μέσα σε διάστημα 10.000 ετών. Ένα τμήμα του σημερινού πληθυσμού εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες αθλιότητας και ανέχειας χειρότερες και από τις πιο άσχημε: συνθήκες που βίωναν οι άνθρωποι της Εποχής του Λίθου. Ορισμένοι ζουν χειρότερα απ’ ό,τι πριν από λίγους μόλις μήνες ή λίγα χρόνια. Αλλά η τεράστια πλειονότητα απολαμβάνει πολύ καλύτερη διατροφή, στέγαση, ψυχαγωγία και ιατρική περίθαλψη, και έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες γενιές.
Η διαθεσιμότητα σχεδόν όλων όσα μπορεί να επιθυμεί ή να χρειάζεται ένας άνθρωπος -όπως τα έτη ζωής, οι γουλιές καθαρού νερού, οι ανάσες καθαρού αέρα, οι ώρες ιδιωτικού χρόνου, τα μέσα για να ταξιδεύει ταχύτερα απ’ όσο μπορεί να τρέξει, οι τρόποι επικοινωνίας με περιοχές πέρα από την εμβέλεια της φωνής του- έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία 200 χρόνια και αυξανόταν με ακανόνιστο τρόπο τα προηγούμενα 10.000 χρόνια. Ακόμη κι αν συνυπολογίσουμε τους εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν ακόμη μέσα στη μιζέρια, τις αρρώστιες και τις στερήσεις, η σημερινή γενιά των ανθρώπινων όντων έχει μεγαλύτερη πρόσβαση από όλες τις προηγούμενες σε θερμίδες, βατ, ώρες λούμεν, τετραγωνικά μέτρα, γκιγκαμπάιτ, μεγαχέρτζ, έτη φωτός, νανόμετρα, κιλά ανά στρέμμα, χιλιόμετρα ανά λίτρο, τροφοχιλιόμετρα,αεροπορικά μίλια και, φυσικά, δολάρια. Διαθέτει περισσότερα προϊόντα βέλκρο, εμβόλια, βιταμίνες, παπούτσια, τραγουδιστές, σαπουνόπερες, κόφτες για μάνγκο, ερωτικούς συντρόφους, ρακέτες του τένις, τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, ο αριθμός των διαφορετικών προϊόντων που μπορεί να αγοράσει κανείς στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο ξεπερνά τα δέκα δισεκατομμύρια.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις θα έπρεπε να είναι αυτονόητες, αλλά δεν είναι. Υπάρχουν άνθρωποι στις μέρες μας που πιστεύουν πως η ζωή ήταν καλύτερη παλιότερα. Όπως ισχυρίζονται, δεν έχουμε χάσει μόνο την απλότητα, την ηρεμία, την κοινωνικότητα και την πνευματικότητα που χαρακτήριζε τη ζωή στο απώτερο παρελθόν, αλλά και το ήθος. Ας σημειωθεί, βέβαια, ότι αυτή η ρόδινη νοσταλγικότητα περιορίζεται συνήθως στους εύπορους. Είναι πιο εύκολο να θρηνούμε με στόμφο για τον χαμένο αγροτικό βίο όταν δεν είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε αυτοσχέδιες υπαίθριες τουαλέτες.
Ας φανταστούμε λοιπόν ότι βρισκόμαστε στα 1800, σε κάποια περιοχή της Δυτικής Ευρώπης ή της ανατολικής Βόρειας Αμερικής. Μια οικογένεια μαζεύεται γύρω από το τζάκι στο λιτό ξύλινο σπίτι της. Ο πατέρας διαβάζει δυνατά τη Βίβλο και η μητέρα ετοιμάζεται να σερβίρει βραστό βοδινό με κρεμμύδια. Μία από τις κόρες τους νταντεύει το μωρό αδελφάκι της, ενώ το μεγαλύτερο αγόρι γεμίζει με νερό από μια κανάτα τις πήλινες κούπες πάνω στο τραπέζι. Η μεγαλύτερη αδελφή του ταΐζει το άλογο στον στάβλο. Έξω από το σπίτι δεν ακούγονται θόρυβοι αυτοκινήτων ούτε τριγυρνούν έμποροι ναρκωτικών, και στο γάλα της αγελάδας δεν έχουν βρεθεί διοξίνες ή ραδιενεργά κατάλοιπα. Όλα είναι γαλήνια κι ένα πουλί τραγουδάει έξω από το παραθύρι.
Ε, όχι δα! Αν και πρόκειται για μια από τις πιο ευκατάστατες οικογένειες του χωριού, η ανάγνωση της Βίβλου από τον πατέρα διακόπτεται από έναν επίμονο βήχα, προάγγελο της πνευμονίας που θα τον σκοτώσει στα 53 του χρόνια - με τη βοήθεια και του καπνού από το τζάκι. (Ανήκει στους τυχερούς, αφού το προσδόκιμο ζωής ακόμη και στην Αγγλία του 1800 ήταν μικρότερο από τα 40 χρόνια.) Το μωρό θα πεθάνει από την ευλογιά που το κάνει τώρα να κλαίει, ενώ η αδελφή του θα περάσει σύντομα στην ιδιοκτησία κάποιου μεθύστακα συζύγου. Το νερό που σερβίρει ο γιος έχει τη γεύση των αγελάδων του πίνουν από το ίδιο ρυάκι. Η μητέρα βασανίζεται από πονόδοντο.
Εν τω μεταξύ, στην αποθήκη με τον σανό ο νοικάρης του γείτονα αφήνει αυτή τη στιγμή έγκυο την άλλη της κόρη- το παιδί που θα γεννηθεί θα το στείλουν σε ορφανοτροφείο. Το βραστό κρέας είναι γκριζωπό και γεμάτο χόνδρους, αν και αποτελεί ένα σπάνιο διάλειμμα από τον συνηθισμένο χυλό αυτή την εποχή του χρόνου δεν υπάρχουν καθόλου φρούτα ή σαλάτα. Όλοι τρώνε το φαγητό με ξύλινο κουτάλι μέσα από μια ξύλινη γαβάθα. Επειδή τα κεριά είναι πολύ ακριβά, το μοναδικό τους φως προέρχεται από το αναμμένο τζάκι. Κανένα μέλος της οικογένειας δεν έχει δει θεατρικό έργο, δεν έχει ζωγραφίσει και δεν έχει ακούσει ποτέ πιάνο. Οι σχολικές σπουδές είναι απλώς λίγα χρόνια βαρετών λατινικών που διδάσκονται από κάποιο δογματικό τύραννο στο πρεσβύτερο-.
Ο πατέρας πήγε μια φορά στην πόλη, αλλά το ταξίδι τού κόστισε ένα βδομαδιάτικο, και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας δεν έχουν απομακρυνθεί ποτέ από το σπίτι τους σε απόσταση μεγαλύτερη από 25 χιλιόμετρα. Καθεμία από τις κόρες έχει δύο μάλλινα φορέματα, δύο λινά πουκάμισα κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Το πανωφόρι του πατέρα στοίχισε ένα μηνιάτικο, αλλά τώρα είναι γεμάτο ψείρες. Τα παιδιά κοιμούνται ανά δύο σε αχυρένια στρώματα πάνω στο πάτωμα. Κι όσο για το πουλί έξω από το παράθυρο, αύριο θα πιαστεί στην παγίδα του αγοριού και θα καταλήξει στο στομάχι του.
Αν η φανταστική μου οικογένεια δεν είναι της αρεσκείας σας, ίσως να προτιμάται τα στατιστικά στοιχεία. Αν και από το 1800 ο πληθυσμός του πλανήτη έχει εξαπλασιαστεί, το μέσο προσδόκιμο ζωής έχει υπερδιπλασιαστεί και το πραγματικό εισόδημα έχει αυξηθεί πάνω από το εννιαπλάσιο. Σε πιο περιοριορισμενη κλίμακα, σε σύγκριση με το 1955, το 2005 το μέσο ανθρώπινο ον στον πλανήτη Γη κέρδιζε σχεδόν τα τριπλάσια χρήματα (αφού αφαιρεθεί ο πληθωρισμός), έτρωγε ένα τρίτο περισσότερες θερμίδες, ενώ η θνησιμότητα των παιδιών του είχε μειωθεί στο ένα τρίτο και το προσδόκιμο ζωής του ίδιου είχε αυξηθεί κατά ένα τρίτο.
Είχε λιγότερες πιθανότητες να πεθάνει από αιτίες όπως ο πόλεμος, ο φόνος, ο τοκετός, τα ατυχήματα, οι ανεμοστρόβιλοι, οι πλημμύρες, οι λιμοί, ο κοκίτης, η φυματίωση, η ελονοσία, η διφθερίτιδα, ο τύφος ο τυφοειδής πυρετός, η ιλαρά, η ευλογιά, το σκορβούτο και η πολιομυελίτιδα. Και είχε λιγότερες πιθανότητες να νοσήσει, σε οποιαδήποτε ηλικία, από καρκίνο ή καρδιοπάθεια, ή να πάθει εγκεφαλικό.
Είχε περισσότερες πιθανότητες να γνωρίζει γραφή και ανάγνωση και να έχει τελειώσει το σχολείο, όπως και να διαθέτει τηλέφωνο, σύγχρονη τουαλέτα, ψυγείο και ποδήλατο. Και όλα αυτά σε μία πεντηκονταετία στην οποία ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει υπερδιπλασιαστεί, και εντούτοις τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στους ανθρώπους της υφηλίου αντί να περιοριστούν από την πληθυσμιακή πίεση έχουν αυξηθεί. Με οποιοδήποτε κριτήριο κι αν το εξετάσουμε, πρόκειται για ένα αξιοθαύμαστο ανθρώπινο επίτευγμα.
Οι μέσοι όροι αποκρύπτουν πολλά. Αλλά ακόμη κι αν διαιρέσουμε τον κόσμο σε πολύ μικρά κομμάτια, είναι δύσκολο να εντοπίσουμε κάποια περιοχή που η κατάστασή της να ήταν χειρότερη το 2005 απ’ ό,τι το 1955. Στο τέλος αυτής της πεντηκονταετίας είχε σημειωθεί μικρή πτώση του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος μόνο σε έξι χώρες (Αφγανιστάν, Αϊτή, Κονγκό, Λιβερία, Σιέρρα Λεόνε και Σομαλία), του προσδόκιμου ζωής σε τρεις (Ρωσία, Σουαζιλάνδη και Ζιμπάμπουε) και της βρεφικής επιβίωσης σε καμία. Στις υπόλοιπες χώρες οι αντίστοιχοι δείκτες έχουν εκτοξευτεί. Στην Αφρική οι ρυθμοί βελτίωσης των δεικτών είναι βασανιστικά αργοί και άνισοι σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, και πολλές νοτιοαφρικανικές χώρες είδαν το προσδόκιμο ζωής να βυθίζεται τη δεκαετία του 1990 με την εξάπλωση της επιδημίας του AIDS (πριν να ανακάμψει τα τελευταία χρόνια). Στη διάρκεια αυτής της πεντηκονταετίας υπήρξαν επίσης περίοδοι δραματικής επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου ή του προσδόκιμου ζωής σε κάποιες συγκεκριμένες χώρες - στην Κίνα τη δεκαετία του 1960, στην Καμπότζη τη δεκαετία του 1970, στην Αιθιοπία τη δεκαετία του 1980, στη Ρουάντα τη δεκαετία του 1990, στο Κονγκό τη δεκαετία του 2000 και στη Βόρεια Κορέα σε όλες τις δεκαετίες.
Στην Αργεντινή ο 20ός αιώνας χαρακτηρίστηκε από απογοητευτική στασιμότητα. Συνολικά, όμως, ο απολογισμός των πενήντα αυτών ετών είναι αξιοθαύμαστα, αναπάντεχα και εντυπωσιακά θετικός για τον πλανήτη. Σε σύγκριση με το 1955 ο μέσος Νοτιοκορεάτης ζει 26 χρόνια περισσότερο και έχει 15πλάσιο ετήσιο εισόδημα (και 15πλάσιο ετήσιο εισόδημα από τον αντίστοιχο Βορειοκορεάτη). Ο μέσος Μεξικανός ζει σήμερα περισσότερο απ’ όσο ζούσε ο μέσος Βρετανός το 1955. Ο μέσος κάτοικος της Μποτσουάνα έχει μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό που είχε ο μέσος Φιλανδός το 1955. Η βρεφική θνησιμότητα είναι σήμερα χαμηλότερη στο Νεπάλ από αυτή που ήταν στην Ιταλία το 1951. Και το ποσοστό των Βιετναμέζων που ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα έχει πέσει από το 90% στο 30% μέσα σε είκοσι χρόνια.
Οι πλούσιοι έχουν γίνει πλουσιότεροι, αλλά οι φτωχοί τα έχουν πάει ακόμα καλύτερα. Από το 1980 μέχρι το 2000 οι φτωχοί στον αναπτυσσόμενο κόσμο αύξησαν την κατανάλωσή τους με διπλάσιο ρυθμό απ’ ό,τι όλος ο κόσμος συνολικά. Οι Κινέζοι είναι δέκα φορές πιο πλούσιοι, κατά δύο τρίτα λιγότερο γόνιμοι, και ζουν 28 χρόνια περισσότερο απ’ ό,τι πριν από πενήντα χρόνια. Ακόμη και οι Νιγηριανοί είναι δύο φορές πλουσιότεροι, 25% λιγότερο γόνιμοι και ζουν εννέα χρόνια περισσότερο απ’ ό,τι το 1955. Παρά τον διπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας (δηλαδή, βάσει του ορισμού της, με ημερήσιο εισόδημα χαμηλότερο από ένα δολάριο του 1985) έχει μειωθεί σε σχέση με τη δεκαετία του 1950, ενώ το ποσοστό τους είναι λιγότερο από το μισό, κάτω από το 18%. Το νούμερο παραμένει, βεβαίως, οικτρά υψηλό, αλλά η σχετική τάση δεν είναι καθόλου απογοητευτική: με τους τωρινούς ρυθμούς υποχώρησης το ποσοστό θα μηδενιζόταν γύρω στο 2035 - αν και αυτό μάλλον δεν θα συμβεί. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, η φτώχεια μειώθηκε περισσότερο τα τελευταία πενήντα χρόνια απ’ ό,τι τα προηγούμενα πεντακόσια.
Matt Ridley -Ορθολογική αισιοδοξία. Πώς αναδύεται εξελικτικά η ευημερία.
Μετάφραση: Έλσα Βιδάλη. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης